Ο πατέρας μου είναι από την Ουγκάντα. Ήρθε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’70 για να σπουδάσει στη Σχολή Ευελπίδων, γνώρισε την Ελληνίδα μητέρα μου, ερωτεύτηκαν γρήγορα, παντρεύτηκαν και γέννησαν εμένα και τον αδερφό μου. Μεγάλωσα στην Κυψέλη, μια περιοχή που φιλοξενεί μεγάλη μερίδα της αφρικανικής κοινότητας της Αθήνας. Εκεί πήγα σχολείο, εκεί έκανα τους πρώτους μου φίλους, εκεί άκουσα για πρώτη φορά «Δε σε παίζω γιατί είσαι μαύρη». Από μικρή ηλικία κατάλαβα καλά ότι το χρώμα του δέρματός μου, θα μου φέρει δυσκολίες, ότι η καταγωγή μου μπορεί για κάποιους να γίνει αιτία χλευασμού, σκληρού ρατσισμού, λεκτικής βίας, περιθωριοποίησης κι ενός αδιανόητου μίσους.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω τραγουδίστρια. Πάντα πίστευα ότι η μουσική είναι ο μαγικός τρόπος που ενώνει τους ανθρώπους, κάτι που μπορεί να μας φέρει κοντά -έστω και για λίγο-. Γράφτηκα, λοιπόν, στο Ωδείο της γειτονιάς μου, δίπλα στο οποίο στεγαζόταν ένα δημόσιο Γυμνάσιο. Σχεδόν κάθε φορά που περνούσα για να πάω στο μάθημά μου, έπεφτα πάνω σε μια παρέα συνομηλίκων μου, που έφτυναν και με έβριζαν χυδαία. «Μαύρη, άντε από ‘κει ρε μαύρη», ήταν το πιο light που άκουγα. Νομίζω ότι έχω άπειρα τέτοια περιστατικά να αφηγηθώ. Μια φορά, θυμάμαι, είχα πάει παρέα με τον πατέρα μου στο super market. Στην ουρά στο ταμείο, ένα παιδάκι μπροστά μας έκλαιγε με λυγμούς και ο πατέρας του, στην προσπάθειά του να το κάνει να σταματήσει, γυρίζει προς το μέρος μας, μας καρφώνει με το βλέμμα του και του λέει θυμωμένος: «Ή θα σταματήσεις να κλαις ή θα σε δώσω στον μαύρο να σε φάει».
Στο Λύκειο, τα πράγματα έγιναν πιο σκληρά. Είχα μεγαλώσει αρκετά, τα χαρακτηριστικά του σώματός μου είχαν ωριμάσει και για πολλούς ήμουν η «πόρνη». Έμπαινα στο τρόλει και με ρωτούσαν «πόσα παίρνω», σίγουροι ότι για να είμαι μαύρη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην εξασκώ την πορνεία. Αργότερα, ως φοιτήτρια, δούλευα σέρβις σ’ ένα μπαρ στου Ψυρρή. Κάθε βράδυ, όταν τελείωνα τη δουλειά, έβγαινα στην Αθηνάς για να πάρω ταξί. Η ίδια ιστορία κι εκεί. Δεν μπορούσα να είμαι μια κοπέλα που μόλις έχει τελειώσει τη δουλειά της και ψάχνει μεταφορικό για να επιστρέψει σπίτι της. Ήμουν, ξανά, μια μαύρη πόρνη που έκανε την πιάτσα της.
Έχω την εντύπωση ότι επειδή είμαι γυναίκα έχω γλιτώσει τα πιο σκληρά περιστατικά. Δεν έχω υπάρξει, ας πούμε, θύμα σωματικής βίας, όπως έχουν υπάρξει μαύροι άνδρες στις γειτονιές της Αθήνας. Ένα βράδυ ήμουν έξω με δυο φίλους μου, αφρικανικής καταγωγής και ψάχναμε να βρούμε ταξί στην Πανεπιστημίου. Μου λένε «Βγες καλύτερα να σταματήσεις εσύ το ταξί, γιατί αν δουν εμάς, δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσουν». Είχαν δίκιο. Όταν η Χρυσή Αυγή ήταν στα ντουζένια της, δεν τολμούσαν καν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο. Όπου και να τους έβλεπαν, τους έπαιρναν στο κυνήγι. Στη αρχή, πριν μπουν στη Βουλή, τους βλέπαμε να κάνουν κάτι μικρές συγκεντρώσεις και νομίζαμε ότι είναι μια χούφτα γραφικών φασιστών, κάναμε όμως λάθος. Έχουν δημιουργήσει έναν τεράστιο πυρήνα μίσους και βίας στην καρδιά της πόλης.