«Από πολύ νωρίς μοιάζει να είχα αποφασίσει ότι δεν θα ζούσα μια συμβατική ζωή, με οικογένεια, παιδιά και μια σίγουρη δουλειά. Έκανα το πάθος μου δουλειά και το κάνω ακόμα, όσο κόπο κι αν απαιτεί».
Με αυτά τα λόγια περιγράφει η σχεδιάστρια τον εαυτό της στο πρώτο κεφάλαιο –Με λένε Λουκία– της βιογραφίας της με τίτλο Λουκία, Ζωή – Μόδα – Τέχνη (εκδ. Πάπυρος). Άραγε, ποιο είναι το επώνυμό της; Είναι η πρώτη στιγμή που αναρωτιέμαι από τότε που την πρωτοσυνάντησα, πολλά χρόνια πριν. Η ίδια έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό για μένα, γιατί από εκείνη πήρα την παρθενική μεγάλη μου συνέντευξη για το περιοδικό στο οποίο εργαζόμουν τότε. Είχα φουσκώσει από περηφάνια με την προοπτική. Ήταν η εποχή που προσπαθούσε να στήσει μια εγχώρια Εβδομάδα Μόδας – μάταια, όπως αποδείχτηκε. Γνώριζα λίγους ανθρώπους από τον κόσμο της μόδας, και όλοι τους είχαν έναν καλό λόγο να πουν για εκείνη, όλοι μιλούσαν με σεβασμό και αποδοχή για τη δουλειά της. Το αποτέλεσμα με αποζημίωσε. Χωρίς φανφάρες και περιττές κουβέντες, μου είχε ανοίξει την καρδιά της, επιτρέποντάς μου γενναιόδωρα να δω μέσα από τα μάτια της και να καταγράψω αποχρώσεις του κόσμου της. Μου μιλούσε στον πληθυντικό τότε – όπως και σήμερα.
Ετοιμάζοντας αυτό το τεύχος-αφιέρωμα της Vogue Greece στην ελληνική μόδα, το όνομα της Λουκίας ακούστηκε από τα πρώτα λεπτά στη σύσκεψη της ομάδας μας. Ο σεβασμός στο πρόσωπο και στο έργο της ήταν φανερός. Σαν μια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια προέκυψε το συμπέρασμα ότι η Λουκία είναι η σημαντικότερη Ελληνίδα σχεδιάστρια μόδας – άλλοτε, σήμερα και στο μέλλον. Συμφωνήσαμε ότι μια συνέντευξή της είχε θέση στο τεύχος μας.
Και να μαστε πάλι εδώ. Με υποδέχτηκε στο γνωστό ατελιέ της, στον αριθμό 24 της οδού Κανάρη, στο Κολωνάκι, πάντα κομψή και αέρινη. Έδειξε αμηχανία με τις περγαμηνές που της απέδωσα και την ορμή μου για τη συνέντευξη. Πολύ δε περισσότερο δεν της άρεσαν οι αναφορές μου στο μέλλον. Την ένιωσα χορτασμένη και ταπεινή. Μου είπε αρκετές φορές ότι έχει κάνει υπέροχα πράγματα στη ζωή της και ότι νιώθει γεμάτη. Με το που καθίσαμε στον καναπέ, μοιράστηκε μαζί μου την ανακούφισή της που, επιτέλους, μπορεί να ξαναπηγαίνει στο ατελιέ της. Την ταλαιπώρησε πολύ ο περιορισμός στο σπίτι τους μήνες που πέρασαν. «Έχω μάθει να δουλεύω με τα χέρια μου, να συναντάω κόσμο, να τακτοποιώ, να πιάνω υφάσματα. Δεν ήξερα τι να κάνω τόσο καιρό», μου είπε χαμηλόφωνα. Παρά την αρχική της συστολή, ωστόσο, αυτή τη φορά ήταν πιο ανοιχτή απ’ όσο θυμόμουν. Είχε διάθεση να μιλήσει για όλα. Να κάνει έναν προσωπικό απολογισμό. Νιώθω τυχερή που τον έκανε σ’ εμένα και με χαρά τον μοιράζομαι μαζί σας.

Τα πρώτα χρόνια «Η παιδική μου ηλικία αποτελεί μια πολύ δύσκολη περίοδο στη ζωή μου. Ξεκίνησα τα πάντα με πολύ κόπο. Όταν άρχισα να ελκύομαι από τη μόδα, ακόμα και το να αγοράσω ένα κομμάτι ύφασμα ήταν νίκη. Ήθελα όμως να παίρνω το καλύτερο, γιατί η σχέση μου με το ύφασμα είναι ερωτική. Έχει να κάνει με την αφή, τον ήχο, την όραση. Θυμάμαι να βλέπω ζωγραφισμένα υφάσματα σε πίνακες μεγάλων ζωγράφων και να μου κόβεται η ανάσα. Έβλεπα αυτά τα υπέροχα μπροκάρ και ήθελα να απλώσω το χέρι μου να τα πιάσω. Ναι, μπορώ να πω ότι ο έρωτάς μου ήταν πρώτα οπτικός. Μετά ήρθε η αφή. Είχα φτάσει στο σημείο να κλείνω τα μάτια μου, να πιάνω τα υφάσματα και να λέω αυτό είναι μετάξι, αυτό βαμβάκι… Στο τέλος ήρθε και ο ήχος. Άλλος είναι ο ήχος –ή μάλλον το θρόισμα– του μεταξιού, άλλος του ταφτά ή του μεταξωτού ταφτά. Είναι σαν τα υφάσματα να σου διηγούνται ιστορίες».