Συνένοχοι σε ένα πολύ ενδιαφέρον αφήγημα, οι Γρηγόρης Τριανταφύλλου και Δημήτρης Αλεξάκης, άλλως Deux Hommes, δεν δημιουργούν απλώς ρούχα, αλλά συμμετέχουν και στην εξέλιξη της ελληνικής μόδας με ευρεία γνώση και ισχυρή άποψη. Συνέντευξη στον Filep Motwary.
Η άφιξή μου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού από την Κύπρο, το 1997, σηματοδότησε την αρχή της ενήλικης ζωής μου και κατ’ επέκταση μιας περιόδου που διήρκεσε σχεδόν 15 χρόνια, κατά τα οποία σπούδασα, εργάστηκα και έγινα μέλος της ευρύτερης κοινότητας της χώρας που ασχολούνταν με το ένδυμα. Ως έφηβος είχα τις κεραίες μου στραμμένες στις μητροπόλεις της μόδας, στο Μιλάνο και το Παρίσι, όπως τις βίωνα κάθε μήνα μέσα από τις αντίστοιχες εκδόσεις της Vogue, που αγόραζα ανελλιπώς. Ομολογώ ότι γνώριζα ελάχιστα την εγχώρια σκηνή και τους Έλληνες σχεδιαστές. Με την ευκαιρία της διαμονής μου στην Αθήνα, άρχισα να τους ανακαλύπτω σιγά σιγά, με διάθεση να μάθω όσο περισσότερα μπορούσα.
Τον Γρηγόρη Τριανταφύλλου και τον Δημήτρη Αλεξάκη, άλλως Deux Hommes, τους γνώρισα το 2001 σε μια επίδειξή τους στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού της Πειραιώς, όπου βρέθηκα εντελώς τυχαία. Αυτό που είδα με συνέλαβε απροετοίμαστο, γιατί υπερέβαινε τις προσδοκίες μου. Αγάπησα τη δουλειά τους αμέσως! Τα μοντέλα παρήλαυναν με γοργά και σίγουρα βήματα, χωρίς τις συνηθισμένες επί πολλά χρόνια παύσεις για πόζες στην πασαρέλα, δίνοντας στην όλη εμπειρία έναν αέρα δυναμισμού. Η επιτυχία των Depeche Mode, Behind The Wheel, διευκόλυνε τον ρυθμό των κοριτσιών, χαρίζοντας στο όλο θέαμα μια πρωτοφανή ενέργεια, σε απόλυτη αρμονία με την ευρεσιτεχνία των ρούχων, τα οποία αντανακλούσαν ξεκάθαρα επιρροές από το κίνημα new romantics της δεκαετίας του ’80.
Σκέφτομαι τώρα πως, ενώ η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν σημαντικός προορισμός και πηγή έμπνευσης για τους περισσότερους οίκους του εξωτερικού, δυστυχώς μέχρι και σήμερα την αντιμετωπίζουν ως μια πλατφόρμα για σύντομες στάσεις και όχι ως αφετηρία για την εδραίωση μεγάλων επιχειρήσεων σχετικών με το ένδυμα. Ξεκίνησα λοιπόν τη συζήτηση με τους Deux Hommes ρωτώντας τους αν, τελικά, υπήρξε στ’ αλήθεια «χρυσή εποχή» της ελληνικής μόδας και πόσο ωφέλιμη ήταν η περίοδος 2005-2009, με την Ελληνική Εβδομάδα Μόδας και τον Σύλλογο Ελλήνων Σχεδιαστών. «Στο δεύτερο μισό των ’00s φάνηκε να δημιουργείται μια ιδανική συγκυρία για την ελληνική μόδα μέσα από την πρώτη οργανωμένη Fashion Week, που για αρκετές σεζόν μετέτρεψε την Αθήνα σε προορισμό, συστεγάζοντας αρκετές δημιουργικές δυνάμεις, εγχώριες και διεθνείς, και προσελκύοντας ξένους δημοσιογράφους και retailers», εκτιμά ο Δημήτρης. «Ήταν ένα εγχείρημα που φάνηκε να δυναμώνει, όμως η επερχόμενη κρίση ανέκοψε την ορμή του, που ούτως ή άλλως είχε αρχίσει να φθίνει, ελλείψει οποιασδήποτε κρατικής ή ιδιωτικής επενδυτικής πρόθεσης».
