Κ. Γ: Πολύ παλιό κομμάτι!
Δ. Κ.: Και να φανταστείς, νόμιζα ότι το έβγαλες πρόσφατα.
Κ. Γ: Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά είναι συγκινητικό και με ενθουσιάζει να βλέπω νέα παιδιά να ανακαλύπτουν κομμάτια που ακόμα κι εγώ έχω ξεχάσει. Τραγούδια 25 χρόνων να τα θυμούνται απέξω τα σημερινά 15χρονα και να μου τραγουδάνε στις συναυλίες τα δεύτερα κουπλέ, που φυσικά τα ξεχνάω! Νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη!
Δ. Κ.: Πάντως, το πώς έχεις καταφέρει να επικοινωνείς με τη νέα γενιά, όχι μόνο με τα τραγούδια, αλλά και με τον δημόσιο λόγο σου, είναι απίστευτο. Μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον πώς ένα λαϊκό είδωλο των χρυσών ’90s και ’00s, όπως εσύ, που ανήκες θα έλεγε κανείς–μαζί με άλλους– σ’ ένα βολεμένο σύστημα που δεν ξεβολεύτηκε ποτέ, κατάφερες ν’ ανοίξεις άλλες πόρτες, να προχωρήσεις μπροστά, να πάρεις θέση έστω κι αν γίνεις αντιπαθής, να ταρακουνήσεις σκοπιμότητες που κανείς δεν θέλει να ταρακουνήσει. Είναι μια στάση, που ενεργοποιεί στον κόσμο ξανά το ενδιαφέρον για έναν καλλιτέχνη. Τι να τον κάνω εκείνον που βγαίνει στη σκηνή ως «ιστορία» και όχι ως «τώρα»; Αυτόν που κουβαλάει στην πίστα έναν εαυτό που κάποτε θαυμάστηκε, αλλά δεν θαυμάζεται γι’ αυτό που είναι σήμερα;
Κ. Γ.: Με κάθε μου ανάρτηση πιστεύω πως εκπροσωπώ αυτό που σκέφτονται και θέλουν να πουν οι περισσότεροι.
Β. Κ.: Με ευθυκρισία, σε μια εποχή καλλιτεχνικής αφωνίας ή παραφωνίας.
Κ. Γ.: Όλο αυτό ξεκίνησε από το Twitter. Με παρότρυνση δύο κολλητών μου φίλων άνοιξα λογαριασμό για πλάκα, στην πορεία όμως έγινε σοβαρό. Νιώθω μεγάλη ευθύνη για όσα γράφω. Δεν είναι θέσφατο αυτό που θα πω, απλώς καταθέτω την ψυχή μου, την αλήθεια μου με απλό τρόπο και, απ’ ό,τι φαίνεται, εκφράζω το κοινό αίσθημα. Τώρα, το ότι αυτό που θα πω γίνεται αμέσως δυνατό και «σημαντικό», αναμφίβολα το κάνει δυνατότερο και σημαντικότερο η καλλιτεχνική αφωνία, που είπε και ο Βλάσης, μεγάλης μερίδας συναδέλφων.
Β. Κ.: Γιατί συμβαίνει, πιστεύεις;
Κ. Γ.: Είναι ακριβώς αυτό που είπε ο Δημήτρης. Είναι βολεμένοι. Θέλουν να τα ’χουν καλά με όλους, σαν να μην τους αφορά αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία, σαν να μην είναι μέρος της.
Δ. Κ.: Το έχουμε κι εμείς πολύ στο θέατρο. Γίνονταν τέρατα και κανείς δεν μιλούσε. Το να προστατεύεις εγκληματίες δεν είναι θέση καλλιτέχνη. Είναι η λογική τού πώς θα βγάζω λεφτά μέχρι τα γεράματα.
