4-ηθοποιοί-που-υποδύθηκαν-τη-μαρία-κάλλ-297526

Δύο Ελληνίδες, μια Ιταλίδα και μια Γαλλίδα, αναμετρήθηκαν με το θηρίο και βγήκαν πιο πλήρεις ως άνθρωποι και καλλιτέχνιδες. Όλες συμφωνούν πως η εμπειρία Κάλλας είναι ένα μάθημα ζωής.

Η Monica Bellucci πορεύτηκε τα τελευταία χρόνια στο «πλάι» της Μαρίας Κάλλας, μέσα από τη θεατρική παράσταση Maria Callas: Lettres & mémoires και το ομώνυμο ντοκιμαντέρ.

Μέσα σε ένα μαύρο φόρεμα της Μαρίας Κάλλας, η Monica Bellucci νιώθει να μπαίνει στο πετσί της La Divina. Και έπειτα, είναι ο χώρος. Στο ρωμαϊκό Θέατρο Ηρώδου του Αττικού της Αθήνας, στο οποίο επρόκειτο να εμφανιστεί ως Μαρία Κάλλας σε τρεις soldout παραστάσεις τον Σεπτέμβριο του 2021, είχε τραγουδήσει και η ίδια η σοπράνο στις αρχές της καριέρας της, την τραγική δεκαετία του ’40. Για την Ιταλίδα ηθοποιό, ο ρόλος της μεγαλύτερης σοπράνο όλων των εποχών σηματοδοτεί το ντεμπούτο της στο θεατρικό σανίδι. Το έργο Maria Callas: Lettres & mémoires είναι «χτισμένο» από τον Tom Volf και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του, στο οποίο άγνωστη μέχρι τότε αλληλογραφία της περιόδου 1946-1977 –πάνω από 350 γράμματα– αποκαλύπτει τη Μαρία, που είναι όμως και η Κάλλας. Πρόκειται για ένα οπτικοακουστικό θέαμα στο οποίο η γραπτή επικοινωνία της Κάλλας με διαφορετικά πρόσωπα –από τον νονό της Λεωνίδα Λαντζούνη και την Ισπανίδα καθηγήτρια του bel canto Elvira de Hidalgo μέχρι την Grace Kelly– συνδυάζεται με αποσπάσματα από τη Madame Butterfly, τη La Traviata, τη Medea και τη Norma, μεταξύ άλλων. Η ταχύτατη επιτυχία, δε, οδηγεί την παράσταση σε διεθνή περιοδεία.

4 ηθοποιοί που υποδύθηκαν τη Μαρία Κάλλας μιλούν στη Vogue για την δική τους ερμηνεία της La Divina-1
©Σκηνή από την ταινία Maria Callas: Lettres & mémoires
1/2
Native Share

Στην Αθήνα, την Bellucci συνοδεύει ζωντανά η Καμεράτα, υπό τις οδηγίες του Γιώργου Πέτρου. Αλήθεια, ποια ήταν τα συναισθήματά της στην ιστορική σκηνή του αθηναϊκού ρωμαϊκού θεάτρου εκείνο τον Σεπτέμβριο του 2021; τη ρωτώ. «Το να βρεθώ στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού είναι μία από τις πιο εκπληκτικές εμπειρίες της ζωής μου», απαντά. «Ήταν τεράστια τιμή να παίξω εκεί, μπροστά σε ένα κοινό 4.000 ανθρώπων, με ορχήστρα υπό τον εξαιρετικό Γιώργο Πέτρου, κάτω από έναν ανοιχτό ουρανό, με το φεγγάρι να μας κοιτάει από ψηλά». Ακολουθούν οι διεθνείς κριτικές, που αναφέρονται στην ντίβα η οποία αποτίνει φόρο τιμής σε μια άλλη ντίβα. Και μετά έρχονται οι παραστάσεις στο Παρίσι –στα γαλλικά–, στο Λονδίνο –στα αγγλικά–, στη Ρώμη –στα ιταλικά–, μεταξύ άλλων, με την αυλαία να πέφτει φέτος στο Beacon Theater της Νέας Υόρκης, ακριβώς 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας στην ίδια πόλη. Στο μεταξύ, η Ιταλίδα ηθοποιός διατηρεί τους δικούς της στενούς δεσμούς με την Ελλάδα. Συχνή καλοκαιρινή επισκέπτρια, αισθάνεται ότι με τη χώρα τη συνδέουν στοιχεία που φτάνουν μέχρι το DNA. Έτσι, οι παραστάσεις που έδωσε στο Ηρώδειο προσφέρουν σε αυτή την ήδη ζεστή σχέση μια νέα διάσταση, καθώς πιστεύει ότι το «πράσινο φως» που χάρισε η Αθήνα στη συγκεκριμένη θεατρική παραγωγή έδωσε κατά κάποιον τρόπο την ευκαιρία στο έργο να αποκτήσει έναν πραγματικά διεθνή χαρακτήρα. Και τώρα, μετά το βιβλίο και τη θεατρική παράσταση, το Maria Callas: Lettres & mémoires παίρνει μία ακόμα μορφή και γίνεται ντοκιμαντέρ, σε ελληνική, γαλλική και ιταλική συμπαραγωγή. Η κάμερα ακολουθεί την Bellucci στη διεθνή περιοδεία της παράστασης, που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2019 και διήρκεσε μέχρι τον φετινό Ιανουάριο. Στην ταινία, την οποία υπογράφουν σκηνοθετικά ο Tom Volf και ο ανερχόμενος σκηνοθέτης Γιάννης Δημολίτσας, ο «διάλογος» μεταξύ των δύο γυναικών-συμβόλων εξελίσσεται μέσα στον χρόνο και μέσω της τέχνης. Ένα κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η άνεση με την οποία ταξιδεύουν, ως πολίτες του κόσμου. Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει πλάνα από τις παραστάσεις στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη, αλλά και γυρίσματα στο τελευταίο διαμέρισμα της Κάλλας στο Παρίσι, στο νούμερο 36 της avenue GeorgesMandel, εκεί όπου ένας παράλληλος δρόμος ανάμεσα σε δενδροστοιχίες ονομάζεται εδώ και κάποια χρόνια Allée Maria Callas.

