γιώργος-μαυροψαρίδης-ο-μοντέρ-του-λάν-310802

Πριν από λίγες μέρες, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης βρέθηκε στο εντυπωσιακό Dolby Theater του Λος Άντζελες για την 96η τελετή απονομής των Όσκαρ, υποψήφιος για το μοντάζ στην ταινία Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου. Ήταν η δεύτερη οσκαρική του υποψηφιότητα, μετά την Ευνοούμενη το 2019, για το μοντάζ της οποίας ο Λάνθιμος τον είχε κυριολεκτικά επιβάλει στο στούντιο παραγωγής. Πεπεισμένος, πριν καλά καλά μπει στο αεροπλάνο, ότι το βραβείο θα κατέληγε στα χέρια της Jennifer Lame για το Oppenheimer –όπως και έγινε–, φρόντισε να απολαύσει τη βραδιά, χωρίς περιττό άγχος. «Εγώ ένας μοντέρ είμαι. Δεν είμαι φτιαγμένος γι’ αυτά τα πράγματα», μου λέει γελώντας, με την προσιτή αύρα του. «Αυτές τις τελετές τις χαίρονται περισσότερο οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες. Εγώ το βλέπω περισσότερο σαν ευκαιρία να έρθω σε επαφή και να συνομιλήσω με άλλους εκλεκτούς συναδέλφους, θρύλους του μοντάζ. Τις προάλλες, ας πούμε, όταν βρέθηκα στα Bafta, είχα τη χαρά να γνωριστώ με τη Thelma Schoonmaker, την οποία ανέκαθεν θαύμαζα. Παλιότερα είχα γνωρίσει και τον Alan Heim, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες στο κινηματογραφικό μοντάζ. Κατά τα άλλα, περισσότερο κουραστικά είναι για μένα όλα αυτά, κυρίως σωματικά. Βεβαίως, είναι και ευχάριστα, μια ανταμοιβή για μια δουλειά αρκετά μοναχική και περίπλοκη, που είναι σημαντικό να τη βλέπεις να αναγνωρίζεται σε τέτοιο επίπεδο. Ειδικά αν είσαι από την Ελλάδα, νιώθεις ότι έχεις ξεφύγει από ένα στενό πλαίσιο».

Σταθερός συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου από την εποχή του Κυνόδοντα, ο 69χρονος δεξιοτέχνης του μοντάζ συμπλέει παρέα με τον Έλληνα σκηνοθέτη και καλό του φίλο στα διεθνή κινηματογραφικά ύδατα, ανήκοντας στην ελίτ του κλάδου και όντας παράλληλα μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. «Όταν ξεκινήσαμε με τον Λάνθιμο να κάνουμε ταινίες, βαθιά μου πρόθεση ήταν να υποστηρίξω το όραμά του, τον δρόμο που έψαχνε για μια πολύ προσωπική αφήγηση. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι αυτή η αφήγηση θα είχε τελικά τόσο μεγάλη απήχηση, αλλά σίγουρα όλο αυτό που ζούμε σήμερα πιστώνεται εξ ολοκλήρου στην ιδιοφυΐα του Λάνθιμου. Αν δεν αποφάσιζε να φύγει από την Ελλάδα, μετά τον Κυνόδοντα και τις Άλπεις, δεν ξέρω αν θα φτάναμε σήμερα στο Poor Things, μια ταινία με budget 35 εκατομμυρίων!»

