όταν-η-καίτη-γαρμπή-συνάντησε-τον-δημή-218167
©Credit: Thanassis Krikis

Βλάσης Κωστούρος: Δημήτρη, πότε είδες την Καίτη πρώτη φορά live;

Δημήτρης Καραντζάς: Όσο περίεργο κι αν ακουστεί, ήμουν 12 χρονών.

Καίτη Γαρμπή: Ξεκινάμε «προσβλητικά» για την καλλιτέχνιδα! (γέλια)

Δ. Κ.: Ήταν επί εποχής Χαμένα και Θα μελαγχολήσω. Είχαμε πάει στον Διογένη με το σχολείο. Τότε πήγαινα και αγόραζα τα CD σου. Είχα ερωτευτεί το εξώφυλλο από τις Ευαισθησίες.

Κ. Γ.: Το ξέρεις ότι μόλις σήμερα οι Ευαισθησίες κυκλοφόρησαν σε βινύλιο; Θα σ’ το στείλω.

Β. Κ.: Τι θυμάσαι από εκείνη τη βραδιά;

Δ. Κ.: Ένιωθα κάτι σαν έρωτα. Το γλυκό μούδιασμα που σε πιάνει όταν έρχεσαι για πρώτη φορά σε επαφή με αυτό που λέμε «διασκέδαση». Το θέαμα ήταν ακόμα πιο λαμπερό από ό,τι είχα στο μυαλό μου.

Κ. Γ.: Τώρα με κολακεύεις. Ούτε που είχα φανταστεί ότι θα με γνώριζες από τόσο δα παιδάκι.

Δ. Κ.: Να προσθέσω ότι είχα ζητήσει από την Καίτη να συνεργαστούμε στο 1821. Την είχα δει στο Άλσος με τον Δεληβοριά, ενθουσιάστηκα ξανά και της πρότεινα να κάνει ένα γκεστ, σαν διαχρονικό είδωλο της πρόσφατης λαϊκής-ποπ πραγματικότητάς μας.

Β. Κ.: Αυτά περί «διαχρονικού ειδώλου» πώς ηχούν μέσα σου, Καίτη;

Κ. Γ.: Προσγειωμένα και με σεβασμό τα ακούω. Είναι τιμητική η φράση «διαχρονικό ποπ λαϊκό είδωλο», αν και για μένα μεγαλύτερος τίτλος τιμής είναι αυτός της λαϊκής τραγουδίστριας, γιατί αυτό είμαι. Η πρόταση του Δημήτρη ήταν δελεαστική, αλλά για διάφορους λόγους δεν τα καταφέραμε. Θα χαρώ να κάνουμε κάτι μελλοντικά, αν και το βασικό μου κομμάτι είναι το τραγούδι. Έχω συμμετάσχει σε σίριαλ, έχω ανέβει και στη θεατρική σκηνή, πάντα όμως σε πράγματα που ήταν πάνω μου. Δεν είμαι της άποψης ότι πρέπει να βάζουμε τα δάχτυλά μας σε όλες τις πίτες, δεν είναι όλα για όλους!

Β. Κ.: Αγαπημένο σου τραγούδι της Καίτης, Δημήτρη;

Δ. Κ.: Το… «δε ζήτησα από σένανε να σώσεις την ανθρωπότητα, αγάπη ζήτησα μόνο να δώσεις και τρυφερότητα». Η Ιεροσυλία είναι, επίσης, αγαπημένο. Πρόσφατα ανακάλυψα και το Ντέρτι.

Κ. Γ: Πολύ παλιό κομμάτι!

Δ. Κ.: Και να φανταστείς, νόμιζα ότι το έβγαλες πρόσφατα.

Κ. Γ: Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά είναι συγκινητικό και με ενθουσιάζει να βλέπω νέα παιδιά να ανακαλύπτουν κομμάτια που ακόμα κι εγώ έχω ξεχάσει. Τραγούδια 25 χρόνων να τα θυμούνται απέξω τα σημερινά 15χρονα και να μου τραγουδάνε στις συναυλίες τα δεύτερα κουπλέ, που φυσικά τα ξεχνάω! Νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη!

