αντανάκλαση-183609
©Dionisis Andrianopoulos

Η Ελισάβετ Βακαλίδου, ή απλά Μπέττυ, είναι μια πραγματική κυρία με μυθιστορηματική ζωή. Γεννήθηκε σαν ένα όμορφο αγόρι σε ένα χωριό της Θράκης. Ένα αγόρι που ένιωθε γυναίκα και αποφάσισε να υπερασπιστεί την επιλογή του στην τρυφερή ηλικία των 14 ετών. Διωγμένο από την οικογένειά του, ξεκίνησε τότε έναν αγώνα επιβίωσης που το οδήγησε από το αναμορφωτήριο μέχρι την κοινωνική καταξίωση μέσω σκληρής βιοπάλης, πορνείας, ακτιβισμού και πνευματικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, έγινε και νόμω γυναίκα, αφού υπεβλήθη σε εγχείριση αλλαγής φύλου. Σήμερα η Μπέττυ κάνει έναν θετικό απολογισμό για μια ζωή δύσκολη, αλλά περήφανη. Με βαθιά αυτοεκτίμηση, μπορεί πια να γυρνάει στον παρελθόν χωρίς να νιώθει πόνο. Και το κάνει καθημερινά, κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα που στολίζει τα σπίτι της και ευγενικά μοιράζεται την ιστορία του μαζί μας.

«Ήταν το 1975 και έκανα παρέα με μια κοπέλα, τη Λόρεν -αναφέρω την ιστορία της στο δεύτερο βιβλίο μου, Πόσο πάει;- κόρη της ηθοποιού Τούλας Σταθοπούλου, πρωταγωνίστριας στην Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η οποία όμως δεν ήθελε ούτε να τη δει, μόνο με τον πατέρα της είχε επαφή. Η Λόρεν είχε ροπή προς το αλκοόλ και τα ηρεμιστικά, ήταν όμως πανέμορφη, κέρδιζε 1.000 δραχμές τη βραδιά όταν εγώ έβγαζα 100. Μια μέρα, λοιπόν, βρεθήκαμε στα παλαιοπωλεία του Πειραιά, όπου έπεσε το μάτι μου σε καμιά δεκαριά στοιβαγμένους μουσαμάδες με τον συγκεκριμένο πάνω πάνω, χύμα, χωρίς κάδρο. Έμεινα ακίνητη να τον κοιτάζω, γιατί ένιωθα σαν να έβλεπα τον εαυτό μου σε ηλικία 10-12 ετών. Η Λόρεν με σκούντησε. “Τι συμβαίνει; με ρώτησε. “Κοίτα, λες και είμαι εγώ”, της απάντησα. “Ω, ρε Περικλή, ίδιος είσαι, θα σ’ τον πάρω”, μου είπε και κατευθύνθηκε στον πωλητή για να μάθει την τιμή του. Ήταν ακριβός, αλλά δεν πτοήθηκε, τον έβαλε επιδέξια στην τσάντα της όταν δεν την έβλεπε κανείς και με τράβηξε μακριά. Μου τον χάρισε. Τον είχα χρόνια χωρίς κάδρο, μου άρεσε να τον κοιτάζω και να πιστεύω ότι μου έμοιαζε, γιατί δεν έχω φωτογραφίες από την παιδική μου ηλικία, παρά μόνο μία που είμαι μωρό και άλλη μία στα 14. Ακόμα με γυρνάει πίσω, μοιάζει και με τη μάνα μου το παιδάκι. Πλέον τον έχω καδράρει.

»Με τα χρόνια έχω κλείσει όλες μου τις πληγές -που δεν τις άφησα και ποτέ να αιμορραγήσουνγιατί το παρελθόν δεν σβήνει ποτέ και όσο μεγαλώνουμε περνάει σαν βιντεοκλίπ από μπροστά μας. Ο νους μου γυρνάει όλο και πιο πίσω, οσμές μού ξυπνούν εικόνες, στίχοι μού θυμίζουν πού πρωτοάκουσα τα τραγούδια. Έχω και άλλους πίνακες, αλλά αυτός είναι ο αγαπημένος μου, ένα φωτεινό πορτρέτο με την ηλικία του παιδιού απροσδιόριστη, γύρω στα δώδεκα πιστεύω. Λίγο πριν, δηλαδή, από την ηλικία που εμένα με πέταξαν στη θάλασσα και αναγκάστηκα να βρω μόνη τον δρόμο μου. Θυμάμαι ότι το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω στη Θεσσαλονίκη και να ψάχνω στις αγγελίες για δουλειά. Το ίδιο και στην Αθήνα αργότερα. Όμως επιβίωσα, γιατί είχα δύναμη και αυτοεκτίμηση. Μια άλλη εξήγηση μου έδωσε ο σκηνοθέτης-ψυχίατρος Στέλιος Κρασανάκης, με τον οποίο συνεργαστήκαμε στο θεατρικό Πεθαίνω σαν χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη. Ήξερε ότι το σόι της μητέρας μου ήταν Ευαγγελιστές και είχαν μια υποτυπώδη εκκλησία, στην οποία ήμουν υποχρεωμένη να πηγαίνω, ενώ παράλληλα με το σχολείο παρακολουθούσα τις ορθόδοξες λειτουργίες. Κατά τον Κρασανάκη σ’ αυτό οφείλονται η ποιότητα και η συνέπεια που έχω, γιατί οι Ευαγγελιστές διακρίνονται για την ευγένειά τους.