Most Read Articles
Πράγματι, υπήρχε θέληση τόσο από τους διοργανωτές όσο και από τους δημιουργούς, όμως έλειπαν το όραμα και η στρατηγική ώστε αυτή η ιδέα να αποτελέσει διέξοδο για την ευημερία του χώρου. Τελικά, η όλη ιστορία θύμιζε σκυλί που κυνηγούσε την ουρά του και η τόσο υποσχόμενη προσπάθεια εξέπνευσε, αφήνοντας σε όλους πικρή γεύση. Για αυτοπροστασία, οι Έλληνες σχεδιαστές επέλεξαν να απομονωθούν για μεγάλο διάστημα και να λειτουργούν ατομικά και ανεξάρτητα, αφού κάθε τους προσπάθεια για ομοσπονδία απέτυχε. Παρά την επιθυμία τους, δε, για επικράτηση του Made In Greece στον παγκόσμιο χάρτη, διαπιστώθηκε πως δεν ήταν και τόσο εύκολο ή, τουλάχιστον, δεν ήταν μέχρι τώρα.
«Στον αντίποδα της σχέσης μας με την ελληνική παράδοση, που ελάχιστα έχει συμβάλει στο σχεδιαστικό μας αποτύπωμα, υπάρχουν τα τελευταία χρόνια στην ελληνική σκηνή μόδας δημιουργοί και brands που κάνουν κυρίως αυτό», τονίζει o Γρηγόρης. «Είναι ένα ορθό εγχείρημα, ζυγισμένο σωστά και επιτυχημένο, καθώς η εθνική μας ταυτότητα, συνυφασμένη στη συνείδηση του διεθνούς αγοραστικού κοινού με το δημοφιλές ελληνικό καλοκαίρι, είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από αρκετές συλλογές resortwear με παγκόσμια απήχηση. Η κατασκευαστική ευελιξία των resort collections που εξασφαλίζουν ποιοτική επάρκεια –ευκολότερα από ό,τι ένα εγχώριο brand που στοχεύει στην αγορά πολυτελείας και έχει να αναμετρηθεί με τις πολύ υψηλές προδιαγραφές της– είναι ένας έξυπνος τρόπος για να επικοινωνηθούν το ελληνικό design και το Μade in Greece εκτός συνόρων».
«Ως λάτρεις της γαλλικής σχολής της μόδας και φανατικοί οπαδοί της ομορφιάς όπως αποτυπώθηκε και εξελίχθηκε μέσα από την ευρωπαϊκή τέχνη και ιστορία, αναρωτηθήκαμε πρώτη φορά για τον ρόλο του ελληνικού μας DNA, όταν ο τότε συνεργάτης μας, Jean-Jacques Picart, μια ξεχωριστή και επιδραστική μορφή της γαλλικής μόδας, μας έφερε αντιμέτωπους με το πώς θα μπορούσε να αποτυπωθεί η ελληνικότητά μας σε μια βιομηχανία στην οποία κυριαρχούν οι τέσσερις μητροπόλεις του στιλ, παράλληλα με ένα σωρό πολυεθνικές, ανεξάρτητες σχεδιαστικές φωνές», παρεμβαίνει ο Δημήτρης. «Σύντομα συνειδητοποιήσαμε πως μια έμφυτη αίσθηση του αρχαίου ελληνικού “μέτρου” μέσα μας διαπερνούσε τα πάντα! Η ανάγκη για ρευστότητα και πλαστικότητα, ακόμα και των πιο δομημένων σχημάτων που δημιουργήσαμε, το αντανακλαστικό της συμμετρίας και της ακρίβειας, οι οριοθετημένοι και αιτιολογημένοι όγκοι ήταν το αποτύπωμα της δικής μας καταγωγής πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε εξωτερικό –λαογραφικό– γνώρισμα».
Τολμώ να έχω την άποψη πως η ελληνική μόδα σήμερα έχει μια νέα ευκαιρία να διευρύνει τους ορίζοντές της, και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα social media όπως το Instagram, που βασίζεται πρωτίστως στη δύναμη της εικόνας και όχι της γλώσσας, η οποία στη δική μας περίπτωση μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για τη διεθνοποίηση. Η αυτοπροβολή χωρίς μεσάζοντες λειτουργεί θετικά, καταργώντας τα σύνορα μεταξύ προϊόντος και καταναλωτή. Με αυτό το δεδομένο προσπαθώ να ιχνηλατήσω τους ηθικούς κώδικες που συνοψίζουν την επωνυμία Deux Hommes, τόσο ως σχεδιαστές όσο και ως καταναλωτές σε έναν κόσμο που κατευθύνεται από το hype.