4 ηθοποιοί που υποδύθηκαν τη Μαρία Κάλλας μιλούν στη Vogue για την δική τους ερμηνεία της La Divina-2
©Σκηνή από την ταινία Maria Callas: Lettres & mémoires
2/2
Native Share

«ταινία Maria Callas: Lettres & mémoires ακολουθεί την παγκόσμια τουρνέ που κάναμε σε διεθνή θέατρα επί τρία χρόνια. Το θεατρικό έργο έχει περισσότερο να κάνει με τη Μαρία και λιγότερο με την Κάλλας. Έχει να κάνει με το πόσο ευάλωτη ήταν. Ήθελα πολύ να συμμετέχω σε όλο αυτό, ακριβώς λόγω της διττότητάς της. Από τη μία ήταν αυτή η εκπληκτική καλλιτέχνις, η τεράστια ντίβα και από την άλλη μια απλή γυναίκα. Αυτός είναι και ο λόγος που πέθανε από λύπη, από ραγισμένη καρδιά. Για όλους αυτούς τους λόγους, όταν γυρίσαμε την ταινία, επισκεφθήκαμε το διαμέρισμά της στο Παρίσι. Ανήκει μεν σε άλλους σήμερα, αλλά η διαρρύθμιση παραμένει ίδια και γυρίσαμε κάποια πλάνα», εξηγεί η Bellucci. Το νέο κεφάλαιο του διαλόγου μεταξύ των δύο γυναικών με την αστείρευτη διεθνή λάμψη έφερε πριν από από λίγες ημέρες την Ιταλίδα ηθοποιό στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Εκεί, ως ειδική προσκεκλημένη της φετινής διεθνούς οργάνωσης, παρευρέθηκε σε μια ειδική προβολή του ντοκιμαντέρ, η οποία εντάχθηκε με τη σειρά της στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το Έτος Μαρίας Κάλλας. Παράλληλα, η Ιταλίδα σταρ έδωσε το «παρών» και σε μια ειδική προβολή της ταινίας Malena, παραγωγής του 2000, όπου ερμηνεύει τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Giuseppe Tornatore. Στο τέλος της προβολής παρέλαβε και έναν τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. Πώς, όμως, εξηγεί η ίδια την αστείρευτη παγκόσμια λατρεία προς την Ελληνίδα υψίφωνο; «Επειδή συνεχίζει να μας εμπνέει. Όχι μόνο γιατί ήταν μία από τις μεγαλύτερες σοπράνο του κόσμου, αλλά και διότι υπήρξε μια πάρα πολύ θαρραλέα γυναίκα», τονίζει.

Τέσσερα χρόνια μετά την πρεμιέρα του θεατρικού Maria Callas: Lettres & mémoires, η Monica Bellucci έχει συμμετάσχει σε πολλά άλλα κινηματογραφικά projects, συνεχίζοντας τη διεθνή της πορεία. Κρατάει, ίσως, κάτι από τη Μαρία Κάλλας, τη μοναδική αυτή «συνοδοιπόρο» της των τελευταίων ετών; «Βεβαίως. Θα είναι πάντα μαζί μου, γιατί δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά τα χρόνια στα θέατρα ανά τον κόσμο. Αλλά και επειδή καταλαβαίνω τη μεσογειακή της καρδιά», καταλήγει.