Συζητάμε για την τεράστια επιτυχία του Poor Things και τις διαφορετικές προσεγγίσεις του κοινού, λέγοντάς μου ότι σκόπιμα ήθελαν με τον σκηνοθέτη να δώσουν χώρο σε πολλαπλές αναγνώσεις. «Το μοντάζ μου, όπως και η σκηνοθεσία του Γιώργου λειτούργησαν έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να βάλει μέσα στην ταινία τη δική του σκέψη, να μπορεί να δώσει τη δική του προσωπική ερμηνεία. Για εμάς, εκεί έγκειται το ενδιαφέρον: να θέτουμε ερωτήματα που να μπορούν να απαντηθούν διαφορετικά από τον καθένα. Προσωπικά, χαίρομαι πολύ για όλες τις απόψεις και διασκεδάζω ακόμα περισσότερο με τις αρνητικές, αν και η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα ήταν να μείνω πιστός σε αυτό που αποκαλώ «ο κόσμος του Λάνθιμου». Σε αυτόν τον κόσμο ήθελα να δώσω μια συνέχεια. Το πιο ωραίο σχόλιο που άκουσα είναι ότι το Poor Things μοιάζει σαν να έχει βγει η Αγγελική Παπούλια από το πορτμπαγκάζ όπου κλείστηκε στην τελευταία σκηνή του Κυνόδοντα και να βλέπει τον κόσμο ως Μπέλα Μπάξτερ. Αυτό για μένα σημαίνει ότι οι ταινίες μας χτίζουν μια συνέχεια. Τη συνέχεια μιας παρόμοιας υπαρξιακής κατάστασης που θέλει τον άνθρωπο να πηγαίνει κόντρα στους κανόνες μιας πραγματικότητας μέσα στην οποία τον έχουν μάθει να ζει».

Τον ρωτάω πώς προέκυψε η αγάπη του για το σινεμά, και ιδιαίτερα για το μοντάζ, και μου λέει πόσο πολύ τον έχει καθορίσει ο Alain Resnais, πόσο «αποκαλυπτικά» ένιωσε όταν πρωτοείδε το Ο θείος μου από την Αμερική και πόσο βαθιά πιστεύει ότι οι ταινίες του Hitchcock είναι από τις καλύτερα μονταρισμένες στην ιστορία του κινηματογράφου. «Πάντα υπήρχε στο μυαλό μου το σινεμά, αν και αρχικά είχα βλέψεις να γίνω ηθοποιός. Μπήκα σε δραματική σχολή και για να βιοπορίζομαι δούλευα παράλληλα σ’ ένα στούντιο μεταγλωττίσεων, το περίφημο Cross στην Ιπποκράτους, όπου έμαθα να χειρίζομαι τη μουβιόλα. Από τον πρώτο χρόνο της δραματικής, ενώ μου άρεσε πολύ αυτό που έκανα, αποφάσισα να μη γίνω ηθοποιός για διάφορους πρακτικούς λόγους, με την έννοια ότι υπήρχαν πολλές απαιτήσεις τις οποίες δεν ήμουν έτοιμος να αποδεχτώ. Έφυγα για το Λονδίνο, κυρίως λόγω της κατάστασης τότε στην Ελλάδα. Ήταν Μεταπολίτευση και το κλίμα ήταν λίγο περίεργο για μένα. Το μόνο που συζητούσαν οι συνομήλικοί μου ήταν τα πολιτικά κι εμένα όλα αυτά δεν με ενδιέφεραν και πολύ. Μπήκα στο London Film School και μια μέρα ο διευθυντής της σχολής τότε, ο John Fletcher, μου είπε: “Λοιπόν, τι μπορείς να κάνεις στο σινεμά;”. Του απάντησα –ψευδόμενος– ότι ήμουν βοηθός μοντέρ, επειδή ήξερα τη μουβιόλα, και κάπως έτσι με πήρε και άρχισα να εργάζομαι στο μοντάζ. Ως χαρακτήρας ήμουν εσωστρεφής, δεν μου ταίριαζε να μπλέκω με πολλούς ανθρώπους, ήθελα κάτι πιο μοναχικό και ήσυχο και το βρήκα στο κλειστό δωματιάκι του μοντάζ. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι ήμουν και καλός, όλοι με ήθελαν, οπότε δεν το αμφισβήτησα και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε».

