Από το μεταπολεμικό New Look του Christian Dior μέχρι τη φεμινιστική ματιά της Maria Grazia Chiuri, η Vogue ακολουθεί την πορεία των καλλιτεχνικών διευθυντών του οίκου που δημιούργησαν τον μαγικό του κόσμο.Ο Christian Dior ίδρυσε τον οίκο του σε ένα μικρό αρχοντικό της λεωφόρου Montaigne του Παρισιού, το 1946. Λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1947, ήταν έτοιμος να παρουσιάσει την πρώτη του ολοκληρωμένη συλλογή -που περιλάμβανε τις σειρές Corolle και Huit-, με πληθωρικές φούστες μέχρι τη μέση της γάμπας, πολύ λεπτή μέση και τονισμένο μπούστο, η οποία έμελλε να μείνει στην ιστορία με τον τίτλο New Look. «Έχω σχεδιάσει ανθισμένες κυρίες!» ανακοίνωσε ο ίδιος, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής και το ξεκίνημα μιας άλλης, πιο κομψής και φωτεινής, όπως το μεταπολεμικό τοπίο στην Ευρώπη.

Με υπαρκτούς ακόμα τους πολεμικούς περιορισμούς, τα ρούχα του αρχικά προκάλεσαν αναταραχή καθώς η κατασκευή τους απαιτούσε πολλά μέτρα υφάσματος (είναι χαρακτηριστικό ότι στην αγγλική βασιλική αυλή απαγορεύτηκε στις νεαρές πριγκίπισσες να φορούν ρούχα Dior για να μην προκαλούν), αλλά καθώς αυτοί άρχισαν να αίρονται η αυτοκρατορία του Dior ξεκίνησε και αυτή να επεκτείνεται, ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη το 1948 με Prêt-à-porter, καθώς επίσης με αξεσουάρ, γούνες και αρώματα αργότερα.

Ο Dior έφυγε ξαφνικά από τη ζωή μετά από καρδιακή προσβολή, το 1957, και επικεφαλής του οίκου βρέθηκε ο πρώην βοηθός του, Yves Saint Laurent, ο οποίος έγινε ο νεότερος couturier στον κόσμο σε ηλικία μόλις 21 ετών. Η πρώτη του συλλογή για τη σεζόν Άνοιξη/Καλοκαίρι 1958 με τίτλο Trapeze χαλάρωσε τη σιλουέτα, προκαλώντας στη συνέχεια αντιδράσεις στην πελατεία του με το νεωτεριστικό του πνεύμα.

Όταν ο Saint Laurent εκλήθη στο στρατό, το 1960, τη θέση του πήρε ο Marc Bohan, ο οποίος έμεινε επικεφαλής του οίκου μέχρι το 1989. O σχεδιαστής εισήγαγε το Slim Look, προσαρμόζοντας στις απαιτήσεις της εποχής την εμβληματική σιλουέτα του Dior και προσελκύοντας, μεταξύ άλλων, προσωπικότητες όπως η πριγκίπισσα Grace του Μονακό και η Sophia Loren.


Τον Bohan διαδέχθηκε ο Gianfranco Ferré, που εγκαινίασε ένα νέο κεφάλαιο, όχι μόνο σχεδιαστικά αλλά και ως ο πρώτος ξένος σχεδιαστής που έγινε αποδεκτός από το γαλλικό κατεστημένο.

Με παρατσούκλι «Frank Lloyd Wright της μόδας» εισήγαγε μια αρχιτεκτονική αισθητική, στρώνοντας το έδαφος για το ριζοσπαστισμό και τη θεατρικότητα που θα έφερνε το 1996 ο Άγγλος John Galliano, προερχόμενος από τον Givenchy.

H θητεία του άφησε ισχυρό αποτύπωμα, ωστόσο τελείωσε άδοξα, αφού απολύθηκε το 2011 μετά από αντισημιτικές δηλώσεις που έκανε σε δημόσιο χώρο. Προσωρινά τη θέση του πήρε ο Bill Gaytten, για να αναλάβει το 2012 ο Βέλγος Raf Simons, ανοίγοντας τον οίκο σε διασημότητες όπως η Rihanna, ντυμένες με ενημερωμένες εκδόσεις των κλασικών Dior κομματιών, συμπεριλαμβανομένου του περίφημου σακακιού «Bar» από το New Look.


Τον Ιούλιο του 2016 η Maria Grazia Chiuri, αφήνοντας τον Valentino, έγινε η πρώτη γυναίκα καλλιτεχνική διευθύντρια του Dior, αναζωογονώντας την ετικέτα με μια μαγνητική νεωτερικότητα. Η πρώτη της συλλογή για τη σεζόν Άνοιξη/Καλοκαίρι 2017 χαρακτηρίστηκε από τα T-shirts με τυπωμένη τη φράση «Πρέπει όλοι να είμαστε φεμινιστές», (αναφορά στο πολιτικό μανιφέστο της Νιγηριανής συγγραφέως Chimamanda Ngozi Adichie).


«Η γυναίκα Dior μπορεί να είναι θηλυκή με δυναμικό τρόπο», δήλωσε η Ιταλίδα σχεδιάστρια στο Condé Nast International Luxury Conference τον Απρίλιο του 2018. «Θέλω να αναδείξω τις γυναίκες πίσω από τη δουλειά μου. Δεν είμαι μόνη – υπάρχουν πολλές που εργάζονται στον οίκο. Είναι σημαντικό να το δείξουμε».