«Στα 25 χρόνια της πορείας μας, το σχεδιαστικό μας DNA αποδείχθηκε τελικά ότι βασίζεται στην έννοια της συνεχούς εξέλιξης», λέει ο Δημήτρης. «Πρόκειται για ένα work in progress που συνειδητά κρατήσαμε μακριά από την προβλεψιμότητα, την ίδια στιγμή που το προσωπικό μας σύστημα αξιών –ηθικών και αισθητικών– παρέμενε αμετάβλητη σταθερά. Οι συλλογές μας ήταν σε όλη μας τη διαδρομή προϊόν διαλόγου με έναν διευρυμένο κύκλο φίλων και συνεργατών, ανάμεσα στους οποίους ιδιαίτερη σημασία είχε για μας η γνώμη και η συναισθηματική ανταπόκριση των γυναικών στα καινούργια ρούχα. Η προσωπική μας φροντίδα για την παραμικρή sur mesure παραγγελία, όπως και για την τελειοποίηση των έτοιμων κομματιών, ήταν ουσιαστικά μια προσομοίωση ενός couture service –χωρίς όμως τις υπέρογκες και απαγορευτικές τιμές– απέναντι σε ένα κοινό που δεν το διαλέξαμε, αλλά μας επέλεξε, ανταποκρινόμενο στο υπέρτατο κομπλιμέντο τού να του απευθύνεσαι σαν ίσος προς ίσο σε ζήτημα υψηλού γούστου, στιλ και κατανόησης της μόδας. Ακόμα μοιραζόμαστε τους ίδιους ηθικούς και αισθητικούς κώδικες. Ακόμα προσπαθεί ο ένας να μεταγγίσει στον άλλο ό,τι καλύτερο θεωρεί ότι κουβαλάει μέσα του: ο ένας τον ενθουσιασμό και ο άλλος τον ρεαλισμό. Στο πλαίσιο της πορείας μας κυκλοφορούν εξίσου αυτοί οι δύο φυσικοί “οροί”, γιατί κανένας δεν προσπάθησε να υπερσκελίσει τον άλλο με υπερδοσολογία από τα δικά του “πιστεύω”, και αυτή ίσως να είναι η συνταγή της διάρκειας».
Η επωνυμία Deux Hommes ίσως να μην τους είχε αποκαλυφθεί, αν δεν είχε σταθεί ο Γρηγόρης επίμονα μπροστά στον ομότιτλο πίνακα του Pavel Filonov το 1990, στο Παρίσι, στην πρώτη διεθνή έκθεση εκτός ρωσικών συνόρων του λιγότερο γνωστού από τους μεγάλους της ρωσικής avant-garde. Νωρίτερα, μέσα σε ένα καταιγιστικό brain-storming υποψήφιων –γαλλικών πάντα– ονομάτων, επικρατέστερο ήταν το La Voie Lactée, φόρος τιμής στον μέγιστο Luis Bunuel και ξεκάθαρη απόδειξη της γοητείας που τους ασκούσε οτιδήποτε σχετιζόταν με το διάστημα, τα αστέρια, τον μακρόκοσμο και το μέλλον. Στη σχολή σχεδίου μόδας στην Αθήνα, όπου συναντήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, απέκτησαν γρήγορα μια αίσθηση συνενοχής, λόγω του κοντινού της ηλικίας τους, της κοινής βόρειας καταγωγής και των σπουδών που ολοκλήρωσαν ταυτόχρονα, για να βρεθούν στο παράρτημα της ESMOD στη Φιλελλήνων και να οδηγήσουν οριστικά τις ζωές τους προς μια άλλη, κοινή πλέον κατεύθυνση.