Δ. Κ.: Πάντως, το πώς έχεις καταφέρει να επικοινωνείς με τη νέα γενιά, όχι μόνο με τα τραγούδια, αλλά και με τον δημόσιο λόγο σου, είναι απίστευτο. Μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον πώς ένα λαϊκό είδωλο των χρυσών ’90s και ’00s, όπως εσύ, που ανήκες θα έλεγε κανείς–μαζί με άλλους– σ’ ένα βολεμένο σύστημα που δεν ξεβολεύτηκε ποτέ, κατάφερες ν’ ανοίξεις άλλες πόρτες, να προχωρήσεις μπροστά, να πάρεις θέση έστω κι αν γίνεις αντιπαθής, να ταρακουνήσεις σκοπιμότητες που κανείς δεν θέλει να ταρακουνήσει. Είναι μια στάση, που ενεργοποιεί στον κόσμο ξανά το ενδιαφέρον για έναν καλλιτέχνη. Τι να τον κάνω εκείνον που βγαίνει στη σκηνή ως «ιστορία» και όχι ως «τώρα»; Αυτόν που κουβαλάει στην πίστα έναν εαυτό που κάποτε θαυμάστηκε, αλλά δεν θαυμάζεται γι’ αυτό που είναι σήμερα;

Κ. Γ.: Με κάθε μου ανάρτηση πιστεύω πως εκπροσωπώ αυτό που σκέφτονται και θέλουν να πουν οι περισσότεροι.

Β. Κ.: Με ευθυκρισία, σε μια εποχή καλλιτεχνικής αφωνίας ή παραφωνίας.

Κ. Γ.: Όλο αυτό ξεκίνησε από το Twitter. Με παρότρυνση δύο κολλητών μου φίλων άνοιξα λογαριασμό για πλάκα, στην πορεία όμως έγινε σοβαρό. Νιώθω μεγάλη ευθύνη για όσα γράφω. Δεν είναι θέσφατο αυτό που θα πω, απλώς καταθέτω την ψυχή μου, την αλήθεια μου με απλό τρόπο και, απ’ ό,τι φαίνεται, εκφράζω το κοινό αίσθημα. Τώρα, το ότι αυτό που θα πω γίνεται αμέσως δυνατό και «σημαντικό», αναμφίβολα το κάνει δυνατότερο και σημαντικότερο η καλλιτεχνική αφωνία, που είπε και ο Βλάσης, μεγάλης μερίδας συναδέλφων.

Β. Κ.: Γιατί συμβαίνει, πιστεύεις;

Κ. Γ.: Είναι ακριβώς αυτό που είπε ο Δημήτρης. Είναι βολεμένοι. Θέλουν να τα ’χουν καλά με όλους, σαν να μην τους αφορά αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία, σαν να μην είναι μέρος της.

Δ. Κ.: Το έχουμε κι εμείς πολύ στο θέατρο. Γίνονταν τέρατα και κανείς δεν μιλούσε. Το να προστατεύεις εγκληματίες δεν είναι θέση καλλιτέχνη. Είναι η λογική τού πώς θα βγάζω λεφτά μέχρι τα γεράματα.

Κ. Γ.: Μα δεν είναι και ανθρώπινη θέση αυτό! Δεν μπορεί να γίνεται ΠΟΛΕΜΟΣ κι εσύ να μας παρουσιάζεις το καινούργιο σου single! Είναι ντροπή, πώς το λένε! Εμείς τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να μιλάμε, να βγαίνουμε μπροστά, γιατί επηρεάζουμε μεγάλη μερίδα του κοινού. Εγώ κρατάω ζωντανή την επαφή μου με τον κόσμο κι έχω δει να αλλάζει η νοοτροπία πολλών σε κάποια θέματα με τον διάλογο. Κάτω από τις αναρτήσεις μου έχω ελάχιστα αρνητικά σχόλια. Ίσως επειδή γράφω το αυτονόητο, οπότε δεν χωράει αντίλογος.