»Δεν μου αρέσει να κλαίγομαι, ούτε επιδίωξα τον οίκτο κανενός. Έχω τα προβλήματά μου, μπορεί να κλάψω, αλλά θα το κάνω στον ώμο των φίλων μου, ποτέ δημόσια. Επίσης είμαι ανεξάρτητη, κυρία του εαυτού μου, ο καπετάνιος της ψυχής μου. Έκανα πέρα το δράμα της ζωής μου, δεν διανοήθηκα ποτέ να βγω και να καταγγείλω όσα έχω περάσει, ούτε καν τώρα το σκέφτομαι, που το κίνημα  #MeToo έχει γιγαντωθεί. Τι νόημα έχει; Τα κατάφερα. Όλοι καλύπτονται από τις ομπρέλες του ακτιβισμού. Αλλά δεν είναι ακτιβισμός να μείνεις παιδάκι μόνος σου, να πας στα καράβια, να ζήσεις σαν λαθρομετανάστης, να δουλέψεις στα πορνεία, να περάσεις μια κόλαση και να τα καταφέρεις; Να μπορείς να ζεις άνετα, με καλή υγεία και ψυχολογία; Αυτό δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση; Είμαι αυτάρκης και δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν. Και έχω μάθει να προστατεύω τον εαυτό μου από κακοτοπιές σε ό,τι αφορά τη δημοσιότητα. Αν δώσω μια συνέντευξη, έχω απορρίψει άλλες πέντε. Αν παίξω στο θέατρο, έχουν προηγηθεί άλλες δέκα προτάσεις. Επιλέγω πάντα αυτό που θα κάνω να έχει ποιότητα, κι ας μην είναι εμπορικό. Όλοι οι ρόλοι μου είχαν σχέση με αυτό που κουβαλάω. Τα κείμενα του Δημητριάδη ήταν σαν να τα έγραψε για μένα. Όλοι κουβαλάμε μια Μπέττυ μέσα μας, μου είπε. Ο ρόλος στη Στρέλλα το ίδιο, ο Πάνος Κούτρας τον έγραψε πάνω μου, αν δεν δεχόμουν δεν θα τον έβαζε στο έργο. Τον Οκτώβριο, αν όλα πάνε καλά, θα είμαι η μαντάμ Παρί στα Κόκκινα Φανάρια που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μπισμπίκης. Όταν ανακοινώθηκε πέρυσι ότι θα ανέβαινε η παράσταση, η Νίκη Σερέτη -που την αγαπώ πολύ, όπως και τον Άγγελο Παπαδημητρίουπροσφέρθηκε να μεσολαβήσει για να πάρω τον ρόλο, αλλά εγώ ντράπηκα, έχω μια συστολή που ίσως δεν μου φαίνεται. Μόνο αν με σκεφτεί ο άλλος θα προχωρήσω. Αν δεν πάει το μυαλό του σε εμένα, σημαίνει ότι δεν θα πετύχω. Η Νίκη ωστόσο έστειλε μήνυμα στον Μπισμπίκη κι εκείνος της απάντησε ότι με ξέρει, αλλά θα παίξουν μόνο άντρες. Τελικά το έργο δεν ανέβηκε, λόγω της πανδημίας, και τώρα που ξαναπρογραμματίζεται χτύπησε μια μέρα το τηλέφωνο και ήταν εκείνος. Μου έδωσε τον ρόλο και είμαι πανευτυχής – κάπως έτσι μου έρχονται πάντα τα πράγματα, απρόσμενα. Όσο για τον Βασίλη, είναι πάντα χαρούμενος, με φοβερές ιδέες. Επικρατεί ομαδικό πνεύμα, ζούμε ένα πανηγύρι. Συγχρόνως με τις πρόβες για τα Φανάρια, που θα γίνουν και ταινία, κάνω τους μονολόγους της Γλυκερίας Μπασδέκη στα Αμάραντα του Γιάννη Σκουρλέτη, ο οποίος εξασφάλισε χρηματοδότηση από το Υπουργείο Πολιτισμού για ταινία μικρού μήκους. »Σχετικά με τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τώρα, έχουν προχωρήσει αρκετά τα πράγματα στην Ελλάδα, αλλά όχι με τον ρυθμό που θα έπρεπε. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στις αρτηριοσκληρωτικές απόψεις των εκάστοτε κυβερνώντων και, κυρίως, στις διαμάχες μεταξύ των οργανώσεων. Συν το ότι είμαστε μια συντηρητική χώρα, ακόμα περισσότερο μετά την οικονομική κρίση. Προσωπικά δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα τα πράγματα πια, δεν έχω καν επαφή με τρανς ή τρανσέξουαλ. Άλλες τις έκοψα εγώ, άλλες με έκοψαν εκείνες, με άλλες ακολουθούμε διαφορετικούς δρόμους. Όχι ότι με κούρασαν ή με απογοήτευσαν, γιατί δεν προσπάθησα να εκμεταλλευτώ κάτι, ούτε το ’χω με την πολιτική, είμαι πολύ ειλικρινής άνθρωπος. Επέλεξα το φύλο μου και το υποστηρίζω. Έγινα γυναίκα, με αναγνώρισε και το κράτος και μπράβο του. Αν μου ζητηθεί κάτι για σοβαρό σκοπό, βεβαίως θα συμμετάσχω, υπάρχουν όμως άλλοι που το κάνουν καλύτερα. Εγώ έριξα τον σπόρο και έπιασε. Και τότε ακόμα δεν ασχολήθηκα πολύ, παρά για ένα μικρό διάστημα. Η επιβίωση προείχε.