Κ. Γ.: Μα δεν είναι και ανθρώπινη θέση αυτό! Δεν μπορεί να γίνεται ΠΟΛΕΜΟΣ κι εσύ να μας παρουσιάζεις το καινούργιο σου single! Είναι ντροπή, πώς το λένε! Εμείς τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να μιλάμε, να βγαίνουμε μπροστά, γιατί επηρεάζουμε μεγάλη μερίδα του κοινού. Εγώ κρατάω ζωντανή την επαφή μου με τον κόσμο κι έχω δει να αλλάζει η νοοτροπία πολλών σε κάποια θέματα με τον διάλογο. Κάτω από τις αναρτήσεις μου έχω ελάχιστα αρνητικά σχόλια. Ίσως επειδή γράφω το αυτονόητο, οπότε δεν χωράει αντίλογος.
Β. Κ.: Φόβο έχετε νιώσει ποτέ για όσα λέτε;
Δ. Κ.: Εγώ ναι. Πέρυσι υποστήριξα δημόσια έναν φίλο που είχε βιαστεί στην εφηβεία του από τον κατηγορούμενο που είναι τώρα σε δίκη. Ήξερα την ιστορία του και όφειλα να τον στηρίξω. Ξαφνικά, άρχισαν να με μπλοκάρουν δημοσιογράφοι που παλιότερα με στήριζαν, άκουγα να λένε ότι το κάνω επειδή δεν συμπαθώ την κυβέρνηση και η αντιπολίτευση μου έχει τάξει το Εθνικό όταν βγει, και άλλα πολλά.
Κ. Γ.: Εγώ όχι. Οι αντιδράσεις είναι φυσιολογικές και ο κόσμος στηρίζει την άποψή μου. Το εντυπωσιακό είναι ότι ξαφνικά άρχισαν να με εκτιμούν άνθρωποι που τους εκτιμούσα πολύ πριν με εκτιμήσουν οι ίδιοι ή, τουλάχιστον, πριν εκφράσουν δημόσια την εκτίμησή τους. Έγινα ξαφνικά η Καίτη που λέει «ψαγμένα» πράγματα! Ωραίο το «Μπράβο, ρε Καιτάρα», αλλά, είπαμε, απλά πράγματα λέμε.
Β. Κ.: Είναι και μια εποχή που έχουμε ξεμπερδέψει, θέλω να πιστεύω, με ταμπέλες του στιλ «Στα θέατρα είναι οι σημαντικοί και στα μπουζούκια οι ασήμαντοι».
Κ. Γ.: Βαρύς και άδικος χαρακτηρισμός, όχι ακριβώς «ασήμαντοι», αλλά καλλιτεχνικά υποδεέστεροι. Σαφώς αναγνωρίζω μια διαφορά. Δεν κάνουμε όλοι την ίδια δουλειά. Όταν όμως βάζεις στη δουλειά σου την αλήθεια της ψυχής σου, τον αυτοσεβασμό και τον σεβασμό στο κοινό, εξισώνονται όλοι και όλα, είναι τέχνη. Γι’ αυτό κανείς περνάει εξίσου καλά με μια παράσταση του Δημήτρη κι ένα δικό μου live.
Δ. Κ.: Μα, δεν είμαστε όλα; Χθες κάναμε πρεμιέρα με το έργο του Ο’ Νηλ και μετά τραγουδούσαμε Καίτη. Τα έχουμε μπλέξει σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι ποιοτικό. Ποιοτικό είναι οτιδήποτε γίνεται με επάρκεια και προσωπική επένδυση. Αυτό που λες ψυχή, Καίτη.
Κ. Γ.: Στον δικό μου χώρο υπάρχει και το άλλο κακό. Έντεχνο και εμπορικό. Ναι, καλά! Το έντεχνο υπήρχε στην εποχή του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, τότε που οι συνθέτες μελοποιούσαν τους ποιητές. Αυτό ναι! Τι να πούμε για έντεχνο σήμερα; Ποιοι; Πού; Τις λέξεις αλλάζουμε. Βαφτίζουμε τα κέντρα διασκέδασης «μουσικές σκηνές» και όλα τα άλλα σε επίπεδο παραγωγής και μεροκάματων μένουν ίδια. Μιλώντας πάντα για τις live εμφανίσεις και όχι για τα τραγούδια, γιατί για μένα όλα είναι μουσική, απλώς υπάρχει καλή και κακή μουσική.