μαλλιά-στο-παρά-πέντε-145936
©YIORGOS KAPLANIDIS @ THIS IS NOT ANOTHER AGENCY

H Ντάλια, η ηρωίδα της σειράς «Στο παρά πέντε», ήταν το 2005 η πιο πλούσια Ελληνίδα. Ζούσε απομονωμένη στον κόσμο της, ενθουσιαζόταν με καινούργια γι’ αυτήν πράγματα, δεν είχε ιδέα από χρήματα και έβλεπε μανιωδώς σειρές στην τηλεόραση.

Η Σμαράγδα Καρύδη, που πέρασε τις ημέρες της καραντίνας στο σπίτι της, στην Ακρόπολη, παρέα με τον Θοδωρή Αθερίδη και το λαμπραντόρ τους, τον Γιάννη, δεν σκέφτηκε πολύ για να επιλέξει την περούκα της ηρωίδας της ως το πιο αγαπημένο της αξεσουάρ – για την ίδια, κάτι σαν τα μαγικά γοβάκια της Ντόροθι από τον Μάγο του Οζ.

«Το Παρά πέντε το βλέπω τώρα που ξαναπροβάλλεται από το νέο Mega και θα το βλέπω μια ζωή. Πολλοί μας ρωτούν αν θα κάνουμε τρίτο κύκλο. Δεν επαναλαμβάνονται όμως τέτοιες επιτυχίες. Έχει γίνει κλασικό, το παρακολουθούν παιδάκια που όταν γυριζόταν δεν είχαν γεννηθεί. Όπως κάναμε κι εμείς με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Εγώ το παθαίνω με τις ταινίες της Φίνος Φιλμ. Να δω λίγο Κωνσταντάρα, Αλίκη, Τζένη, να ηρεμήσω. Αυτή ειδικά την περίοδο είναι ψυχοθεραπευτικές, μας γυρίζουν πίσω, σε μια κανονική εποχή.

»Η Ντάλια παραμένει ο αγαπημένος μου ρόλος στην τηλεόραση. Δεν ξέρω πώς σκέφτηκε ο Γιώργος Καπουτζίδης το όνομά της. Ίσως, επειδή ήταν ένα σπάνιο “φρούτο”, να επέλεξε κάτι ανάλογο. Εγώ πάντως ήθελα να την παίξω με τα συγκεκριμένα, πλούσια μαλλιά, το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό της. Με το που φορούσα την περούκα, έμπαινα κατευθείαν στον ρόλο. Χωρίς αυτήν, ένιωθα γυμνή. Όταν διάβασα λοιπόν το σενάριο, τηλεφώνησα στον Γιώργο και στον σκηνοθέτη Αντώνη Αγγελόπουλο –τον δεύτερο τον ήξερα, τον πρώτο καθόλου– και τους είπα ότι είχα μια ιδέα για τα μαλλιά της, αλλά έπρεπε να τα δουν και να αποφασίσουν. Έκλεισα ραντεβού μαζί τους έξω από το κομμωτήριο του Γιώργου Δουδέση, ο οποίος με χτένιζε επί δύο ώρες. Όταν βγήκα και τα είδαν, μου είπαν “ΟΚ, τα αγοράζουμε”. Καταλήξαμε στην περούκα, γιατί δεν γινόταν να ξοδεύουμε τόσο χρόνο καθημερινά. Ο Δουδέσης την έφτιαξε και η Κωνσταντίνα, που μας χτένιζε στα γυρίσματα, την ανανέωνε κάθε μέρα.

»Η περούκα δεν ξεχώριζε από τα δικά μου μαλλιά, γιατί στο μπροστινό μέρος ήταν όντως τα φυσικά μου, που μου τα χτένιζαν για κανένα μισάωρο σε μπούκλες. Έβαζα και όλα αυτά τα περίεργα κοκαλάκια, ώστε να φαίνονται οι ρίζες και να μη διακρίνεται η περούκα. Η οποία, πρέπει να σας πω, ήταν σαν αληθινό ζωάκι, έκανε τα δικά της, αντιδρούσε ανάλογα με τις συνθήκες! Ας πούμε, στις σκηνές στο κάμπινγκ είχε φοβερή υγρασία και έχανε τη φόρμα της. Η καημένη η Κωνσταντίνα χτένιζε τις μπούκλες και σε μισή ώρα έπεφταν. Έτσι, για να μπορέσουμε να κάνουμε το γύρισμα, καταλήξαμε σε δύο μεγάλους κότσους στα πλαϊνά του κεφαλιού. Άλλη δύσκολη στιγμή ήταν πάνω στην νταλίκα, όπου φτιάξαμε μια συρμάτινη κατασκευή για να κρατάει τα μαλλιά στη θέση τους από τον αέρα.