Β. Κ.: Φόβο έχετε νιώσει ποτέ για όσα λέτε;

Δ. Κ.: Εγώ ναι. Πέρυσι υποστήριξα δημόσια έναν φίλο που είχε βιαστεί στην εφηβεία του από τον κατηγορούμενο που είναι τώρα σε δίκη. Ήξερα την ιστορία του και όφειλα να τον στηρίξω. Ξαφνικά, άρχισαν να με μπλοκάρουν δημοσιογράφοι που παλιότερα με στήριζαν, άκουγα να λένε ότι το κάνω επειδή δεν συμπαθώ την κυβέρνηση και η αντιπολίτευση μου έχει τάξει το Εθνικό όταν βγει, και άλλα πολλά.

Κ. Γ.: Εγώ όχι. Οι αντιδράσεις είναι φυσιολογικές και ο κόσμος στηρίζει την άποψή μου. Το εντυπωσιακό είναι ότι ξαφνικά άρχισαν να με εκτιμούν άνθρωποι που τους εκτιμούσα πολύ πριν με εκτιμήσουν οι ίδιοι ή, τουλάχιστον, πριν εκφράσουν δημόσια την εκτίμησή τους. Έγινα ξαφνικά η Καίτη που λέει «ψαγμένα» πράγματα! Ωραίο το «Μπράβο, ρε Καιτάρα», αλλά, είπαμε, απλά πράγματα λέμε.

Β. Κ.: Είναι και μια εποχή που έχουμε ξεμπερδέψει, θέλω να πιστεύω, με ταμπέλες του στιλ «Στα θέατρα είναι οι σημαντικοί και στα μπουζούκια οι ασήμαντοι».

Κ. Γ.: Βαρύς και άδικος χαρακτηρισμός, όχι ακριβώς «ασήμαντοι», αλλά καλλιτεχνικά υποδεέστεροι. Σαφώς αναγνωρίζω μια διαφορά. Δεν κάνουμε όλοι την ίδια δουλειά. Όταν όμως βάζεις στη δουλειά σου την αλήθεια της ψυχής σου, τον αυτοσεβασμό και τον σεβασμό στο κοινό, εξισώνονται όλοι και όλα, είναι τέχνη. Γι’ αυτό κανείς περνάει εξίσου καλά με μια παράσταση του Δημήτρη κι ένα δικό μου live.

Δ. Κ.: Μα, δεν είμαστε όλα; Χθες κάναμε πρεμιέρα με το έργο του Ο’ Νηλ και μετά τραγουδούσαμε Καίτη. Τα έχουμε μπλέξει σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι ποιοτικό. Ποιοτικό είναι οτιδήποτε γίνεται με επάρκεια και προσωπική επένδυση. Αυτό που λες ψυχή, Καίτη.

Κ. Γ.: Στον δικό μου χώρο υπάρχει και το άλλο κακό. Έντεχνο και εμπορικό. Ναι, καλά! Το έντεχνο υπήρχε στην εποχή του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, τότε που οι συνθέτες μελοποιούσαν τους ποιητές. Αυτό ναι! Τι να πούμε για έντεχνο σήμερα; Ποιοι; Πού; Τις λέξεις αλλάζουμε. Βαφτίζουμε τα κέντρα διασκέδασης «μουσικές σκηνές» και όλα τα άλλα σε επίπεδο παραγωγής και μεροκάματων μένουν ίδια. Μιλώντας πάντα για τις live εμφανίσεις και όχι για τα τραγούδια, γιατί για μένα όλα είναι μουσική, απλώς υπάρχει καλή και κακή μουσική.

Δ. Κ.: Και στο θέατρο κάπως έτσι είναι. Εγώ μπορεί να θεωρούμαι πιο πειραματικός, η μόνη διαφορά που βρίσκω όμως είναι στο αν κάποιος δουλεύει ή δεν δουλεύει πολύ. Εν ολίγοις, ποιοι κάνουν αρπαχτές και ποιοι δουλεύουν με μόχθο. Σου αρέσει το θέατρο; Πηγαίνεις;

Κ. Γ.: Πολύ. Μου αρέσει το «βαρύ» ρεπερτόριο. Δεν μου αρέσει, ας πούμε, ο Αριστοφάνης, αυτού του είδους η σάτιρα δεν με διασκεδάζει. Το ξέρεις ότι χτίσαμε ένα σπίτι στην Επίδαυρο μόνο και μόνο για να είμαστε κοντά στο θέατρο και να βλέπουμε παραστάσεις;

Δ. Κ.: Έλα και φέτος. Κάτι θα κάνω.

