στο-καμαρίνι-της-άννας-βίσση-310797
©PANOS DAVIOS

Η ώρα είναι 11.45 και, όπως κάθε Παρασκευή και Σάββατο, η Άννα φτάνει στο Ermou Hotel και μπαίνει από την πλαϊνή, κρυφή πόρτα για να ανέβει στο καμαρίνι της. Από την ίδια πόρτα μπαίνω κι εγώ λίγα λεπτά αργότερα. Αρχικά οδηγούμαι σ’ ένα δωμάτιο σαν μικρό σαλόνι. Έχει καναπέ, coffee table κι ένα μπαρ. Είναι κάτι σαν χώρος υποδοχής, σαν το δωμάτιο για τους καλεσμένους, ας πούμε. Δεν αργεί να ανοίξει την πόρτα η Άννα και να μας καλωσορίσει. Φοράει φόρμα, T-shirt με τη φράση «Pray for Snow», μαύρες αρβύλες και σκούφο. Τα μαλλιά της είναι βρεγμένα, γιατί πριν φύγει από το σπίτι έκανε μπάνιο. «Ελάτε μέσα να κάνουμε παρέα όσο ετοιμάζομαι», λέει. Το «μέσα» είναι το καμαρίνι της. Εδώ μπαίνουν μόνο οι δικοί της άνθρωποι, όχι οι μουσαφιραίοι, και πράγματι αμέσως νιώθω μια ζεστασιά – την αποπνέει και ο χώρος, και η ίδια. Από τη μία πλευρά έχει έναν γωνιακό καναπέ και από την άλλη έναν μεγάλο καθρέφτη και σκαμπό – το μπουντουάρ, δηλαδή. Παρατηρώ στον καναπέ ένα μαξιλάρι με κεντημένη τη φράση «η Άννα της καρδιάς μας», στον τοίχο κρεμασμένους κάποιους από τους χρυσούς της δίσκους και δίπλα μια οθόνη που δείχνει τη σκηνή. Σε μιάμιση ώρα βγαίνει.

Η Άννα είναι καλοδιάθετη και άνετη, προσφέρει ποτά και ξεκινάει το καθιερωμένο ζέσταμα με τη Λία (Βίσση). Μαθαίνω ότι η αδερφή της είναι εδώ πριν από κάθε live, για να κάνουν αυτή την προθέρμανση με αναπνοές, συνοδεία ενός μικρού κόκκινου αρμονίου, όπου της παίζει τις νότες και την οδηγεί. «Μισώ το λα και το σολ», μου λέει η Άννα σαν να μιλάει σε κάποιον που καταλαβαίνει τι εννοεί. Την κοιτάζω συμπονετικά, ωστόσο. «Πώς ήσουν χθες;» τη ρωτάει η Λία και η Άννα απαντά: «Καλά, αλλά κάποια στιγμή μού έβγαλε μια βραχνάδα». Αποφασίζει να με βάλει στο πνεύμα και μου εξηγεί: «Τα Σάββατα είναι πιο δύσκολα, γιατί είναι το δεύτερο live σερί. Ειδικά αν την Παρασκευή έχω παρασυρθεί με κανένα κομμάτι όπως τα Μαύρα γυαλιά ή το Γκάζι, με χτυπάει αμέσως». Η πόρτα του καμαρινιού ανοίγει και κλείνει κάθε δύο λεπτά. Ένας μουσικός που της λέει ότι θέλει να δοκιμάσει κάτι αλλιώτικο στο Αγάπη υπερβολική, η Δάφνη που έχει ντυθεί Καρβέλας – είναι το Σάββατο της Aποκριάς, πο;y το πάτε αυτό; «Πες σε όλους να βαφτούν και να μασκαρευτούν! Εγώ θα βγω καουμπόισσα σήμερα!» φωνάζει η Άννα. Σε μία ώρα βγαίνει.