Πέρα από την καθοριστική συνεργασία του με τον Λάνθιμο, το βιογραφικό του περιλαμβάνει πάνω από εκατό ταινίες, αποδεικνύοντας ότι κρατάει στα χέρια του όλο το σύγχρονο ελληνικό σινεμά – από τον Νίκο Γραμματικό, τον Γιώργο Πανουσόπουλο, τον Νίκο Περάκη, την Όλγα Μαλέα, τον Γιάννη Σμαραγδή και τον Τάσο Μπουλμέτη μέχρι την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, τη Σοφία Εξάρχου, τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο, τον Ζαχαρία Μαυροειδή, τον Νίκο Τριανταφυλλίδη και άλλους πολλούς. «Έχω κάνει τα πάντα: από τα πιο καλλιτεχνικά φιλμ μέχρι τα πιο mainstream. Δεν έλεγα ποτέ όχι», μου εξηγεί. «Η μεγάλη μου τύχη ήταν, βεβαίως, όταν γνώρισα τον Λάνθιμο. Ήθελα να μπω στην περιπέτεια που ξεκίνησε ο Γιώργος και να ακολουθήσω το όραμά του. Εξαρχής συντονιστήκαμε στο ίδιο μήκος κύματος. Πιστεύω ότι το Χόλιγουντ ήρθε τελικά σ’ εμάς, δεν πήγαμε εμείς σ’ αυτό, με την έννοια ότι ο τρόπος μας παραμένει ουσιαστικά ίδιος, το υλικό μας δεν άλλαξε, απλώς μπόρεσε να γίνει αποδεκτό από τη χολιγουντιανή κουλτούρα, γιατί κατάλαβαν ότι αποδίδει. Διαφορετικά θα μας είχαν κόψει, δεν χωρεί αμφιβολία».

Αν κάτι του έχει διδάξει το μοντάζ, είναι ότι μια καλή ταινία παίζεται κυρίως στο μυαλό του θεατή, γι’ αυτό και παρομοιάζει τη δουλειά του με τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. «Όπως ο εγκέφαλος του ανθρώπου, έτσι και το μοντάζ χτίζει μια πραγματικότητα», τονίζει. «Επεξεργάζεται τους κώδικες που προσλαμβάνει από το περιβάλλον και οδηγείται σε συμπεράσματα. Με το μοντάζ δίνουμε στον θεατή κάποιους κώδικες για να χτίσει έναν κόσμο στο μυαλό του, αναγνωρίζοντας ότι θα τον ερμηνεύσει από την προδιάθεση που έχει. Με το μοντάζ παρακολουθούμε τη σκέψη του θεατή, ορίζουμε τι θέλουμε να σκεφτεί, προσπαθούμε να δούμε πώς μπορούμε να τον κρατήσουμε ζωντανό σ’ αυτό που βλέπει, αφήνοντας σκόπιμα κάτι να λείπει, ώστε να το συμπληρώσει το μυαλό του».

Εν τω μεταξύ, έχει ήδη ολοκληρώσει το μοντάζ της νέας σπονδυλωτής ταινίας του Λάνθιμου, Kinds of Kindness, με πρωταγωνίστρια και πάλι την Emma Stone, που θα κάνει πρεμιέρα το ερχόμενο καλοκαίρι, ενώ παράλληλα δουλεύει για το επόμενο μεγάλο «λανθιμικό» στοίχημα, το ριμέικ της νοτιοκορεατικής κωμωδίας Save the Green Planet. «Και ακόμα έχω πολλά σχέδια για το μέλλον», μου λέει, δείχνοντάς μου μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο πόσο πολύ απολαμβάνει αυτό που κάνει, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες στον χώρο. «Η δουλειά μου είναι η ζωή μου, η χαρά μου. Προφανώς απολαμβάνω και τη ζωή μου εκτός δουλειάς, νιώθω ευτυχής πλάι στην οικογένειά μου, όμως στάθηκα τυχερός γιατί μπόρεσα μέσα από την εργασία μου να βρω έναν καθαρό ορίζοντα στον οποίο, πιστέψτε με, δεν υπάρχει κανένα αρνητικό συναίσθημα. Γι’ αυτό χαίρομαι όταν βλέπω τη δουλειά μου να αποδίδει, όταν κατακτάμε κάτι, όταν νιώθεις ότι όλο αυτό που κάνεις κάτι αποφέρει. Αυτό μου δίνει κίνητρο για τη ζωή στην πραγματικότητα. Το να μπορώ να κάνω αυτό που αγαπώ και να το βλέπω να δίνει καρπούς».