«Από τη σχολή ακόμα κατανοούσαμε πόσο πολύπλοκη και απαιτητική θα ήταν η περιπέτεια της μόδας που ανοιγόταν μπροστά μας και πολύ φυσικά και αβίαστα συμφωνήσαμε να τη μοιραστούμε, βρίσκοντας μεγαλύτερο νόημα σε μια επωνυμία που μας περιέγραφε χωρίς να μας αναφέρει ονομαστικά και σε ένα σχεδιαστικό σχήμα που διαιρούσε στο μισό την ευθύνη και το βάρος της δημόσιας έκθεσης – πράγμα πολύ σημαντικό για δύο εκ πεποιθήσεως παρασκηνιακούς τύπους όπως εμείς. Στα 25 χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξαμε ταυτόχρονα creative directors, managers και marketers του εαυτού μας, με ό,τι καλό –και κάποιες φορές αρνητικό– συνεπάγονται αυτοί οι ρόλοι όταν βαραίνουν αποκλειστικά δύο ανθρώπους. Οι άνθρωποι της μόδας, ακόμα και οι πλέον μινιμαλιστές, αρέσκονται στα μεγάλα μεγέθη: mega brands, design masters, massive talents, mass productions, waiting lists, star designers και πολλά άλλα», τονίζει ο Γρηγόρης.
Πράγματι, όταν αναμετριέσαι διαρκώς με αυτούς τους υπερθετικούς, είναι πολύ εύκολο να χάσεις τον δρόμο και το κέντρο βάρους σου. Σε κάθε τέτοια περίπτωση η ισορροπία για τους Deux Hommes επανερχόταν, βάζοντας στην άλλη άκρη της ζυγαριάς μια καταπληκτική καθημερινότητα μοιρασμένη διά του δύο, την ελευθερία που νιώθει ένας ανεξάρτητος δημιουργός και την πολυτέλεια του να πας γρήγορα παρακάτω όταν αισθάνεσαι πλήξη και την απειλή να σε ξεπεράσουν τα πράγματα.
«Μεγαλώνοντας σε μια πόλη που απέχει έτη φωτός από μητρόπολη της μόδας και χωρίς καμία σχετική οικογενειακή παράδοση ή ανάμειξη με τον χώρο, όταν συναντηθήκαμε στη σχολή σχεδίου μόδας, σπουδάζαμε εντελώς διαφορετικά πράγματα, καθώς ήταν σχεδόν αδιανόητο για έναν νέο άνδρα της εποχής να αναζητήσει καριέρα στον χώρο της μόδας, πόσω μάλλον ξεκινώντας από μια σχολή εκτός συνόρων – κάτι που τουλάχιστον μία δεκαετία αργότερα θα γινόταν μονόδρομος για όποιον ονειρευόταν μια διεθνή προοπτική», λέει ο Δημήτρης. «Η αρχή μας ήταν αυτοσχεδιαστική και για τα πρώτα χρόνια κάθε κίνηση έμοιαζε με σχοινοβασία μέσα σε μια αθηναϊκή σκηνή μόδας που υπολειπόταν του διεθνούς μηχανισμού του prêt-à-porter και χωρίς μέντορες ή καθοδηγητές με το σχετικό know-how. Σήμερα, κοιτώντας πίσω θα λέγαμε –και ελπίζουμε να μην ακουστεί υπερφίαλο– πως διανύσαμε αυτή τη διαδρομή με πολύ προσωπικό τρόπο, ο οποίος όμως ταιριάζει με τον ορισμό και τις προδιαγραφές ενός brand για το εδώ και το τώρα, συμβατού με την καινούργια δεοντολογία της μόδας. Ηθικό εμπόριο, βιωσιμότητα, συμπεριληπτικότητα, σεβασμός στο περιβάλλον και στους εμπλεκομένους στην παραγωγική διαδικασία, αποκλειστικά υγιείς σχέσεις συνεργασίας, ελεγχόμενες μικρές παραγωγές και ανακύκλωση δεν ήταν για μας κάποιες όψιμες κινήσεις ευθυγράμμισης με τα νέα δεδομένα, αλλά όλη μας η διαδρομή».
