Αρκετές φορές σκέφτομαι πως από τα πιο δύσκολα επαγγέλματα στη χώρα μας είναι να είσαι κριτικός θεάτρου. Όχι γιατί είναι δύσκολο να κρίνεις – αν είσαι και ειδικός- αλλά γιατί σε μία τόσο μικρή κοινωνία, ουσιαστικά ευρύτερη παρέα, είναι σχεδόν αδύνατον να γράψεις την αλήθεια. Όλοι είναι φίλοι, κάποιος είναι φίλος κάποιας φίλης, άλλος σύντροφος, σύζυγος, άλλος έχει συμφέροντα και υπάρχουν και οι γκρίνιες στα τηλέφωνα. Γιατί λοιπόν να γίνεσαι κακός; Έτσι υπάρχει η καλή διάθεση όπου παρουσιάζουν και ανακοινώνουν τις παραστάσεις με συνεντεύξεις και τα λαθάκια ίσως περιγραφούν με γλυκό τρόπο, και δίνουν και δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, την ίδια στιγμή που τα πραγματικά σχόλια περνάνε κάτω από το χαλί. Υπάρχει κόσμος που απολαμβάνει το κακό θέατρο γύρω μας δικαιολογώντας συντελεστές και καταστάσεις.
Για την παράσταση που μέχρι τώρα άκουγα ενθουσιώδη σχόλια από εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, δεν κατάφερνα να βρω εισιτήρια γιατί ήταν μονίμως αληθινά sold out. Το “Άνθρωποι και Ποντίκια”, το κλασικό αριστούργημα του Τζον Στάινμπεκ σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, είναι ένα φαινόμενο γιατί πουλάει όπου και όποτε παιχτεί. Περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου γιατί και για κάτι άλλα έργα άκουγα διθυράμβους και ομολογώ πως καθόλου δεν μου άρεσαν. Οτιδήποτε “δήθεν” με απωθεί.
Πριν λίγες ημέρες κατηφόρισα στον Τεχνοχώρο Cartel στου Ρέντη. Η τοποθεσία και μόνο σε βάζει στο κλίμα του έργου. Ο Τζορτζ και ο Λένι, έχουν γίνει Βασίλης και Λένος. Έχουν μεταφερθεί από την Αμερική του Κραχ του 1937 στις βιομηχανικές αποθήκες και τα εργοστάσια του Ελαιώνα της Αθήνας του σήμερα. Στο πρώτο μέρος σε μία σκοτεινή, υγρή αίθουσα γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστές. Νιώθεις λες και βλέπεις κινηματογραφικό έργο. Μέσα στον κρύο χώρο, ξεχωρίζεις τη ζεστασιά της σχέσης τους και την εξάρτηση που έχουν ο ένας από τον άλλον. Τον προστατευτικό ρόλο του Βασίλη που περιγράφει ένα καλύτερο μέλλον στον Λένο, που έχει υπερφυσική δύναμη στο σώμα αλλά όχι στο μυαλό, για να τον καθησυχάσει, σαν να του λέει παραμύθια. Μετά από την πρώτη αυτή σκηνή μεταφερόμαστε σε ένα διαφορετικό σκηνικό, μέσα στη φασαρία του εργαστηρίου. Η τεστοστερόνη και η σεξουαλική καταπίεση σε όλο της το μεγαλείο.
Εκεί γνωρίζουμε το “Γέρο”, τον Γιώργο που αγαπάει το γέρικο σκυλί του γιατί μόνο αυτό του έχει απομείνει, το Αφεντικό, τον Στέλιο, που έχει εικόνισμα τον Παντελίδη και εκρηκτικό ταμπεραμέντο, τον Κούρδο, Γιανμάζ, που ενώ όλοι του φέρονται ρατσιστικά, στο δωμάτιό του εκτυλίσσεται η πιο συγκινητική παρεΐστικη στιγμή, το Μάνο που λατρεύει το σώμα του και το δωμάτιο με τα φωτορυθμικά του, τη Μαίρη, την προκλητική γυναίκα του αφεντικού , που τη ζηλεύει παράφορα ενώ εκείνη αναστατώνει με το προκλητικό της ντύσιμο και το άρωμα της, το Μάνο που συμπεριφέρεται σαν φασίστας, τη φτώχεια , την μοναξιά, την αγριότητα, το ρατσισμό, τη συντροφικότητα και την ανθρώπινη φιλία. Τσακώνονται, παίζουν μπάσκετ, πίνουν, καπνίζουν μπάφους, βρίζονται, με τέτοιο ωμό ρεαλισμό που ξεχνάς ότι είναι ήρωες ενός έργου. Απέραντη η ελευθερία του λόγου και ο αυτοσχεδιασμός. Παρακολουθείς και φαντάζεσαι τις ζωές που περιγράφουν σαν να είσαι μέσα στην παρέα τους αλλά αόρατος.