Όταν η Καίτη Γαρμπή συνάντησε τον Δημήτρη Καραντζά στη Vogue Greece Απριλίου-1
©Credit: Thanassis Krikis

Β. Κ.: Δημήτρη, σε τι έργο θα σκηνοθετούσες την Καίτη;

Κ. Γ.: Πες κάτι από ελληνικό κινηματογράφο!

Δ. Κ.: Σε κάτι που θα αφορούσε τη φύση της. Θέλω να πω, όσο κι αν σε εμπνέει καλλιτεχνικά να πειραματιστείς μαζί της και να τη δεις σε Ίψεν, λόγου χάρη, στο τέλος λες: «Μα, είναι η Καίτη που αγαπούσες».

Β. Κ.: Θα μπορούσατε να κάνετε μια παράσταση για τα ’90s. Καίτη, τι γινόταν με την ελληνική μουσική τότε και την ακούμε μέχρι σήμερα;

Κ. Γ.: Υπήρχαν διαμάντια σε όλα τα είδη και τους δίνονταν ευκαιρίες. Σήμερα, δεν ξέρω αν υπάρχουν ευκαιρίες. Είναι άδικο, αλλά και σημείο των καιρών το πόσο γρήγορα περνάμε από το ένα στο άλλο.

Δ. Κ.: Είναι άδικο, γιατί υπάρχουν ταλέντα. Ζούμε όμως σε μια μεταβατική, επιθετική εποχή. Δεν υπάρχουν πια ισχυροί θεσμοί, με ταυτότητα, που θα κάνουν προτάσεις τις οποίες θα ακολουθήσει το κοινό. Παλιά υπήρχε το Αμόρε ή το Εθνικό του Χουβαρδά. Σήμερα τα μεγάλα ιδρύματα θέλουν γρήγορες επιτυχίες, που θα γεμίζουν τις αίθουσες.

Κ. Γ.: Το κοινό όμως δεν μας κατευθύνει στο τι θέλει να δει ή να ακούσει;

Δ. Κ.: Ναι, αλλά τη στιγμή που θα του δώσεις αυτό που θέλει, μπορείς να του δείξεις και κάτι άλλο. Το ιδανικό είναι να ακούς τον κραδασμό του κοινού, αλλά να έχεις την έμπνευση να το πας και κάπου αλλού.

Β. Κ.: Καίτη, εσύ το έχεις κάνει αυτό. Τότε που μπορούσες να συνεχίσεις την εποχή του Κάτι, επέλεξες να μπεις στην εποχή του Νίκου Αντύπα.

Κ. Γ.: Ναι, έκανα μια επανάσταση, ξεβολεύτηκα ας πούμε. Κι ο κόσμος στήριξε την επιλογή μου. Ο χώρος δεν με στήριξε, οι επιχειρηματίες και τα ΜΜΕ. Οι μεν ποιοτικοί σταθμοί έλεγαν «Λατρεύουμε Καιτούλα, αλλά δεν μπορούμε να την παίξουμε, είναι άλλο ρεπερτόριο», οι δε εμπορικοί «Μα, τι πήγε να κάνει με αυτόν του Δι’ Ευχών»; Ήταν δύσκολη περίοδος, δεν έπαιζαν τα καινούργια τραγούδια μου.

Δ. Κ.: Και τι έκανες;

Κ. Γ.: Για λίγο κρύφτηκα. Δεν ήθελα τους χώρους μου, ούτε συνεργασίες με ομόσταβλους συναδέλφους. Κλείστηκα σε μια αίθουσα κινηματογράφου, δική μου παραγωγή, πανάκριβη, κι έκανα αυτό που ήθελε η ψυχή μου. Δέκα sold out εμφανίσεις μόνο, γιατί τα έξοδα υπερκάλυπταν τα έσοδα. Ο κόσμος ήρθε και είδε ότι μπορώ να πω και άλλα πράγματα. Όμως, τα μαγαζιά δεν το δέχτηκαν. Έπρεπε να επαναπροσδιορίσω αυτό που ήμουν πριν και μου στοίχισε. Είχα έναν θρόνο και δεν πίστεψα πως θα τον έχανα, ίσα ίσα θα ενίσχυα την καριέρα μου μια και έκανα κάτι διαφορετικό. Δεν μετάνιωσα. Ίσως όμως για μια μερίδα του κοινού να ήταν αποτυχία.