»Όταν γυρνάω πίσω, με σκέφτομαι σαν αγόρι. Πριν από τρία χρόνια αφηγήθηκα τη ζωή μου στον Κώστα Αυγέρη. Με τη βοήθεια του Π. Ευαγγελίδη έκανε σενάριο για ταινία όσα του είπα. Υπάρχει και λίγη μυθοπλασία, που εγώ ζήτησα. Αυτές τις διηγήσεις τις πήρε η Γλυκερία Μπασδέκη για να τις κάνει βιβλίο. Εκεί βλέπει κανείς ότι είμαι αυστηρή, πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό μου. Και πειθαρχημένη. Αν και μερικές φορές νιώθω μια κούραση, γιατί τα πάντα περνούν από το χέρι μου. Δεν υπάρχει ούτε πρώην σύζυγος, ούτε σχέση, ούτε τίποτα. Αυτό συνήθως οδηγεί σε δύο ειδών συμπεριφορές: ή παραιτείσαι και καταντάς όπως πολλές τρανς ή πειθαρχείς για να ζήσεις αξιοπρεπώς. Καμιά φορά, σπάνια, ξυπνάει μέσα μου η επιθυμία να καταρρεύσω, ας πούμε, στις σκάλες του μετρό. Αλλά αμέσως έρχεται μια άλλη σκέψη: “Και τι θα καταφέρεις; Ποιος περιμένεις να σε λυπηθεί; Εξάλλου, δεν θέλεις να σε λυπούνται”. Μόνο στις διηγήσεις μου αφήνομαι, στη σκηνή που πεθαίνει η μάνα μου και ψάχνω να βρω μια φωτογραφία της, που όμως δεν έχω. Πάω λοιπόν στο νεκροταφείο του χωριού με έναν φίλο και πάνω από τον τάφο της σκέφτομαι: “Τώρα, Μπέττυ, μπορείς να καταρρεύσεις, αλλά δεν θα σε λυπηθούν, γιατί δεν είναι κανείς εδώ». Κι εκεί μπαίνει η μυθοπλασία, με τον φίλο μου να με κρατάει και να με οδηγεί έξω, αφού εν τω μεταξύ έχω προλάβει να αρπάξω τη φωτογραφία από τον τάφο, εκτυπωμένη σε πλακάκι. Βρέχει και το χωριό χάνεται πίσω από πυκνά σύννεφα, σαν να εισακούεται η επιθυμία μου να εξαφανιστεί ο καταραμένος τόπος. Και, όταν γυρίζω στο σπίτι, σπάω το πλακάκι με τη φωτογραφία της μάνας μου φωνάζοντας: «Στο διάολο, μάνα». Και τότε σε μια άκρη βλέπω τον πατέρα μου με σκυμμένο κεφάλι -ενοχές;και ακούω τη μάνα μου να μου λέει: “Χαίρομαι, παιδί μου, καλά τα κατάφερες”.

»Ναι, καλά τα κατάφερε το παιδί που την αντανάκλασή του βλέπω σε αυτόν τον πίνακα και μου θυμίζει μια τρυφερή ηλικία που έγινε θολή ανάμνηση. Χωρίς πόνο όμως πια».

Διαβάστε επίσης | Γιατί η απλότητα είναι η νέα χλιδή;