Στο καμαρίνι της Άννας Βίσση-1
©PANOS DAVIOS

Το ζέσταμα τελείωσε και έχει έρθει η ώρα του μακιγιάζ. Ξεκλέβει λίγο χρόνο για να καθίσει μαζί μας στον καναπέ. Το ποτό της πάντα το ίδιο: λευκή τεκίλα με pink grapefruit χωρίς ζάχαρη. «Έχουμε χρόνο», λέει. «Έχει τύχει να φτάσω και δέκα λεπτά πριν βγω. Ευτυχώς, οι συνεργάτες μου διαθέτουν χιούμορ και υπομονή!» Τη ρωτάω αν αγχώνεται ποτέ και μου απαντά: «Αγάπη, δεν βγαίνω στην όπερα. Της σοπράνο η φωνή και η ζωή μπορεί να έχει κανόνες. Εδώ που βγαίνω εγώ, έχει μια αλητεία. Αυτό είναι που μου αρέσει. Ίσα ίσα που αν συμβεί και κανένα απρόοπτο και γελάσουμε λίγο, θα βγω πιο χύμα και πιο έτοιμη. Νομίζω ότι η Βίσση, αν δεν είναι χύμα, δεν είναι η Βίσση. Μου το είπε και ο Καρβέλας φέτος. Μου λέει: “Στα πρώτα δύο τραγούδια υπάρχουν φορές που δεν σε αναγνωρίζω, είσαι λίγο κρύα… Εκεί που αρχίζει να φεύγει λίγο το μαλλί και να τρελαίνεσαι, γύρω στο πέμπτο τραγούδι, είσαι πάλι η Βίσση”. Ε, του λέω, από το πρώτο τραγούδι να τρελαίνομαι; Όταν ιδρώσεις λίγο, ζεσταθεί ο κόσμος, ανέβει η αδρεναλίνη, εκεί λύνεσαι. Οπότε, όχι, δεν αγχώνομαι καθόλου. Σκέψου ότι το αστείο μου με τον μαέστρο είναι ότι μου επαναλαμβάνει κάθε φορά πριν βγω “έχεις τρακ απόψε, Άννα;”. Ναι, του απαντάω, πάρα πολύ! Ξέρεις, όταν πατήσεις τα 60, λειτουργεί μια περίεργη ωριμότητα, μια ελευθερία σκέψης που σε απαλλάσσει από περιττά άγχη και υστερίες». Σηκώνεται για να καθίσει στο μπουντουάρ της. Αρχίζουν να στεγνώνουν τα μαλλιά της, που ακόμη είναι βρεγμένα. Σε 45 λεπτά βγαίνει.

Δίπλα από το μπουντουάρ έχει δύο σκαλάκια που οδηγούν σε έναν χαμηλοτάβανο χώρο που φιλοξενεί την γκαρνταρόμπα της. Η Άννα δεν έχει ένα look –σαν στολή– για τις εμφανίσεις της, όπως συνηθίζεται. Αντ’ αυτού, σε κάθε live φοράει δύο διαφορετικά σύνολα. Στον τοίχο βλέπω την ίδια σε δεκάδες snap shots με τα look όλης της σεζόν, τα οποία έχει σετάρει η κόρη της, Σοφία Καρβέλα. Βλέπω κρεμασμένα αμέτρητα καπέλα και ζώνες. Σε ράφια βαλμένες στη σειρά μπότες, μποτάκια και γόβες, με στρας, με τρουκ, στιλέτο ή με χοντρό τακούνι. Σε κρεμάστρες παντελόνια, τζιν και δερμάτινα. Στο μεταξύ, έχει αρχίσει το μακιγιάζ. Τη ρωτάω αν για την ίδια έχει κάποια μορφή ρουτίνας όλη αυτή η προετοιμασία. «Υπάρχουν μέρες που μπορεί να έρθω κουρασμένη ή βαριεστημένη, όχι με την καλύτερη διάθεση. Οι ίδιες μέρες μπορεί να εξελιχθούν στις ομορφότερες της ζωής μου. Μια ματιά, μια κουβέντα, μια στιγμή αρκεί για να με βγάλει από αυτό που αισθάνομαι σαν ρουτίνα. Αυτή η στιγμή ίσως είναι ερμηνεύοντας ένα τραγούδι που λατρεύω και νομίζω ότι το έχω βαρεθεί. Ξαφνικά, μπορεί να μου έρθουν δάκρυα στα μάτια. Το Εμείς, το Μην ψάχνεις την αγάπη, το Να τον αγαπάς είναι από τα κομμάτια που με συγκινούν, βαράνε τις χορδές μου και μου φέρνουν έναν λυγμό χωρίς να καταλαβαίνω γιατί… Όπως είναι και κάποιοι άνθρωποι και ο τρόπος που με κοιτάζουν από κάτω και συντονίζονται μαζί μου. Χθες, μια κοπέλα μού ζήτησε από τα 50 μέτρα το Αγάπη είναι εσύ. Είχε καθίσει σε μια γωνίτσα και την κοιτούσα όση ώρα το τραγουδούσα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ζωή από μόνη της είναι μια ρουτίνα και νομίζω ότι είναι ωραίο να τη νικάμε. Τι μας κάνει να ξεφεύγουμε ακόμη κι από την υπαρξιακή ρουτίνα του “γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε”; Αυτές τις στιγμές είναι που η ζωή είναι ωραία». Σε μισή ώρα βγαίνει.