4 ηθοποιοί που υποδύθηκαν τη Μαρία Κάλλας μιλούν στη Vogue για την δική τους ερμηνεία της La Divina-3

Τι αποκόμισε η Μαρία Ναυπλιώτου από το Master Class; Ό,τι ίσως η Μαρία Κάλλας δεν ήταν τόσο δυνατή όσο νόμιζε πριν την υποδυθεί.

«Ήταν ένας σταθμός στην πορεία μου. Μια παράσταση στην οποία ό,τι είχα καταφέρει, ό,τι είχα μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή, βρήκαν εύφορο έδαφος. Μια παράσταση που είχε τεράστια επιτυχία, κάτι που σπάνια συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό. Μια παράσταση που για μένα ήταν ευλογία», μου λέει η Μαρία Ναυπλιώτου όταν τη ρωτάω για το δικό της Master Class. Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη παράσταση του έργου του Terrence McNally στην Αθήνα, η σκυτάλη πέρασε σε εκείνη, στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο (σκηνοθεσία) και στον Στρατή Πασχάλη (μετάφραση). Το νέο Master Class έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Μικρό Χορν το 2018, συνέχισε στο Θέατρο Δημήτρης Χορν και έκλεισε στο Θέατρο Παλλάς στις αρχές του 2022. «Το έργο το γνώριζα, αλλά δεν φανταζόμουν όλα αυτά που έκρυβε, τα ανακαλύψαμε σιγά σιγά στις πρόβες με τον Οδυσσέα. Ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία, δύσκολη όσο και αποκαλυπτική. Γνώρισα το πρόσωπο με έναν άλλο τρόπο, γιατί μπήκα στα παπούτσια της. Πριν από αυτό ήμουν θαυμάστρια της Μαρίας Κάλλας, είχα βιβλία και κάποιο υλικό που την αφορούσε, γιατί με ενδιέφερε περισσότερο η καλλιτέχνις, ο τρόπος που ενσάρκωνε τους ρόλους της όπερας. Μέσω του Master Class όμως και της ανάγνωσης που έκανε ο Οδυσσέας τη γνώρισα τελείως διαφορετικά. Ανακάλυψα ότι ενώ ήταν πολύ θαρραλέα και πραγματικά προσπάθησε να βγει προς το φως –η όπερα απαιτεί τεράστιες θυσίες για να είσαι στο επίπεδο που κατάφερε να είναι, δηλαδή στην κορυφή του κόσμου–, η προσωπική της ζωή δεν την αντάμειψε με τα δώρα που θα ήθελε. Συνάντησα ένα πρόσωπο με ραγισμένη καρδιά στην κυριολεξία, με τεράστια εσωτερική μοναξιά και σκοτάδι», συμπληρώνει.

Η λέξη «σκοτάδι» είναι δυνατή σε σχέση με την Κάλλας, παρατηρώ. «Ναι, γιατί προς τα έξω μας χάρισε φως, εκτυφλωτικό φως μέσα από τις ερμηνείες της, τη σκηνική της παρουσία και αυτά που απλόχερα μοιράστηκε με τον κόσμο – το πώς έδινε τον εαυτό της. Παρόλη της δύναμη και τη γενναιότητα της όμως η ζωή δεν της έδωσε πίσω αυτά που χάρισε σε εμάς. Και αυτό ήταν κάτι που με διέλυσε σε κάποια σημεία στις πρόβες». Αυτό ωστόσο δεν έχει να κάνει και με τις επιλογές μας; τη ρωτάω. «Φυσικά και έχει να κάνει με τις επιλογές μας, όμως έχει να κάνει και με την τύχη. Κι εδώ υπάρχει το γεγονός ότι από πολύ μικρή ηλικία η Κάλλας δεν γνώρισε την αγάπη. Η μητέρα της τη χρησιμοποίησε όταν κατάλαβε το μουσικό διαμάντι που έκρυβε μέσα της. Ήταν μια φυλακή από την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να βγει», πιστεύει. Γιατί μας συναρπάζει ακόμα αυτή η γυναίκα; «Όπως τη “συνάντησα”, αλλά και μέσα από τη έρευνά μου, ήταν ένα φαινόμενο και αυτό το έλεγε από πολύ νωρίς η δασκάλα της, Elvira de Hidalgo. Μέσα από το ταλέντο, την τεράστια δουλειά και την αφοσίωσή της μπόρεσε να κάνει τα πάντα με τη φωνή, το σώμα και την ερμηνεία της. Η σκηνική της παρουσία ήταν κάτι το αδιανόητο, η υποκριτική της ικανότητα εξαιρετικά υψηλή, η δύναμη του χαρακτήρα της κάτι που σπάνια συναντά κανείς, ενώ και το ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κυριολεκτικά μεταμόρφωσε τον εαυτό της είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που συνεχώς υπερβαίνει όλα τα εμπόδια, αλλά και τα όρια», σημειώνει και συνεχίζει: «Συνεχώς εξαπλωνόταν και καταλάμβανε κι άλλο χώρο από της δουλειά της, λόγω της ασίγαστης επιθυμίας της για τελειότητα – κάτι που πλήρωσε με έναν τρόπο. Συγχρόνως είχε τεράστια επιθυμία για οικογενειακή ζωή, για αγάπη. Είναι δύο πράγματα που βρισκόντουσαν σε συχνή σύγκρουση. Όλο αυτό πιστεύω ότι το αντιλαμβανόμαστε, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ακριβώς ότι είναι έτσι. Εισπράττουμε πράγματα για τους ανθρώπους τα οποία δεν γνωρίζουμε. Ακόμα και αυτοί που την πολεμούσαν δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. Είναι ένας άνθρωπος που με κάποιο τρόπο έγινε υπερ-ήρωας, που υπερέβη κάποιες φορές τα ανθρώπινα».

