the-x-file-όταν-τελειώνει-το-ταξίδι-201116

Την τελευταία εβδομάδα ταξίδεψα σε τρεις χώρες. Κάθε μια έχει διαφορετική πολιτική για τον κορωνοϊό. Τα ταξίδια καθεαυτά δεν έχουν πια πλάκα. Είναι πηγή άγχους και προϋποθέτουν αποκλειστική απασχόληση για αρκετές ώρες αν αποφασίσεις να είσαι νομοταγής και να συμμορφωθείς με τις διατάξεις κάθε χώρας. Αλλιώς κινδυνεύεις να ξεμείνεις για πάντα σε κάποιο αεροδρόμιο, ψάχνοντας πρίζα για να διορθώσεις ένα λάθος 6 στο τρίτο σου Passenger Locator Form (PLF), ακριβώς τη στιγμή που το τηλέφωνό ξεψυχά.

Στις αεροπορικές εταιρίες δεν μοιράζουν πια καραμέλες για να μην πονούν τα αυτιά σου στην απογείωση, αλλά αντισηπτικά μαντηλάκια Dettol. Όταν όμως το αεροπλάνο είναι πάνω από τα σύννεφα, ο πιλότος ενημερώνει ότι «πετάμε στα τριανταέξι χιλιάδες πόδια» και το γνωστό χνουδωτό πάπλωμα απλώνεται από κάτω, η χαρά είναι ατόφια, προπανδημική.

Στην Ολλανδία πρέπει να συμπληρώσω μόνο μια σελίδα PLF και να την τυπώσω. Τα βασικά: όνομα, ημερομηνία γέννησης και διαβατήριο. Κανείς δεν ζητάει το πιστοποιητικό εμβολιασμού, ούτε μου λέει να κρατήσω αποστάσεις. Έχει επιβληθεί όμως εδώ και λίγες μέρες λοκνταουν, τα μπαρ και τα εστιατόρια κλείνουν νωρίς κι υπάρχει μια αίσθηση επιστροφής στη μη κανονικότητα.

Στην Πορτογαλία είναι όλοι εμβολιασμένοι κι η ζωή κυλάει ήσυχα. Κανείς δεν χρειάζεται να δείξει πιστοποιητικό εμβολιασμού γιατί θεωρείται δεδομένο ότι διαθέτει. Στους κλειστούς χώρους φορούν συχνά μάσκες, αλλά όχι εμμονικά. Περισσότερο από κεκτημένη ταχύτητα ή αδράνεια. Σαν ένα κουσούρι που έχει μείνει από την πανδημία.

Στην Αγγλία ουδείς ασχολείται. Στο tube είναι όλοι στιβαγμένοι στα βαγόνια και φτύνουν μικρόβια ο ένας πάνω στον άλλο, στα θέατρα τα μεγάφωνα συστήνουν στους θεατές να φορούν μάσκα, αλλά ο διπλανός μου βήχει επιδεικτικά πάνω μου, νιώθω τον ζεστό μολυσμένο αέρα να περνά ξυστά από το λαιμό μου. Συμπληρώνω δέκα σελίδες γεμάτες αδιάκριτες γραφειοκρατικές ερωτήσεις («που θα μείνετε; Τι σας συνδέει με αυτόν στου οποίου το σπίτι θα μείνετε;»), τις οποιες πρέπει να υποβάλω 48 ωρες νωρίτερα. Αγοράζω υποχρεωτικά ένα test, το οποίο φτάνει πριν από μένα στη χώρα. Πληρώνω είκοσι λίρες για αυτό το σκοπό αλλά ξεχνάω να το κάνω την δεύτερη μέρα παραμονής μου στο Ηνωμενο Βασίλειο. Το κάνω στην Ελλάδα, όταν γυρνάω, αλλά εδώ αυτά τα τεστ κάνουν το πολύ εφτά ευρώ. Πλήρης παραλογισμός.

Ο ταξιτζής στη Λισαβώνα με την βαριά ινδική προφορά αναγκάστηκε να κλείσει το εστιατόριο του μετά τους πρώτους μήνες λοκνταουν. «Αν υπάρχει καμία δουλειά στο Άμστερνταμ να μου πείτε», λέει στην Ολλανδέζα συνεπιβάτη μου. Στο Λονδίνο ο οδηγός του Uber ακούει μια εκπομπή με παρουσιαστή ιδεολόγο αντιεμβολιαστή. «Πολλοί φίλοι μου προτίμησαν να αφήσουν τις δουλειές τους παρά να εμβολιαστούν», μου εκμυστηρεύεται.

Στα Uber του Λονδίνου πρέπει να φοράς μάσκα, στα μαύρα ταξι όχι. Στα σούπερ μάρκετ όχι, ούτε στα μπαρ. Η φενάκη του τέλους της πανδημίας σε παρασύρει γρήγορα και μέσα σε λίγες ώρες ξεχνάς τους τελευταίους είκοσι μήνες. Μια ειδοποίηση στα ελληνικά που ανάβει στο κινητό σε επαναφέρει στην τάξη: 7287 κρούσματα, 608 διασωληνωμένοι, 105 θάνατοι. Κάπως έτσι τελειώνει το ταξίδι.