οι-αόρατοι-η-ταινία-της-μαριάννας-κακα-184176

“Ο Εμπουμπεκίρ και η Γκόνζα κατηγορούνται στην Τουρκία για τρομοκρατία. Μετά από τρία χρόνια κυνηγημένοι, καταφέρνουν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα. Είναι πλέον ελεύθεροι αλλά  πρέπει να μάθουν να ζουν με μια αβάσταχτη απώλεια. Ταυτόχρονα ο Αχμέτ, που ήταν γιατρός, περνά τις μέρες του σε μια μυστική τοποθεσία μαζί με άλλους που επίσης αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν. Όσο περνάει όμως ο καιρός, μεγαλώνει η επιθυμία του να μην ζει πια ως φυγάς αλλά να ενταχθεί στην χώρα που τον φιλοξενεί”.

Αληθινές ιστορίες ανθρώπων που έχασαν τα πάντα διεκδικώντας την ελευθερία τους και τόλμησαν να ξεκινήσουν από το μηδέν. Ιστορίες τις οποίες και άγγιξε η Μαριάννα Κακαουνάκη μέσα από το φιλμ Οι Αόρατοι, που μπορεί να είναι πολιτικό, έχει όμως βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα. Λίγες μέρες πριν την προβολή της ταινίας στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μιλήσαμε μαζί της γι’ αυτή τη διαδρομή.

Ποιοι είναι οι “Αόρατοι”;

Είναι οι 80,000 Τούρκοι που τα τελευταία χρόνια τους έχουν ωθήσει σε αυτοεξορία. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται στη χώρα μας. Τους πρωτογνώρισα το 2017. Είναι γιατροί, εκπαιδευτικοί, επιχειρηματίες, δικαστικοί, που μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία κατηγορήθηκαν, χωρίς στοιχεία, ως τρομοκράτες. Παρότι κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα τους και θεωρητικά ήταν πλέον ελεύθεροι, ένιωθαν πως ήταν επικίνδυνο να τραβάνε την προσοχή, πως έπρεπε να παραμείνουν αόρατοι. Όταν κατάλαβα τι ακριβώς συμβαίνει με αυτούς τους μαζικούς διωγμούς στην Τουρκία έκανα μια σειρά ρεπορτάζ για την εφημερίδα Καθημερινή, αλλά είχα την ανάγκη να μπω πιο βαθιά στην ιστορία. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα ενός ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους και τέσσερα χρόνια αργότερα, οι «Αόρατοι» κάνουν την πρεμιέρα τους στην Ελλάδα.

Καταφέρνουν τελικά να γίνουν ορατοί;

Αυτός ήταν ο στόχος μου όταν αποφάσισα να κάνω το ντοκιμαντέρ. Αλλά για πολύ καιρό οι ίδιοι δεν το επιθυμούσαν. Και αυτό μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Για μήνες δεν ήθελαν να γράψω τις ιστορίες τους, ακόμα και ανώνυμα. Φοβόντουσαν πολύ και όχι άδικα. Αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν πως με το να ζουν στο σκοτάδι και να μην μιλάνε για το τι συμβαίνει, ουσιαστικά εξυπηρετούσαν την ατζέντα εκείνου που τους είχε εκδιώξει. Οπότε, όταν ένιωσαν πως ήρθε η ώρα να αρχίσουν να γίνονται πιο «ορατοί», ήμουν πολύ τυχερή γιατί με γνώριζαν ήδη και με εμπιστευόντουσαν. Την ίδια εποχή είχε ξεκινήσει και η διαδικασία υποβολής αιτήσεων στο iMEdD (έναν δημοσιογραφικό οργανισμό, ο οποίος μεταξύ άλλων υποστηρίζει δημοσιογραφικά projects) και κάπως μαγικά όλα αυτά συνέπεσαν και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα. Στην ταινία ακολουθούμε τον Άχμετ, έναν γιατρό, που έφτασε στην Ελλάδα το 2017 και μαζί με άλλους συμπατριώτες του έχουν φτιάξει έναν χώρο συνάντησης και αλληλοβοήθειας ομοεθνών τους. Παράλληλα ακολουθούμε την οικογένεια Καρά από τις πρώτες ημέρες που καταφθάνουν στην Αθήνα, κουβαλώντας ένα βαθύ οικογενειακό τραύμα, το οποίο σιγά σιγά αποκαλύπτεται στην διάρκεια της ταινίας.

