“Ο Εμπουμπεκίρ και η Γκόνζα κατηγορούνται στην Τουρκία για τρομοκρατία. Μετά από τρία χρόνια κυνηγημένοι, καταφέρνουν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα. Είναι πλέον ελεύθεροι αλλά πρέπει να μάθουν να ζουν με μια αβάσταχτη απώλεια. Ταυτόχρονα ο Αχμέτ, που ήταν γιατρός, περνά τις μέρες του σε μια μυστική τοποθεσία μαζί με άλλους που επίσης αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν. Όσο περνάει όμως ο καιρός, μεγαλώνει η επιθυμία του να μην ζει πια ως φυγάς αλλά να ενταχθεί στην χώρα που τον φιλοξενεί”.
Αληθινές ιστορίες ανθρώπων που έχασαν τα πάντα διεκδικώντας την ελευθερία τους και τόλμησαν να ξεκινήσουν από το μηδέν. Ιστορίες τις οποίες και άγγιξε η Μαριάννα Κακαουνάκη μέσα από το φιλμ Οι Αόρατοι, που μπορεί να είναι πολιτικό, έχει όμως βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα. Λίγες μέρες πριν την προβολή της ταινίας στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μιλήσαμε μαζί της γι’ αυτή τη διαδρομή.
Ποιοι είναι οι “Αόρατοι”;
Είναι οι 80,000 Τούρκοι που τα τελευταία χρόνια τους έχουν ωθήσει σε αυτοεξορία. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται στη χώρα μας. Τους πρωτογνώρισα το 2017. Είναι γιατροί, εκπαιδευτικοί, επιχειρηματίες, δικαστικοί, που μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία κατηγορήθηκαν, χωρίς στοιχεία, ως τρομοκράτες. Παρότι κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα τους και θεωρητικά ήταν πλέον ελεύθεροι, ένιωθαν πως ήταν επικίνδυνο να τραβάνε την προσοχή, πως έπρεπε να παραμείνουν αόρατοι. Όταν κατάλαβα τι ακριβώς συμβαίνει με αυτούς τους μαζικούς διωγμούς στην Τουρκία έκανα μια σειρά ρεπορτάζ για την εφημερίδα Καθημερινή, αλλά είχα την ανάγκη να μπω πιο βαθιά στην ιστορία. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα ενός ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους και τέσσερα χρόνια αργότερα, οι «Αόρατοι» κάνουν την πρεμιέρα τους στην Ελλάδα.
Καταφέρνουν τελικά να γίνουν ορατοί;
Αυτός ήταν ο στόχος μου όταν αποφάσισα να κάνω το ντοκιμαντέρ. Αλλά για πολύ καιρό οι ίδιοι δεν το επιθυμούσαν. Και αυτό μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Για μήνες δεν ήθελαν να γράψω τις ιστορίες τους, ακόμα και ανώνυμα. Φοβόντουσαν πολύ και όχι άδικα. Αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν πως με το να ζουν στο σκοτάδι και να μην μιλάνε για το τι συμβαίνει, ουσιαστικά εξυπηρετούσαν την ατζέντα εκείνου που τους είχε εκδιώξει. Οπότε, όταν ένιωσαν πως ήρθε η ώρα να αρχίσουν να γίνονται πιο «ορατοί», ήμουν πολύ τυχερή γιατί με γνώριζαν ήδη και με εμπιστευόντουσαν. Την ίδια εποχή είχε ξεκινήσει και η διαδικασία υποβολής αιτήσεων στο iMEdD (έναν δημοσιογραφικό οργανισμό, ο οποίος μεταξύ άλλων υποστηρίζει δημοσιογραφικά projects) και κάπως μαγικά όλα αυτά συνέπεσαν και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα. Στην ταινία ακολουθούμε τον Άχμετ, έναν γιατρό, που έφτασε στην Ελλάδα το 2017 και μαζί με άλλους συμπατριώτες του έχουν φτιάξει έναν χώρο συνάντησης και αλληλοβοήθειας ομοεθνών τους. Παράλληλα ακολουθούμε την οικογένεια Καρά από τις πρώτες ημέρες που καταφθάνουν στην Αθήνα, κουβαλώντας ένα βαθύ οικογενειακό τραύμα, το οποίο σιγά σιγά αποκαλύπτεται στην διάρκεια της ταινίας.
Έχετε δηλώσει πως αυτοί οι άνθρωποι “Κέρδισαν την ελευθερία τους, έχασαν τα πάντα”. Αξίζει να χάσει κανείς τα πάντα για την ελευθερία;