Στα ηχεία coltraine και Lou Reed, Πετρολούκας και Nick Cave σε μείξη. «Caution, ferry», διακόπτει το GPS. Πειραιάς, λιμάνι, αραγμένα τα Blue Star με στόματα να χάσκουν. Αφήνουμε πίσω μας το επιβλητικό μέγαρο του ΗΣΑΠ. Aνεβαίνουμε την Αιτωλικού. Ψιθυρίζω οδηγίες στον Αλέξανδρο, διακόπτοντας το GPS. Η Χριστίνα και η Αναστασία, στο πίσω κάθισμα, απαθανατίζουν την πικάντικη ατμόσφαιρα με την κάμερα του κινητού. No filter. Μηχανουργεία, αποθήκες, φαναρτζίδικα, «χυτήρια καμπανών», κάπου κοντά βοά ένα παλαιού τύπου ελληνάδικο. Φαντάσματα. Μας έχει θερίσει ο ψυχρός απριλιάτικος αέρας, όμως δεν εννοούμε να ανεβάσουμε τα παράθυρα. Αυτό το νουάρ σκηνικό, και να θέλεις, δεν μπορείς ευκόλως να το σκηνογραφήσεις.
Βρισκόμαστε στη Ρετσίνα, παλαιά εργατική ζώνη του βιομηχανικού Πειραιά, ανάμεσα στις εργατοσυνοικίες της Αγια-Σοφιάς και της Λεύκας. Το όνομά της το πήρε από την πάλαι ποτέ ένδοξη κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα, που για χρόνια ήταν το μεγαλύτερο, το σπουδαιότερο εργοστάσιο του είδους στη χώρα. Έχει παρακμάσει προφανέστατα η περιοχή, τα σημάδια της κρίσης στον καθημερινό βίο της είναι έντονα. Κρατάει όμως την ιστορική της γοητεία. Μεγάλες λακκούβες στην άσφαλτο κρατούν το νερό από το ψιλόβροχο της βραδιάς. Φτάνουμε στον προορισμό μας.
Έχουμε έρθει στο Paleo ένα εκατομμύριο φορές, τα ίδια πάνω κάτω συναισθήματα κάθε φορά. Ανοίγουμε την πόρτα σε έναν χαρούμενο κόσμο. Η κρίση αναστέλλεται. Προσώρας ξανοίγει η διάθεση. Μια γκλοριόζα αποθήκη είναι το μαγαζί, ανακαινισμένη, πλην όμως γυμνή, σχεδόν ακατέργαστη. Και εντυπωσιακή. Μια αριστουργηματική ξύλινη οροφή, κάτι-σαν-μπετόν στους τοίχους, επιμήκεις ραφιέρες με μπουκάλια, δύο θεόρατοι συντηρητές κρασιών στο βάθος, στοίβες από gourmet περιοδικά και βιβλία, ξύλινα κουτιά, γιρλάντες με φωτάκια, κεριά – that’s all.