Στο μεταξύ, ως ηθοποιός, χορεύτρια και frontwoman σε μουσικό συγκρότημα η Μαρία Ναυπλιώτου έχει αναπτύξει πολύπλευρη πορεία. Υπήρξαν στιγμές που μετέφερε δικά της στοιχεία στον ρόλο της Κάλλας; «Έτσι κι αλλιώς δανείζουμε τα συναισθήματά μας και μπαίνουμε στα παπούτσια των άλλων. Δεν ξέρω αν δάνεισα δικά μου πράγματα, σίγουρα όμως υπήρξαν φορές που τις μεγάλες πληγές της τις ένιωθα πολύ – αυτήν την αιμάσσουσα πληγή που δεν κλείνει ποτέ και είναι σαν μια χύτρα που βρίσκεται σε συνεχή βρασμό, παρόλο που απέξω η επιφάνεια είναι καταπληκτική και απρόσιτη. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί κανείς με την Κάλλας. Όμως, υπάρχει μια πορεία στον καθένα μας που έχει να κάνει με τη δική μας καλλιτεχνική αναζήτηση, την προσπάθειά μας, τις ανεπάρκειες και τις ατέλειές μας, αυτά που κατορθώνουμε και αυτά που δεν πετυχαίνουμε. Συγχρόνως, υπάρχει η συνεχής έκθεση απέναντι στο κοινό, στη καλόπιστη ή κακόβουλη κριτική. Απαιτείται τεράστια δύναμη χαρακτήρα για να αντέξεις αυτήν την καθημερινή έκθεση, ειδικά όταν εμφανίζεσαι στο θέατρο, όπως η Κάλλας. Και παράλληλα πρέπει να διαχειριστείς όλα τα κομμάτια της προσωπικής σου ζωής για να σταθείς απέναντι σε ζωντανούς ανθρώπους οι οποίοι σε κρίνουν -και καλά κάνουν-, γιατί έχεις επιλέξει να βγαίνεις στη σκηνή και να υπάρχεις καλλιτεχνικά. Μαζί με όλες τις ματαιώσεις της ιδιωτικής ζωής που μοιραία φέρεις πάνω στη σκηνή και πολλές φορές διαταράσσουν το καλλιτεχνικό σου έργο, γιατί είσαι άνθρωπος και δεν μπορείς να τα κρατήσεις όλα μέσα σε κουτάκια. Με ένα τρόπο, λοιπόν, πολύ διαφορετικό και καθόλου συγκρίσιμο, συναντιέμαι κι εγώ με όλα αυτά τα κομμάτια. Πολλές φορές πρέπει να βάλεις όρια μεταξύ της τέχνης και του εαυτού σου. Και ίσως, λέω ίσως γιατί όλα είναι υποθέσεις και εικασίες, αυτό δεν το κατόρθωσε η Κάλλας. Ίσως δεν υπήρξε αρκετά δυνατή σε εκείνο το εσωτερικό κομμάτι που μας κάνει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Γιατί αυτό είναι πρωταρχικό. Η δουλειά, οι σχέσεις μπορούν εύκολα να ματαιώσουν έναν άνθρωπο, ειδικά έναν καλλιτέχνη. Εμείς ξέρουμε πότε είμαστε διεκπεραιωτές και πότε λάμπουμε. Υπάρχουν όμως και πράγματα που γίνονται ερήμην μας. Πρέπει να μας αγαπάμε βαθιά για να σταθούμε. Να φροντίζουμε τον εαυτό μας ακόμα και όταν δεν τα καταφέρνει, γιατί αλλιώς διαλύεται».