Έχετε δηλώσει πως αυτοί οι άνθρωποι “Κέρδισαν την ελευθερία τους, έχασαν τα πάντα”. Αξίζει να χάσει κανείς τα πάντα για την ελευθερία;

Εάν μιλάμε για τη συγκεκριμένη οικογένεια που πραγματικά έχει βιώσει μια τραγική απώλεια, φαντάζομαι πως θα έδιναν τα πάντα για να γυρίσουν πίσω τον χρόνο και να πάρουν διαφορετικές αποφάσεις. Αλλά, στην πραγματικότητα το ρίσκο που αναγκάστηκαν να πάρουν ήταν μονόδρομος. Οι περισσότεροι Τούρκοι που γνώρισα στην Αθήνα, είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με πολύ βαριές κατηγορίες χωρίς κανένα στοιχείο, ήξεραν πως δεν θα είχαν μια δίκαιη δίκη, ενώ παράλληλα είχαν χάσει τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, είχαν παγώσει οι λογαριασμοί τους. Ξέρετε, υπάρχει μια σκηνή στην ταινία, όπου μερικά παιδιά της Τουρκικής κοινότητας διαβάζουν ποιήματα και κείμενα στα ελληνικά. Ένα κορίτσι διαβάζει τον στίχο «Κανένας δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα εκτός κι αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά». Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή κοιταχτήκαμε με τον Άχμετ και δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του γιατί ό,τι συμβαίνει είναι ακριβώς αυτό. Όλες αυτές οι οικογένειες δεν είχαν άλλη επιλογή. Εξαναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους.

Οι Αόρατοι: Η ταινία της Μαριάννας Κακαουνάκη ταξιδεύει στα μεγαλύτερα φεστιβάλ-1

Είναι ανοιχτή η ελληνική κοινωνία να αγκαλιάσει τους πρόσφυγες;

Όλο αυτό το διάστημα έχω παρατηρήσει τελείως διαφορετικές συμπεριφορές. Είδα για παράδειγμα κάποιους που θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογικό να νοικιάσουν πανάκριβα σε μια οικογένεια Τούρκων ένα διαμέρισμα βρώμικο και γεμάτο κατσαρίδες. Από την άλλη, είδα και ορισμένους να φέρονται με απίστευτη καλοσύνη. Δασκάλους που εθελοντικά βοηθούσαν με ιδιαίτερα μαθήματα ή έναν διευθυντή σχολείου που βλέποντας ένα φοβισμένο 10χρονο αγόρι, τύπωσε και κρέμασε στην τάξη φωτογραφίες του γηπέδου της αγαπημένης του Τουρκικής ομάδας. Θέλω να πιστεύω πως στην πλειοψηφία οι Έλληνες είμαστε ανοικτοί και γενναιόδωροι. Εάν και νομίζω πως το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η Ευρώπη είναι ανοικτή στο να αγκαλιάσει τους πρόσφυγες. Και η απάντηση είναι αρνητική, με αποτέλεσμα η Ελλάδα ενα πωμίζεται ένα δυσανάλογο βάρος στη διαχείριση του προσφυγικού.

Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε τους Αόρατους και με τις προσωπικές Οδύσσειες που βιώνει ο καθένας από εμάς;

Σαφέστατα. Πιστεύω πως όποιος δει την ταινία, θα ταυτιστεί. Εγώ πάντως πολλές φορές αναρωτήθηκα εάν μου είχε συμβεί το ίδιο, πώς θα αντιδρούσα. Θα έδειχνα άραγε την ίδια δύναμη; Την ίδια ψυχραιμία; Τα όσα έζησα μαζί τους όλους αυτούς τους μήνες με έχουν επηρεάσει βαθιά και ένα από τα πράγματα που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση είναι το πως, ενώ έχουν βιώσει πραγματικά τραγικές καταστάσεις, παρέμεναν ψύχραιμοι και αισιόδοξοι για το μέλλον.

Πόσο εύκολο είναι να χτίσουμε μια ζωή ξανά από το μηδέν;

Είναι πολύ δύσκολο. Και δεν μιλάω μόνο για την οικογένεια Καρά, που βιώνει αυτό το βαθύ τραύμα, το οποίο σίγουρα τους δυσκολεύει να προχωρήσουν. Όλοι οι Τούρκοι που συνάντησα ουσιαστικά πενθούν την ζωή που έχασαν. Το σπίτι τους, την καριέρα τους, τους συγγενείς και τους φίλους τους. Και νομίζω το ότι τα πράγματα στην Τουρκία συνεχίζονται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, το κάνει ακόμα πιο σκληρό. Πάντως όλα αυτά τα χρόνια, αρκετοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν κάνει απίστευτες κινήσεις ενσωμάτωσης. Για εμένα το πιο συγκινητικό είναι το κομμάτι της ορατότητας που αναφέρατε πριν – Το πως τους είδα σιγά σιγά να επιχειρούν αυτά τα μικρά, αλλά πολύ ουσιαστικά βήματα προς μια κανονική ζωή, να ξεκινούν εντατικά μαθήματα ελληνικών, να κάνουν στη χώρα μας φιλίες, συνεργασίες, να ανοίγουν μαγαζιά, εστιατόρια. Τα παιδιά τους, επίσης, πήγαν σε ελληνικά σχολεία και έχουν προσαρμοστεί πλήρως.

Ποια είναι η διαδρομή που θα ακολουθήσει το ντοκιμαντέρ σας από εδώ και πέρα;

Το ντοκιμαντέρ έκανε πριν λίγους μήνες διαδικτυακά παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ της Κοπεγχάγης και σε λίγες ημέρες θα προβληθεί για πρώτη φορά σε θερινό κινηματογράφο στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης αλλά και διαδικτυακά για όσους δεν βρίσκονται στην πόλη. Είναι μεγάλη η χαρά μας για τη συμμετοχή αυτή και βέβαια για τη φυσική προβολή και την επαφή με το κοινό. Το φθινόπωρο έχουμε προγραμματίσει προβολές και στην Αθήνα, ενώ παράλληλα η ταινία θα συνεχίσει το ταξίδι της σε φεστιβάλ του εξωτερικού.

Η προβολής της ταινίας στο 23ο ΦΝΘ θα γίνει την Πέμπτη 1/7 21:15 στο Θερινό Σινεμά JOHN CASSAVETES, Λιμάνι Θεσσαλονίκης. Η ταινία θα είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ  την επόμενη μέρα από τις 10:00 και έως το τέλος του Φεστιβάλ ή την εξάντληση των 500 θεάσεων.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σενάριο & Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κακαουνάκη

Διευθυντής Φωτογραφίας: Απόστολος Νικολαΐδης

Κάμερα: Απόστολος Νικολαΐδης, Μαριάννα Κακαουνάκη

Μοντάζ: Μυρτώ Λεκατσά

Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου

Μιξάζ: Κώστας Βαρυπομπιώτης

Ηχολήπτης: Κώστας Κουτελιδάκης

Μοντάζ και Σχεδιασμός Ήχου: Βάλια Τσέρου

Χρωματική επεξεργασία: Άγγελος Μάντζιος

DCP Mastering: Metapost

Παραγωγή: Μαριάννα Κακαουνάκη

Με την υποστήριξη του iMEdD