Υποστηρίζουν πως η δημιουργική εκτόνωση δεν είναι ταυτισμένη με ασκήσεις επί χάρτου, διαρκείς πειραματισμούς και ανεξέλεγκτες φαντασιώσεις, αφού η μόδα, παρά την ελευθερία που προφασίζεται, παραμένει ένας πολύ απαιτητικός και αυστηρός μηχανισμός. Παρόλο που φαίνεται σαν το αυθόρμητο αποτύπωμα ενός δημιουργικού μυαλού, προϋποθέτει ευρυμάθεια, αυτοέλεγχο στα εκφραστικά μέσα, διαρκές editing και πειθαρχία. Ο τρόπος που τους αποκαλύφθηκε και τους παραδόθηκε, όντας γνήσια τέκνα του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα, σαν κάτι δηλαδή που σχετίζεται με την επαναστατικότητα, την ανεξέλεγκτη φαντασία και την υπερβολή, σύντομα άλλαξε όταν αναγκάστηκαν να δημιουργούν με πολλούς περιορισμούς, συχνά ασφυκτικούς. Διατηρώντας χαμηλό προφίλ, κατάφεραν να εξελιχθούν, εμμένοντας στους κώδικες ηθικής της επωνυμίας τους, που παίρνουν μορφή μέσα από μικρές, αλλά ουσιαστικές και εν τέλει επιδραστικές αλλαγές. Για τους Deux Hommes η μόδα είναι μια υπαρξιακή περιπέτεια.
«Πρόκειται για μια διαδικασία αέναης αλλαγής, αφού καλείσαι διαρκώς να αμφισβητήσεις τις πεποιθήσεις, τις αισθητικές επιλογές και τα εκφραστικά σου μέσα, να αναμετρηθείς με αυτά και συχνά να τα αφήσεις πίσω για χάρη νέων παραδοχών σε σχέση με αυτό που πρέσβευες δημιουργικά μέχρι πριν από λίγο», λέει ο Γρηγόρης. «Από την άλλη, η μόδα είναι ένας θαυμάσιος μηχανισμός εξέλιξης και αλλαγής, που για να τον παρακολουθήσεις και να παραμείνεις στην κόψη κάθε επόμενου κύματος πρέπει να έχεις τα αντανακλαστικά ενός ανοιχτού, ευπροσάρμοστου, φιλομαθούς και νεανικού μυαλού. Είναι αυτή η υποδειγματικά δημοκρατική βιομηχανία “νεότητας” που δεν παροπλίζει τις γενιές των μεγαλύτερων ηλικιακά δημιουργών για χάρη των επόμενων τρομερών παιδιών της. Η αναζήτηση του καινούργιου είναι μια μέθοδος που η ίδια η μόδα σού μαθαίνει και, αν είσαι ανοιχτός και δεκτικός “μαθητής”, παραμένεις –σε συνδυασμό με το ταλέντο– ζωντανός και επιδραστικός επί δεκαετίες. Η διαρκής παραγωγή νέων ιδεών και οι γρήγορες αλλαγές είναι η αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει αυτή η τεράστια βιομηχανία. Τα ρούχα παλιώνουν δυσανάλογα αργά σε σχέση με την εξαμηνιαία ανάγκη για “καύσιμο” που πυροδοτεί αυτόν τον μηχανισμό. Συχνά οι ολοκαίνουργιες τάσεις είναι απλώς παλιές “in disguise”, τις οποίες όμως οι δημιουργικοί εγκέφαλοι της μόδας παρουσιάζουν ως ρηξικέλευθες, ανακυκλώνοντας στιλ και θεματικές του παρελθόντος μέσα από ένα σύγχρονο context, αναμειγνύοντας την υψηλή τέχνη με την τρέχουσα ποπ κουλτούρα και ενσωματώνοντας τις στιλιστικές επιρροές από σύγχρονες υποκουλτούρες και νεανικά κινήματα. Όταν αυτά τα μεταμοντέρνα τρικ δεν αρκούν για να αναδεύσουν τα αγοραστικά ένστικτα του μεγάλου κοινού, επιστρατεύονται προβεβλημένα και επιδραστικά πρόσωπα από τον χώρο του διεθνούς θεάματος, σε ρόλο πρέσβεων του καινούργιου».
Τους ζητώ περισσότερες πληροφορίες για τη συλλογή τους –η οποία φωτογραφήθηκε και παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε αυτό το τεύχος της Vogue–, για την έμπνευση και τα υλικά τους, ενώ προσπαθώ να κατανοήσω τη γενικότερη αντίληψή τους για το σώμα, πάνω στο οποίο βασίζουν τη δημιουργικότητά τους κάθε σεζόν. Η ύπαρξη μιας κατηγορίας σχεδιαστών που έχουν την τάση να κρύβουν το σώμα είναι γεγονός, ενώ άλλοι το μεταχειρίζονται ως γλυπτό, το απόλυτο παράδειγμα ομορφιάς.