4 ηθοποιοί που υποδύθηκαν τη Μαρία Κάλλας μιλούν στη Vogue για την δική τους ερμηνεία της La Divina-4

Εμφυσώντας δύο φορές ζωή σε μια θεατρική και μια κινηματογραφική Κάλλας, η Fanny Ardant ένιωσε να ζει δύο ζωές: τη δική της και της ντίβας. Το σκούρο ταγέρ αγκάλιαζε τη λεπτή της φιγούρα, ενώ η ριβιέρα μαργαριταριών στον λαιμό της, τα γυαλιά σε σχήμα πεταλούδας και ο επιβλητικός κότσος ολοκλήρωναν το look «Μαρία Κάλλας». Ήταν μια χειμωνιάτικη βραδιά του 1996 και βρισκόμουν στο Théâtre de la Porte Saint-Martin στο Παρίσι. Στη σκηνή η Fanny Ardant, Η γυναίκα της διπλανής πόρτας του François Truffaut, ενσάρκωνε την Ελληνίδα ντίβα στο έργο του Terrence McNally, Master Class: La leçon de chant, σε σκηνοθεσία του Roman Polanski. Τα εισιτήρια γι’ αυτή την παράσταση ήταν από τα hot της σεζόν: το έργο είχε ανοίξει στη Νέα Υόρκη έναν χρόνο πριν και είχε ήδη τιμηθεί με βραβείο Tony. Με αφορμή τα master classes οπερατικής τέχνης της Μαρίας Κάλλας στη σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης στα τέλη του 1971 και στις αρχές του 1972, ο McNally είχε βρει γερή αφορμή για να χτίσει ένα ιδιαίτερο θεατρικό πορτρέτο: Η «παιδαγωγός» Κάλλας ήταν μια θρυλική καλλιτέχνις και μια τραυματισμένη γυναίκα. «Στο θέατρο δεν προσπαθούμε. Οι άνθρωποι δεν θα βγουν από το σπίτι τους για να σας δουν να προσπαθείτε, έρχονται για να σας δουν να εκτελείτε», έλεγε η Ardant ως Μαρία σε μία από τις φοιτήτριές της την ώρα του μαθήματος. Έξι χρόνια αργότερα, ξαναείδα τη Γαλλίδα ηθοποιό στον ρόλο της Μαρίας Κάλλας, αυτή τη φορά σε μια κινηματογραφική αίθουσα, στην ταινία του Franco Zeffirelli, Callas Forever. Η ιστορία, την οποία υπέγραφε ο Ιταλός σκηνοθέτης μαζί με τον σεναριογράφο Martin Sherman, ήταν φανταστική, όμως η περίοδος στην οποία λάμβανε χώρα, αληθινή – ήταν το 1977, η τελευταία χρονιά της ζωής της Μαρίας Κάλλας. Είχε ποτέ η Fanny Ardant κάποιον δισταγμό, έστω και στιγμιαίο, όταν της δόθηκαν οι διαφορετικές αυτές ευκαιρίες να ενσαρκώσει την Κάλλας; «Όχι! Είναι ένα δώρο που μου χάρισε η ζωή», μου λέει, μιλώντας αποκλειστικά στη Vogue Greece. «Πριν ερμηνεύσω τη Μαρία Κάλλας, την είχα ακούσει πάρα πολύ. Την αγαπούσα, γνώριζα καλά το πάθος της για τη μουσική, το λυρικό τραγούδι, την αυθεντικότητα των χαρακτήρων και τη δύναμη της διήγησης, όλα αυτά που την είχαν καθοδηγήσει σε όλη της τη ζωή. Ερμηνεύοντάς την, δεν προσπάθησα ούτε να της μοιάσω ούτε να αφηγηθώ τη ζωή της. Εκείνο που ήθελα ήταν να βιώσω και να μεταδώσω το πάθος που είχε μέσα της. Αυτό που αγαπώ στη Μαρία Κάλλας είναι ακριβώς η ολοκληρωμένη, ακέραια καλλιτέχνις, που αναζητά, προτείνει, εργάζεται, ξαναρχίζει, που βάζει τη δουλειά της πάνω από όλα, που χάνει και κερδίζει, θαρραλέα, ταπεινή και κυρίαρχη».

