Ο Luke και η Lucie Meier ανέλαβαν πριν από έξι χρόνια ένα από τα πιο δύσκολα στοιχήματα στον χώρο της μόδας: να ανανεώσουν τον οίκο Jil Sander. Κατάφεραν κάτι πολύ μεγαλύτερο: να τον καταστήσουν «οδηγό» προς ένα μέλλον γεμάτο προκλήσεις.
Το ζεύγος Luke και Lucie Meier ανέλαβαν την καλλιτεχνική διεύθυνση του οίκου Jil Sander το 2017. Έξι χρόνια μετά, έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν μια διακριτή υπογραφή, εστιασμένη στην κίνηση του σώματος και στην προσαρμοστικότητα των δημιουργιών τους – αισθητική πιστή στο DNA του οίκου και παράλληλα συμβατή με τις απαιτήσεις της εποχής.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στη Φλωρεντία, ως φοιτητές στην περίφημη σχολή Polimoda, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Ενώ όμως ένωσαν τις ζωές τους, ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους στη δουλειά: ο Luke εργάστηκε ως επικεφαλής σχεδιαστής της σειράς Supreme και συνίδρυσε το brand OAMC, που μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο δημοφιλές, ενώ η Lucie εργάστηκε στον Dior ως επικεφαλής σχεδιάστρια της γυναικείας σειράς, μετά από μια εξαιρετικά δημιουργική περίοδο στον Louis Vuitton και στον Balenciaga. Πέρα από το κοινό τους πάθος για τη μόδα και τις τέχνες, μοιράζονται επίσης το ενδιαφέρον για τη διερεύνηση και τον επαναπροσδιορισμό διαχρονικών αξιών, όπως ο μινιμαλισμός, ο κλασικισμός και η ομορφιά γενικότερα. Σε αυτή την πορεία, που ανανεώνεται μέσα από κάθε νέα συλλογή τους χωρίς άλματα, αλλά κάνοντας ένα βήμα τη φορά, ακολουθούν τα χνάρια της Sander από το ξεκίνημά της τη δεκαετία του ’80 μέχρι την καταξίωσή της στα ’90s, περίοδο εξίσου ενδιαφέρουσα με τα ’60s στην ιστορία της μόδας.
Όσα έχουν επιτύχει μέχρι σήμερα είναι εντυπωσιακά, δεδομένου ότι πριν από την άφιξή τους στο Μιλάνο ο οίκος βρισκόταν σε παρακμή. Η Jil Sander, έχοντας πουλήσει το 75% της εταιρείας της το 1999 στον όμιλο Prada, προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ νοσταλγίας και νέων υποχρεώσεων, αδύναμη να βάλει τον οίκο που η ίδια ίδρυσε σε νέα τροχιά. Οι συχνές διαφωνίες της σε θέματα διαχείρισης με τον επιχειρηματία Patrizio Bertelli, σύζυγο της Miuccia Prada, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείπει τη θέση της συχνά και για μεγάλα διαστήματα, αφήνοντας τεράστιο κενό στην παραγωγή των συλλογών, με τις ανάλογες επιπτώσεις στις πωλήσεις. Οι υπεύθυνοι απευθύνθηκαν σε αρκετούς σχεδιαστές προκειμένου να απεγκλωβίσουν την άλλοτε χρυσή επωνυμία από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει, με έναν από αυτούς να είναι ο Raf Simons, ο οποίος κατείχε τη θέση του δημιουργικού διευθυντή από το 2005 έως το 2012. Δουλεύοντας παράλληλα το προσωπικό του, ανδρικό brand, εκείνος κατάφερε πράγματι να εμφυσήσει νέα πνοή στον οίκο, προσδίδοντάς του απροσδόκητη θηλυκότητα –στον αντίποδα του αυστηρού μινιμαλισμού της Sander–, γεγονός που χαιρετίστηκε από ειδικούς και κοινό. Η προσπάθεια ωστόσο σταμάτησε όταν το συμβόλαιό του καταγγέλθηκε ξαφνικά, για να ακολουθήσει άλλη μία αποτυχημένη απόπειρα της Jil Sander να επιστρέψει στη θέση της, όπου έμεινε για έναν μόλις χρόνο. Σειρά είχε ο Rodolfo Paglialunga, που έμεινε στη θέση του δημιουργικού διευθυντή μέχρι το 2017, χρονιά που αφίχθησαν οι Meier.