Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος μπορεί να έχει χίλια ταλέντα. Ωστόσο, το προφανές ταλέντο του, που εντοπίζουν όλοι όσοι τον έχουν ακούσει να μιλάει για το σινεμά, είναι το πιο ελκυστικό. Αναφέρομαι στο ότι μπορεί με απλά λόγια, αναφορές που προσαρμόζει στις γνώσεις του ακροατή του, εύγλωττες φράσεις και παραπομπές να σε μυήσει σε μια ταινία, στον κόσμο ενός σκηνοθέτη, στον κόσμο του ίδιου του κινηματογράφου. Αν έχεις την τύχη να τον γνωρίζεις προσωπικά, σου λέει πρόθυμα τι σου ταιριάζει να δεις αυτή την περίοδο, τι να αποφύγεις, ποια σκηνή θα σε δυσαρεστήσει ή, αντίστοιχα, θα σε εμπνεύσει. Το κάνει από κέφι και από ένα είδους χρέος, θα τολμήσω να πω. Σαν γιατρός που συνταγογραφεί ανάλογα με τα εμφανή συμπτώματα. Και μετά είναι το χιούμορ του… Πνευματώδες, καυστικό, αυτοσαρκαστικό, αιφνιδιαστικό. Θα το περιέγραφα ως εξής: Όταν μιλάει, μοιάζει να τοποθετεί τις λέξεις του σχολαστικά σε προτάσεις, μέχρι που δυσανασχετεί με αυτή την τάξη και, τελικά, λέει ένα ξεκαρδιστικό αστείο για να γκρεμίσει την αλφαδιασμένη στοίχιση των σκέψεών του. Και πάμε από την αρχή!
Ποια είναι η πρώτη ταινία που είδες;
Η πρώτη ταινία που με πήγαν να δω ήταν το Βιβλίο της Ζούγκλας – κλασικό της Disney. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα υπνωτιστικά μάτια του φιδιού, τον χορό του Μόγλη, τη σκηνή με τους χιμπατζήδες στην Ινδία, τα χρώματα και την ανεμελιά που έβγαζε. Ευτυχώς, γλίτωσα ως πρώτη επαφή με τον κινηματογράφο τη ζαχαρένια και μανιχαϊστική παιδική ταινία που διακρίνει το καλό από το κακό. Όμως η πρώτη ταινία που πήγα μόνος μου να δω ήταν το Love Story με την Ali MacGraw και τον Ryan O’Neal. Όρθιος. Γιατί έβαζαν και όρθιους παλιά στα σινεμά. Κοντύτερος των περισσοτέρων, πάσχιζα να δω την οθόνη μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα.
Σου άρεσε το Love Story;
Δεν με άγγιξε καθόλου. Το είδα σαν ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο που μάζευε πολύ κόσμο. Και φαίνεται ότι μου έμεινε το κουσούρι, γιατί ακόμα δεν είμαι οπαδός του ρομαντικού στοιχείου στο σινεμά.
Δεν βλέπεις rom–coms;
Τα αποφεύγω, αλλά χρειάζεται ενίοτε λόγω δουλειάς. Είναι ένα είδος που ξεπέφτει πολύ εύκολα στο κλισέ. Μου άρεσαν ωστόσο οι ηθοποιοί που έπαιζαν στις κλασικές και πιο τρελές ρομαντικές κωμωδίες της δεκαετίας του ’30 και του ’40, όπως ο Cary Grant και η Katharine Hepburn, και τέσταραν τους ρόλους, τα γένη, τα είδη, σε εποχές που ήταν πιο δύσκολο να γίνει. Χρειαζόταν να προσπαθήσουν περισσότερο.

Πώς άρχισες να ασχολείσαι επαγγελματικά με το σινεμά;
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μόλις είχα επιστρέψει από τις σπουδές μου και είχα τελειώσει με το στρατιωτικό, άρχισα να δίνω κείμενα στο νεοσύστατο περιοδικό Σινεμά, χωρίς αμοιβή. Μετά βρήκα τυχαία δουλειά στον Ant1, σε μια κινηματογραφική εκπομπή, όπου έγραφα κείμενα και επιμελούμουν τα βίντεο.
Πότε ένιωσες ότι πατάς καλά στον τίτλο του κριτικού κινηματογράφου;
Πρακτικά όταν άρχισα να ζω από αυτό. Όταν, δηλαδή, σταμάτησα να διδάσκω παράλληλα αγγλικά και γαλλικά για τα προς το ζην. Αλλά επειδή είναι πολύ φλου αυτός ο τίτλος και δοκιμαζόμενος μέχρι σήμερα, που θεωρείται πολυτέλεια διεθνώς να είσαι κριτικός κινηματογράφου, δεν έχω σταματήσει να αισθάνομαι προνομιούχος.