Αυτή η «διπλή» ζωή της Fanny Ardant ως Μαρία Κάλλας τής έδωσε την ευκαιρία να εντρυφήσει σε δύο ιδιαίτερα projects. Πώς προετοιμάστηκε για τις δύο αυτές προκλήσεις; Μετέφερε, ίσως, κάποια στοιχεία από το θεατρικό Master Class στο κινηματογραφικό Callas Forever; αναρωτιέμαι. «Αν και έχουμε δικαίωμα σε μία και μόνο ζωή, ξαφνικά μπορούσα να ζήσω δύο φορές με τη Μαρία Κάλλας: μία στο θέατρο και άλλη μία στη μεγάλη οθόνη. Ήταν δύο πολύ διαφορετικές προτάσεις. Το Master Class είχε αφετηρία πραγματικά γεγονότα και ο Terrence McNally δημιούργησε καταστάσεις μεταξύ της Μαρίας Κάλλας και των νεαρών τραγουδιστών. Πέρα από τις εκλεπτυσμένες παρατηρήσεις και τις ευφυείς υποδείξεις της προς τους νέους λυρικούς καλλιτέχνες, αυτό που ερχόταν στην επιφάνεια ήταν η αγάπη της για το bel canto, όλη αυτή η αντίληψη και κατανόηση γύρω από τους χαρακτήρες, η οποία πρέπει πάντα να οδηγεί τον καλλιτέχνη, όχι μόνο μέσα από μια νότα που ακολουθείται από μια άλλη, αλλά μέσα από τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλει το βαθύ όραμα της ψυχής του χαρακτήρα, είτε αυτή είναι η Lady Macbeth είτε ο Mario Cavaradossi [σ.σ. πρωταγωνιστικός χαρακτήρας της όπερας του Giacomo Puccini, Tosca]. Αγαπώ πολύ αυτό το μείγμα φυσικής εξουσίας και βαθιάς ευαισθησίας, μιας αυστηρότητας που “ντουμπλάρεται” από μια κρυμμένη ευθραυστότητα», μου λέει η Γαλλίδα ηθοποιός. «Στην ταινία Callas Forever, o Franco Zeffirelli και ο Martin Sherman έχτισαν μια ιστορίαΣε αυτήν, ο μάνατζερ της Κάλλας την επισκέπτεται στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και της προτείνει να γυρίσουν την όπερα Carmen σε ταινία, με την τωρινή φωνή της ντουμπλαρισμένη από τη μεγαλειώδη φωνή που είχε στο παρελθόν. Όμως, όταν τα γυρίσματα της ταινίας τελειώνουν, μια μελαγχολική αλλά ειλικρινής Κάλλας ζητάει να καταστραφεί το φιλμ. Αυτή η εφεύρεση ενός επεισοδίου στη ζωή της έδωσε την ευκαιρία να μιλήσει κάποιος για εκείνη σε βάθος. Η προσωπικότητα και η καλλιτέχνις που είναι η Μαρία Κάλλας έχουν τη δυνατότητα να τροφοδοτήσουν πολλά διαφορετικά αφηγήματα, αποφεύγοντας να μειώσεις αυτόν τον μαγικό άνθρωπο μόνο σε βιογραφικό επίπεδο. Δούλεψα σε βάθος με τον εαυτό μου για να της δώσω ζωή. Είναι κάτι που με συνεπήρε. Κάτι που με φώτιζε από μέσα μου».

O Franco Zeffirelli είχε συνεργαστεί με την Κάλλας την περίοδο 1964-65. Την είχε σκηνοθετήσει στην Tosca, παραγωγή που έκανε πρεμιέρα στη σκηνή του Covent Garden, στο Λονδίνο. Για τον Ιταλό σκηνοθέτη, ήταν το πρώτο μεγάλο γεγονός της καριέρας του, όπως είχε πει ο ίδιος μιλώντας στον Guardian. Για την Κάλλας, ήταν η τελευταία φορά που πρωταγωνιστούσε σε θεατρική παραγωγή όπερας – η τελευταία της εμφάνιση στη σκηνή του βρετανικού θεάτρου ήταν στις 5 Ιουλίου του 1965. Το γεγονός ότι ο Zeffirelli γνώριζε καλά την Κάλλας ήταν ένα στοιχείο που βοήθησε τη Fanny Ardant ή μήπως αυτό έκανε το εγχείρημα ακόμα πιο δύσκολο; «Είναι κάτι που με βοήθησε. Μπήκα στο έργο γνωρίζοντας ότι ο Franco θα μου το έλεγε αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στη δική του ματιά. Ποτέ δεν αναζήτησα να διαβάσω βιβλία για την Κάλλας, άκουγα μόνο τη φωνή της, την αναπνοή της, το γέλιο και τα δάκρυά της. Θυμάμαι ότι δούλεψα πολύ σκληρά, όμως το έδαφος πάνω στο οποίο έγινε όλη αυτή η δουλειά ήταν μαγικό», τονίζει.

Το 2019, η Γαλλίδα ηθοποιός σκηνοθέτησε την όπερα Lady Macbeth of Mtsensk του Dmitri Shostakovich για λογαριασμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η σύγχρονη όπερα του 20ού αιώνα, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η θέση της γυναίκας στην αγροτική Ρωσία της προεπαναστατικής εποχής, επέστρεψε τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» του εθνικού λυρικού μας θεάτρου. Και, βέβαια, η επιστροφή της όπερας στην Αθήνα συνέπεσε με τις συνεχιζόμενες εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας. Γιατί η Divina εξακολουθεί να γοητεύει το παγκόσμιο κοινό, τη μία γενιά μετά την άλλη; ρωτάω τη Fanny Ardant. «Σε όλη της τη ζωή η Μαρία Κάλλας αναζητούσε το απόλυτο σε σχέση με αυτό που προσέφερε στον κόσμο. Και σε αυτή την αναζήτησή της η ανθρωπότητα βρήκε μια δίψα για ζωή και μια παρηγοριά», πιστεύει.