Ο μακιγιέρ της, ο Παντελής, της έχει βάλει στο ένα μάτι χοντρό περίγραμμα με eye liner και στο άλλο λίγο λεπτότερο. Μας ρωτάει τι προτιμάμε. Εγώ προτιμώ το πιο λεπτό, αλλά εκείνη λέει ότι το χοντρό θα δείχνει καλύτερα στη σκηνή. Όσο τη βάφει, συνεχίζει να μου μιλάει. «Δεν μου αρέσει να τρομάζουν οι άνθρωποι που έρχονται εδώ να με συναντήσουν. Όταν αντέχω να τους δω και να τους μιλήσω, στο κλείσιμο, κατά τις 7 το πρωί δηλαδή, θέλω να τους κάνω να νιώσουν άνετα μαζί μου. Εγώ όταν συνάντησα τον Antony Hopkins, είχα πάει να τον δω στο θέατρο και περίμενα στη βροχή για αυτόγραφο. Έτρεμα, ήμουν καψούρα μαζί του, έλεγα μια μέρα θα τον παντρευτώ. Τον συνάντησα και ήταν ψυχρούλης. Μου έχει μείνει αυτή η εμπειρία και σκέφτομαι πάντα πώς να μην κάνω τους ανθρώπους να νιώθουν έτσι. Δεν συναντάω τον κόσμο με την υπεροψία της διάσημης Άννας Βίσση, θέλω την ανθρώπινη σχέση. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, όπως είναι δύσκολο και με τους επιλαχόντες εραστές – όλοι τους έχουν πόζα μαζί μου». Σε ένα τέταρτο βγαίνει.

Το μακιγιάζ τελείωσε και η Άννα πάει να ντυθεί καουμπόισσα. Βλέπω από την οθόνη την πίστα. Κάτω έχει αρχίσει να βράζει το αίμα του κόσμου, που πλέον είναι γεμάτος προσμονή. Έχουν πιει τα πρώτα ποτά και θέλουν να τη δουν, να δεχτούν το καλωσόρισμα με το χαρακτηριστικό γκελ στη φωνή και να ακούσουν γνώριμους στίχους. Βγαίνει.

Καθώς την παρατηρώ από απόσταση, εκείνη πάνω στη σκηνή, εγώ ανάμεσα στον κόσμο, συνειδητοποιώ ότι στην περίπτωσή της το onstage δεν απέχει και πολύ από το backstage. Φιλικό ύφος, άμεση προσέγγιση, εγκαρδιότητα, ευθύτητα, χιούμορ, σταράτα λόγια – σε στίχους και πρόζα, σε τραγούδια και καταπρόσωπο. Σκέφτομαι ότι τελικά ίσως αυτή είναι η μυστική συνταγή της Βίσση. Μάλλον, για να το πω με τον τρόπο της, ίσως αυτή να είναι η αγάπη υπερβολική της Άννας.