«Η επετειακή φύση του 2021 οδήγησε τη σκέψη μας στην Ελληνική Επανάσταση και από εκεί στη Γαλλική, που αποτελεί προπομπό και καθοριστική πηγή έμπνευσης για τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα», περιγράφει ο Δημήτρης. «Στη συνέχεια θυμηθήκαμε μια άλλη “ηρωική” στιγμή, της μόδας αυτή τη φορά, ο απόηχος της οποίας κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στάθηκε αφορμή για τη δική μας μικρή εξέγερση και την απόφαση να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο. Η συλλογή της αποφοίτησης του John Galliano από το Saint Martins, που τον εκτόξευσε μέσα σε μία νύχτα στο στερέωμα της διεθνούς μόδας, ήταν για μας “fashion history in the making”. Στο επίκεντρο των συλλογών του Les Incroyables και Merveilleuses βρέθηκαν οι γόνοι ξεπεσμένων αριστοκρατών, νοσταλγοί της βασιλικής πολυτέλειας και των αυλικών υπερβολών σε μια μετα-επαναστατική Γαλλία, που οδηγούσε μέσα από φοβερούς κραδασμούς αργά αλλά αναπόδραστα προς τη δημοκρατία. Σκεφτήκαμε πόσο σημαντική είναι η βαθιά γνώση της ιστορίας και η αντίληψη της ιστορικής συνέχειας, όχι μόνο ως πηγή έμπνευσης, αλλά και για έναν πολύ σοβαρότερο λόγο: όταν αντιμετωπίζεις τον χρόνο αποσπασματικά, κάθε καινούργια κρίση και δοκιμασία, σαν αυτή της πανδημίας που ενέσκηψε στην ανθρωπότητα πρόσφατα, μεγεθύνει τον φόβο, την αμηχανία και τα ερωτηματικά. Χρειάζεται να κοιτάξεις πίσω στον χρόνο σαν ενότητα και στους κύκλους της ιστορίας, όπου υπάρχουν συνήθως ανακουφιστικές απαντήσεις. Παρόλο που οι ιστορικές αναφορές έχουν εξαφανιστεί από το προσκήνιο της μόδας –εκτός ίσως από τα πνευματώδη “ιστορικά” remixes μερικών σχεδιαστών–, θεωρήσαμε ότι ήταν μια καλή στιγμή για κατάδυση σε αυτό το παρελθόν. Τα παστέλ χρώματα της συλλογής προκύπτουν κατευθείαν από τα ροδόχρωμα πρόσωπα των πορτρέτων της Madame Le Brun –η οποία ήταν προσωπογράφος της Μαρίας Αντουανέτας–, ενώ το μεταλλικό rose-gold από τις επιχρυσωμένες κορνίζες και το εσωτερικό των σπιτιών εκείνης της εποχής. Στον αντίποδα όλου αυτού του ιστορικού “βάρους” υπάρχουν ’70s chunky άκρα και αξεσουάρ και σύγχρονα ανατομικά βασικά κομμάτια από νεοπρέν και ελαστικό μπροκάρ».
