Κανονίζουμε μεγάλη παρέα για ποτά και φαγητό στο Frater & Soror, στο Παγκράτι. Κρύα βραδιά, με αέρα διαυγή, τριζάτο. Αριβάρουμε στο μαγαζί. Έκπληξη: καθαρή, ωραία, λαμπερή ατμόσφαιρα. Άκαπνη. Εξόριστοι οι καπνίζοντες της παγκρατιώτικης sprezzatura στο κρύο! Δεύτερο καλό: η φιλόστοργη αποτελεσματικότητα του προσωπικού. Μη γελάτε, είναι διακόνημα δύσκολο το σέρβις: δεν μας έλειψε τίποτα, δεν άργησε τίποτα, όλη η συνδιαλλαγή έγινε με χαμόγελα και γλύκα. Ο χώρος με ύφος απλό και σαφές: γυμνός, τσιμέντα, μωσαϊκά, λιτά ξύλινα τραπεζοκαθίσματα. Χαμηλό μπαρ, μαλακός φωτισμός, μουσική comme ci comme ça. Ευτυχώς, όχι πολύ δυνατή. Το όλον είχε κάτι από Βερολίνο, από american diner, από παλιά Αθήνα, αλλά με δικό του χαρακτήρα. Η Χριστίνα μάς προσγείωσε: από την πλαϊνή τζαμαρία το μαγαζί βλέπει στο ΟΚ market. Oh well…
Όποιος προτιμά το κλασικό μαρτίνι να σηκώσει το χέρι
Πρώτα ήρθαν τα ποτά. Ξαφνικό χαστούκι, το Dry Martini μου υπερπειραγμένο: μια δυσάρεστη αλμύρα και μια βαριά γεύση ελιάς άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους στο στόμα. Δεν τους ξέφυγε, έτσι το φτιάχνουν, είναι, ας πούμε, ο επαναπροσδιορισμός τους του κλασικού κοκτέιλ. Πλην όμως ατυχής. Το ποτό μου το άλλαξαν χωρίς χρέωση, μια ευγενική χειρονομία. Τα υπόλοιπα κοκτέιλ ήταν ωραιότατα. Έχουν οκτώ διαφορετικά gin & tonic, το ένα καλύτερο από το άλλο. Ειδικεύεται το μπαρ στο τζιν, έχει 50 ετικέτες – ως «gintoneria» συστήνεται. Τι; Δεν ξέρατε τον όρο; Έχουν και άλλα γλυκόξινα, αιχμηρά και εμπνευσμένα μαντζούνια. Εδώ να σας πω ότι στο project εμπλέκονται κύριοι από μερικές από τις πιο φαμόζες μπάρες της πόλης (Theory, Senios, The Clumsies, Odori).
Ζήτω το κάπνισμα
Στο Frater & Soror το φαγητό υπογράφει ένας νέος μάγειρας σπάνιας ράτσας, ο Δήμος Μπαλόπουλος. Το μενού που έχει εκπονήσει για το μπαρ θα το ζήλευαν πολλά μοδάτα εστιατόρια. Γαστριμαργικώς ορθό, με πικάντικα και καπνιστά σολ, με ήσυχα ευρήματα και ακομπλεξάριστη χρήση τερτιπιών σίγουρης νοστιμιάς –βλ. το flatbread με καβουρδισμένο κιμά, σάλτσα αντζούγιας και burrata, και τα χειροποίητα nuggets από βιολογικής εκτροφής κοτόπουλο με καπνιστή slaw πάνω σε pancakes–, μπαρίστικα φαγάκια που εμπίπτουν στην τελευταία κατηγορία. Τα πράγματα σοβαρεύουν με τον λαχανοντολμά ταρτάρ: χοντροκομμένο, μαστιχωτό μοσχάρι, μισοτυλιγμένο σε καψαλισμένο φύλλο λάχανου, λουσμένο με ένα κίτρινο, κρεμώδες αυγολέμονο. Και με τις φιλεταρισμένες γόπες πανέ –κατά τον τρόπο των γιαπωνέζικων tonkatsu–, που σερβίρονται με καπνιστή ταραμοσαλάτα και λεπτοφυή σάλτσα από κόκκινο miso. Αμφότερα, πιάτα που συστήνονται ενθέρμως. Η πανσέτα καλή, ψημένη σε κενό αέρος προφανώς, τα ραβιόλι με κρέμα κουνουπιδιού και πενταετούς ωρίμασης αξιώτικη γραβιέρα εύστοχα ζευγαρωμένα με ζωμό κρεμμυδιού και άγρια μανιτάρια. Αρκετά φαγητά έχουν καπνιστές πινελιές, είναι ο κοινός παρονομαστής στο μενού. Δεκτόν, αλλά θεωρώ πως θέλει σύνεση η χρήση του. Ας πούμε, το γαλακτομπούρεκο με τη μωρουδιακής τελειότητας κρεμούλα, το τραγανό ψιλοκομμένο φύλλο κανταϊφιού και τα ζελεδάκια ρουμιού αδικείται κατάφορα από το λιγωτικό κάπνισμα. Γενικώς τα γλυκά, αν και αποδομημένα, είναι κόμφορτ. Η παρέα έμεινε ικανοποιημένη.