4 ηθοποιοί που υποδύθηκαν τη Μαρία Κάλλας μιλούν στη Vogue για την δική τους ερμηνεία της La Divina-5

Η ερμηνεία της στο Master Class άνοιξε μεγάλους δρόμους για την Κάτια Δανδουλάκη – στην ψυχή και την καριέρα της.

«Δεν είχα σχεδόν καμία επαφή με την όπερα. Ενώ είχα τελειώσει πιάνο στο Ωδείο Αθηνών, σε ηλικία 14 ετών, η όπερα μου ήταν άγνωστη. Δεν είχα καταφέρει να την αγαπήσω. Ασχολήθηκα πάρα πολύ με το πιάνο και μετά άρχισε μια έντονη επαγγελματική δραστηριότητα με το που μπήκα στο θέατρο. Άκουγα κλασική και μοντέρνα μουσική, αλλά όχι όπερα. Για κάποιο λόγο όμως η προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας, μέσα από περιγραφές ανθρώπων που τη γνώριζαν αλλά και διάβασμα γύρω από την καριέρα και τη ζωή της, με είχε ιντριγκάρει», μου λέει η Κάτια Δανδουλάκη όταν τη ρωτάω για τη σχέση που είχε με το φαινόμενο Κάλλας πριν ανέβει στη σκηνή να την ερμηνεύσει τη δεκαετία του ‘90. «Κάποια στιγμή, στο Λονδίνο όπου συνέχιζα τις σπουδές μου μετά τη σχολή του Κουν, είδα μια συνέντευξή της σε έναν σπουδαίο δημοσιογράφο. Εντυπωσιάστηκα από την παρουσία της και το χνάρι που άφησε στη ψυχή μου η προσωπικότητά της», μου εξηγεί.

Κάπως έτσι άρχισε να ακούει τις όπερές της. Κάθε είδος θέλει μια εισαγωγή και μια προετοιμασία για να μπορέσεις να το δεχτείς, όταν θέλεις να το δεχτείς, πιστεύει η ηθοποιός. «Στην όπερα υπάρχει αυτός ο καταλυτικός συνδυασμός – τραγούδι, παίξιμο, ποίηση, μεγάλα συναισθήματα. Οι προσωπικότητες που βγαίνουν από την όπερα, όπως η Κάλλας, έχουν τεράστια εμβέλεια, γιατί η ψυχή τους είναι ανοιχτή και αφήνει μεγάλο αποτύπωμα στη ψυχή του άλλου. Έτσι την αγάπησα», εξομολογείται.

Όταν ο Μιχάλης Κακογιάννης της πρότεινε να ανεβάσουν το Master Class του Terrence McNally, δέχτηκε αμέσως, πριν καν διαβάσει το έργο. Και όταν, τελικά, το διάβασε, τη συνεπήρε. Ο Κακογιάννης και ο McNally ήταν φίλοι κι έτσι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον συγγραφέα. Στις πρόβες, θυμάται, μέσα από τις διηγήσεις του Κακογιάννη, που γνώριζε καλά την Κάλλας, άρχισε να βιώνει την προσωπικότητά της. «Ήταν ένας συνδυασμός ατσάλινης δύναμης και ευαισθησίας, η ψυχή της, σαν μίσχος λουλουδιού, ήταν έτοιμη να σπάσει. Ήταν βαθιά συναισθηματική, με την έννοια την ουσιαστική, όχι τη μελοδραματική», μου λέει. «Η Κάλλας έμπαινε στο μεδούλι της ζωής, τη ρουφούσε, είτε αυτή ήταν η δική της ζωή είτε η τέχνη της. Η μουσική δεν έχει εθνικότητα, αυτή είναι η δύναμή της, και όταν μπορείς μέσα από αυτήν να μεταφέρεις στον κόσμο αιώνια συναισθήματα, τότε έχεις κάνει το μεγάλο καλό – ότι κανείς δεν είναι μόνος και όλοι, μεγάλοι, μικροί, ισχυροί, ανίσχυροι, είμαστε ο εαυτός μας και αυτόν πρέπει να αγαπήσουμε για να συνεχίζουμε να ζούμε». Την περίοδο της προετοιμασίας της παράστασης παρακολούθησε συνεντεύξεις της ντίβας, εστιάζοντας κυρίως στις κινήσεις της. «Είχαν μεγαλοπρέπεια, δεν υπήρχε τίποτα φτιαχτό. Στην Κάλλας ήταν όλα μεγάλα. Ακόμα και στην πτώση της, όταν αποφάσισε ότι δεν ήθελε πια τη ζωή που την πόνεσε. Εκεί νομίζω ότι έφυγε και η φωνή της μετά την απογοήτευση του έρωτα τον οποίο έζησε σε όλο του το μέγεθος. Είχε κάτι το μεγαλειώδες αλλά και κάτι βαθιά ανθρώπινο, την απλοϊκή καρδιά εκείνου που θέλει να ζήσει την ουσία της ζωής – μια αγάπη που να τα χωράει όλα μέσα», σημειώνει.