»Μια και μιλάμε για μαλλιά, προσωπικά δεν είχα πρόβλημα με το κομμωτήριο εν μέσω εγκλεισμού. Μου τα έβαψε ο Θοδωρής με face time και καθοδήγηση από τον κομμωτή μου, τον Νικόλα Βιλλιώτη. Την ημέρα που μάθαμε ότι θα έκλειναν τα κομμωτήρια, του τηλεφώνησα και τον ρώτησα τι θα κάναμε. “Θέλεις να έρθεις να σ’ τα βάψω;” με ρώτησε. “Αλλά έχω πολύ κόσμο”. Δεν ήθελα, και έτσι μου έφτιαξε ένα σακουλάκι με το οξυζενέ, το χρώμα μου, το κυπελλάκι, το πινελάκι, όλα ο γλυκούλης μου. Δεν τα χρησιμοποίησα αμέσως, έκανα οικονομία! Αλλά ενώ πλησίαζε το Πάσχα, αποφάσισα να τα βάψω. Ήθελα και κούρεμα, όμως δεν το τόλμησα.

»Έχω κάνει αλλαγές στα μαλλιά μου για τις ανάγκες ρόλων, αλλά πάντα επιστρέφω στο φυσικό ξανθό σαντρέ μου. Με βλέπω σε παλιές σειρές, για παράδειγμα με απαίσιες ξανθές ανταύγειες, σαν λωρίδες βαμμένες με ταβανόβουρτσα, και απορώ τι μου είχε αρέσει τότε. Νομίζω ότι ήταν τα χειρότερα μαλλιά μου. Τα καστανά, πάλι, τα έβαψα για συγκεκριμένο ρόλο και μου άρεσαν, επειδή με βοήθησαν να υποδυθώ έναν διαφορετικό χαρακτήρα, πιο ήσυχο από της ξανθιάς. Δεν θα τα κρατούσα όμως για μια ζωή. Με εκείνο που διασκέδασα πολύ ήταν το κόκκινο καροτοτζίντζερ, αλλά είναι παίδεμα, ξεβάφει, θέλει δουλίτσα. Η Ντάλια όμως ήταν ξανθιά!

»Έχω επιθυμήσει την τρέλα της. Τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα. Γενικά ήταν έτσι η σειρά, γι’ αυτό την αγαπούν πολύ και τα παιδιά. Οι ήρωες είχαν μια αθωότητα, ο καθένας με τον δικό του τύπο. Και αυτό μου το θυμίζει η περούκα, το πιο αγαπημένο μου αξεσουάρ από ρόλους που έχω υποδυθεί. Απ’ όλους έχω κρατήσει κάτι. Από την Ελένη του Ευριπίδη το κοστούμι μου, από το Σικάγο το μαγιό, από το Sweet Charity τα παπούτσια και το καπέλο. Από το φετινό, Του Κουτρούλη ο γάμος, θα κρατήσω τα τσαρούχια που κατασκευάστηκαν στο καλούπι μου και έχουν τακουνάκι. Επειδή σταμάτησε η παράσταση λόγω της κατάστασης, όλα έμειναν στο καμαρίνι. Πάγωσε ο χρόνος εκεί. Γίνονται συζητήσεις να συνεχίσουμε τον Σεπτέμβριο, αν βέβαια δεν έρθει δεύτερο κύμα πανδημίας. Θα ήθελα να ξαναπαιχτεί το έργο, έστω για 10-15 παραστάσεις, επειδή σταμάτησε ξαφνικά, χωρίς καν να το αποχαιρετήσουμε, σαν να μας πήραν την μπουκιά από το στόμα. Είναι λίγο σκληρό, ειδικά για μένα, που είναι η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά.

»Για τους καλλιτέχνες θα είναι δύσκολη η επιστροφή στην κανονικότητα. Τα μαγαζιά θα ξαναγεμίσουν, έστω με μάσκες. Αλλά στο θέατρο δύσκολα θα μπει κόσμος, να καθίσει ο ένας δίπλα στον άλλο. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα συμβεί αυτό σύντομα. Προς το παρόν απολαύσαμε και εμείς το θέατρο online, ωστόσο με τίποτα δεν μπορεί να αντικατασταθεί μια ζωντανή παράσταση, γιατί ακόμα και ένα τέλειο γύρισμα δεν έχει καμία σχέση με την αίσθηση της σκηνής.

»Τουλάχιστον, βιώσαμε τον εγκλεισμό στην καλύτερη εποχή που θα μπορούσαμε. Είχαμε κανάλια, Netflix, βιντεοκλήσεις, skype, τα πάντα! Σκεφτείτε να το παθαίναμε πριν από τριάντα χρόνια, χωρίς όλη αυτή την τεχνολογία. Υπομονή λοιπόν και θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα».

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου 2020.

Διαβάστε επίσης | Editorial: That’s how the light gets in*