Η απόσταση των ρούχων από το γυναικείο σώμα, ο τρόπος που έχουν επιλέξει να το πλησιάσουν από την αρχή της πορείας τους, το είδος της εφαρμογής και πώς επιτυγχάνεται, η κίνησή του μέσα από τα ρούχα διευκολύνεται και τελειοποιείται ως ύψιστη προτεραιότητα από τους δύο δημιουργούς. Όχι μόνο επειδή διαφοροποιεί και κάνει αναγνωρίσιμο το σχεδιαστικό τους αποτύπωμα, αλλά κυρίως γιατί είναι ο δικός τους τρόπος να επικοινωνήσουν με τις γυναίκες, αποδίδοντάς τους έτσι ένα υπέρτατο κομπλιμέντο, σεβόμενοι την εκφραστικότητα, την ελευθερία, τη μοναδικότητα και τη σεξουαλικότητά τους. Πόσο δυνατή είναι, τελικά, η ανάπλαση ή ο επαναπροσδιορισμός του σώματος μέσα από τη μόδα;
«Ξεκινώντας μια συλλογή, υπάρχει μέσα μας η βαθιά ανάγκη να έχει κάθε καινούργιο ρούχο λόγο ύπαρξης», εξηγεί ο Δημήτρης. «Αυτός ο όρος γίνεται και το όριό μας. Ο κόσμος είναι πια γεμάτος από ωραία ρούχα και χρειαζόμαστε μια ικανή αφορμή και μια καλή δικαιολογία για να φτιάξουμε ένα ακόμα. Αυτό μπορεί να είναι ένας ελκυστικός συνδυασμός δύο χρωμάτων που σου αποκαλύπτεται τυχαία, μια παλέτα που θέλεις να εξερευνήσεις, μια προηγούμενη συλλογή με την οποία έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς, ένας master της μόδας που δεν φεύγει από μέσα σου ποτέ και πολλοί άλλοι λόγοι. Συχνά τα πρώτα ρούχα δημιουργούνται αυθόρμητα και παρορμητικά, κάπως σαν την αυτόματη γραφή, και μετά συνειδητοποιούμε την ιστορία που θέλουμε να διηγηθούμε. Τα πρώτα δείγματα κατευθύνουν τη δημιουργία και στη συνέχεια αποκτούν συντροφιά, ανάπτυξη, editing, μια νοητή αφηγηματική γραμμή από την οποία αν προσθέσεις ή αφαιρέσεις κάτι δεν είναι πια η ίδια. Έχουμε ανάγκη αυτή την εσωτερική αυτοτέλεια και αυτόν τον σχεδιαστικό “ρασιοναλισμό”, σαν αντίβαρο στις απατηλές, απέραντες δυνατότητες που σου δίνει η μόδα και οι οποίες ευθύνονται για στρατιές ολόκληρες αχρείαστων και τυχαίων ρούχων. Το ανθρώπινο σώμα, από τα αρχαία γυναικεία ειδώλια της γονιμότητας μέχρι τα γλυπτά του Henry Moore, του Giacometti και του Archipenko, βρέθηκε στο επίκεντρο κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας και η μόδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Είναι δεδομένη η αυξημένη συναισθηματική αντίδραση των ανθρώπων στην υπερβολή και στα μεγεθυμένα –πέρα από το μέτριο, το καθημερινό και το τετριμμένο– ερεθίσματα. Η ιστορία είναι γεμάτη από περιόδους που τα ρούχα υπερβάλλουν και διογκώνουν τις ανθρώπινες αναλογίες, προκειμένου να επικοινωνήσουν τον πλούτο και την αφθονία του ιδιοκτήτη τους, μετατοπίζουν διαρκώς τις ερωτογενείς ζώνες, καλύπτουν κάποια σημεία και υπερτονίζουν –σε βαθμό παραμόρφωσης– κάποια άλλα, ανάλογα με τους ηθικούς, θρησκευτικούς ή οικονομικούς περιορισμούς κάθε εποχής».
Για το εκπληκτικό δίδυμο, η τέχνη ποτέ δεν αρκέστηκε στο να καταγράψει απλώς την πραγματικότητα, αλλά πάντα προσπαθούσε να τη μετατρέψει σε κάτι πιο ενδιαφέρον και περιεκτικό σε νοήματα, χρησιμοποιώντας τον εξωραϊσμό και την εξιδανίκευση, αλλά και την υπερβολή και την παραμόρφωση αυτού που βλέπει το μάτι. Σε αυτή τη θεωρία βασίζεται και η μακροβιότητά τους, γιατί οι «δύο άνδρες» υπήρξαν από την αρχή εξίσου γενναιόδωροι με την τέχνη τους και τους θαυμαστές της. «Απέναντι στη μόδα είμαστε πρωτίστως θεατές, ανυπομονούμε να μας συνεπάρει, ακόμη και να μας πιάσει αδιάβαστους και απροετοίμαστους για κάτι που δεν είχαμε προβλέψει ότι έρχεται», συμφωνούν.
* Στις 25, 27 και 29 Ιουλίου, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, το μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα παρουσιάσει την παράσταση Χορός με τη σκιά μου, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, χορογραφία Κωνσταντίνου Ρήγου, σκηνικά Μαίρης Tσαγγάρη και κοστούμια των Deux Hommes.