4 ηθοποιοί που υποδύθηκαν τη Μαρία Κάλλας μιλούν στη Vogue για την δική τους ερμηνεία της La Divina-6

Η ίδια ταξίδεψε στο Παρίσι για να δει το Master Class με τη Fanny Ardant, αλλά και στο Λονδίνο, με την Patti LuPone. Κάποια στιγμή όμως η έρευνα σταμάτησε. Τα έσβησε λοιπόν όλα και αφοσιώθηκε στη δική της αίσθηση, αλλά και στη διδασκαλία του Κακογιάννη. «Στα μαθήματα που περιγράφει το έργο, η Κάλλας ήταν πολύ απαιτητική, είχε τη σκληρότητα του τελειομανούς – κάτι που έχω κι εγώ, μου λένε καμιά φορά “είσαι πολύ αυστηρή”. Όμως, δεν ήταν σκληρότητα, είναι αυτό το ψηλό πράγμα που είχε στο μυαλό της και έπρεπε οι φοιτητές να φτάσουν, γιατί το λιγότερο δεν της έκανε. Έτσι γεννιέσαι, για να πας τον κόσμο πιο μπροστά. Δεν είναι τυχαίο ότι η απήχηση που είχε η φωνή της ήταν κάτι το μοναδικό. Γι’ αυτό και έφυγε με τον τρόπο που επέλεξε, πολύ “μεγάλη” ακόμα, χωρίς να καταστρέψει τίποτα από την τελειότητα που ήταν το ιδανικό και ο προορισμός της. Ήταν πέρα από τα όρια», συμπληρώνει. Το Master Class βρίσκει τη Μαρία Κάλλας σε μια δύσκολη περίοδο στην προσωπική και την επαγγελματική της ζωή. Υπάρχει τρόπος να εξηγήσει κανείς πώς μπαίνει σε έναν ρόλο, ειδικά σε κάποιον μέσα από τον οποίο πρέπει να αναδειχθεί κι ένα μοναδικό παρελθόν; Αναρωτιέμαι. «Όταν παίρνω ένα έργο και το διαβάζω, αισθάνομαι ότι το ακούει η ψυχή μου. Αν η ψυχή μου δεν καταλάβει τίποτα σημαίνει ότι δεν θα το επιλέξω. Όταν διάβασα το Master Class κινητοποιήθηκα αμέσως μέσα μου. Και μετά έκανα αυτό που κάνω πάντα – σήκωσα τα χέρια ψηλά και είπα “δεν ξέρω”. Θυμάμαι ότι το έλεγε πάντα ο Μάριος (σ.σ. ο Μάριος Πλωρίτης με τον οποίο η Δανδουλάκη ήταν ζευγάρι 32 χρόνια): “έχω βαρεθεί να ακούω ‘δεν ξέρω πως θα το κάνω’”. Τότε, λοιπόν, κοιμόμουν με την έγνοια της και ξυπνούσα με το πρόσωπο και της φωνή της. Και σιγά σιγά στην πρόβα, χωρίς να ξέρω πως, άρχιζα να κατανοώ τη ψυχή της. Και όταν πια την κατάλαβα -όχι ότι μου ήταν εύκολο-, έμοιαζε φυσιολογικό να βγαίνουν οι λέξεις με τον σωστό ήχο. Είναι δύσκολη υπόθεση η υποκριτική, γιατί δεν πρέπει να περιγράφεις μια κατάσταση, αλλά να τη ζεις. Αν δεν συντονιστεί η ψυχή μας με την ουσία του ρόλου, τότε απλώς λέμε κάποια λόγια και περιγράφουμε μια υπόθεση». Το έργο ανέβηκε στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, την περίοδο 1997-1998. Ήταν, τελικά, η Μαρία Κάλλας ένας αναπόφευκτος ρόλος στη διαδρομή της; «Όλα ήταν αναπόφευκτα στη διαδρομή της ζωής μου. Και το Master Class ήταν ένας τεράστιος σταθμός. Το αγάπησα πολύ και το έπαιξα πολύ. Δεν ήταν εύκολο πράγμα, η αντιμετώπιση ήταν διαφορετική από τις άλλες παραστάσεις, κάτι που έχει να κάνει και με το πού το οδηγεί ο σκηνοθέτης. Όμως, πραγματικά σημάδεψε τη ζωή μου. Ήταν κομβική στιγμή από όλες τις απόψεις. Πήγε την ψυχή μου πιο πέρα και μου άνοιξε πολύ μεγάλους δρόμους. Αυτή η προσωπικότητα με έχει σφραγίσει. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν θα το ξαναέκανα, γιατί δεν έχει ηλικία, είναι ένα σύμβολο».