Δ. Κ.: Πολύτιμη εμπειρία θα τη χαρακτήριζα. Πέρασα κι εγώ μια αντίστοιχη φάση, στις αρχές μου, όταν μέσα σε έναν χρόνο είχα να κάνω Στέγη, Εθνικό, Επίδαυρο και Αβινιόν. Ένιωθα σαν να βάζω άθλους στον εαυτό μου οι οποίοι με ρουφούσαν. Κατάλαβα ότι πάω να δημιουργήσω μια περίεργη μανιέρα, μια αίσθηση ότι ξέρω τη συνταγή. Λειτουργούσα αυτόματα, λες και είχα κατακτήσει κάτι, τη στιγμή που δεν είχα κατακτήσει τίποτα απολύτως. Το άλλαξα, αλλά με κόπο.

Β. Κ.: Δημήτρη, αν μπορούσες να ζήσεις μία μέρα ως Καίτη, τι θα έκανες;

Δ. Κ.: Θα ήθελα να αισθανθώ για ένα βράδυ τα κύματα λατρείας που λαμβάνει όσο είναι στη σκηνή. Νομίζω ότι είναι μοναδικό συναίσθημα.

Β. Κ.: Εσύ, Καίτη;

Κ. Γ.: Θα ήθελα να πάμε για φαγητό με τον Δημήτρη και τους φίλους του και να κάνουμε ωραίες συζητήσεις. Θα έχει τρομερό ενδιαφέρον.

Β. Κ.: Είστε δοσμένοι στη δουλειά σας. Σας έχει κοστίσει στη ζωή σας;

Δ. Κ.: Μέχρι τα 27 προσπαθούσα να τα πηγαίνω παράλληλα. Έπειτα ήρθαν κάποια τραύματα και τραβήχτηκα. Πέρασαν χρόνια βέβαια που είμαι τραβηγμένος και σε μισή ώρα έχω το πρώτο μου ραντεβού σε ψυχολόγο, γιατί ανησυχώ για μένα.

Κ. Γ.: Μπράβο σου! Εγώ τον ψυχίατρό μου τον γνώρισα στα 16.

Β. Κ.: Πρωτοπόρος και τότε.

Κ. Γ.: Ναι, αν σκεφτείς ότι έχει περάσει ένας αιώνας! (γέλια) Να σου πω κάτι; Όλοι ξέρουμε τι γίνεται μέσα μας και κάποια στιγμή πρέπει να μας τακτοποιήσουμε, να προσπαθούμε να λύνουμε όσα φαντάζουν άλυτα. Εγώ έχω εσωτερική ισορροπία γιατί δεν έβαλα ποτέ τη δουλειά σε πρώτο πλάνο. Δεν θα με ακούσεις να λέω πως όλη μου η ζωή είναι η δουλειά μου. Όλη μου η ζωή είναι η ζωή μου. Ο άνδρας μου, το παιδί μου, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, τα ταξίδια μου, οι ταινίες μου. Αυτό θα μάθεις, Δημήτρη, εκεί που θα πας. Πρώτα η προσωπική ζωή και μετά η επαγγελματική.

Δ. Κ.: Το μαθαίνεις εύκολα;

Κ. Γ.: Αν το θέλεις πολύ, ναι. Και να σου πω κάτι; Δεν χάνεται τίποτα αν το θελήσεις και ξεκινάς από εκεί που σταμάτησες. Εγώ σταμάτησα για να παντρευτώ, για να κάνω παιδί, σταμάτησα σε εποχές που πιο πάνω δεν πήγαινε και είπα «Θα κάνω αυτό που θέλει η καρδιά μου».

Δ. Κ.: Οπότε το λήγουμε, για να πάω στο ραντεβού μου, αλλά θέλω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.

Κ. Γ.: Όποτε θέλεις! Τώρα που γνωριστήκαμε.

*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος Απριλίου της Vogue Greece.