Μπαίνοντας στο στούντιό του, ένα βιομηχανικής αισθητικής πρώην αποστακτήριο ούζου κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, τον βρίσκω βουτηγμένο στη μαρμαρόσκονη, να σκαλίζει. Τριγύρω, οι επιβλητικές μαρμάρινες συνθέσεις του. Οι φθαρμένοι πέτρινοι τοίχοι του χώρου, σε συνδυασμό με τη μερικώς διάφανη οροφή, δημιουργούν ένα μυσταγωγικό σκηνικό που μεταβάλλεται ανάλογα με το φως του ήλιου. Εκεί, ο Theodore Psychoyos περνά τις περισσότερες ώρες της μέρας, δημιουργώντας με τα χέρια του μαρμάρινα λειτουργικά αντικείμενα, όπως σκαμπό, παγκάκια, τραπέζια και καρέκλες, που φέρνουν σε διάλογο λείες επιφάνειες και ογκώδη πετρώματα. Αυτά τα μνημειακού χαρακτήρα έπιπλα, απογυμνωμένα από κάθε έννοια διακοσμητικής υπερβολής, έχουν τη γοητεία του ακατέργαστου, της ευθραυστότητας, της βαρύτητας αλλά και της ανθεκτικότητας, έννοιες που απορρέουν από το ίδιο το μάρμαρο ως υλικό.
«Άρχισα να δουλεύω με το μάρμαρο πολύ νέος, όταν ακόμα ήμουν φοιτητής στην Καλών Τεχνών, στο Παρίσι. Στην πορεία το εγκατέλειψα, για να ασχοληθώ με τη ζωγραφική και τη μουσική. Τα τελευταία χρόνια αξιολόγησα εκ νέου τη σχέση μου μαζί του. Άρχισε να με αφορά ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζονταν μαρμάρινους όγκους οι τεχνίτες και οι μηχανές των δεκαετιών του ’20, του ’30, του ’40 και του ’50 στην Ελλάδα. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, τα μάρμαρα εκείνης της εποχής πέρασαν σε αχρησία. Σε αυτά επιχειρώ να δώσω νέα ζωή. Βρίσκω μια αξία σε κάτι στο οποίο κάποιος δεν δίνει πλέον σημασία και το θεωρεί περισσευούμενο. Με γοητεύουν τα ίχνη των ανθρώπων, των μηχανών και του χρόνου που φέρουν πάνω τους αυτά τα πετρώματα», λέει.