Στο πρόγραμμα της Εβδομάδας Μόδας του Λονδίνου, εκτός από τα νέα ταλέντα που συνηθίζει να στηρίζει η βρετανική πρωτεύουσα, οι editors και οι buyers (οι οποίοι και αποφασίζουν, τελικά, ποιος και τι θα είναι στη μόδα) έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους σε τρία σόου: Burberry, Vivienne Westwood και Mary Katrantzou. Δύο εβδομάδες πριν από αυτό της Ελληνίδας σχεδιάστριας, την επισκέφτηκα στο στούντιό της, στο Ανατολικό Λονδίνο. Έξω έβρεχε –φυσικά–, αλλά ο χώρος ήταν ζεστός και φωτεινός από τα πολλά χρώματα, ενώ η Μαίρη με περίμενε ντυμένη στα μαύρα, όπως συνηθίζει. «Οι περισσότεροι δημιουργοί που δουλεύουν με χρώμα φορούν μαύρα», εξηγεί. «Είναι σαν στολή. Η ομάδα μου κι εγώ παίρνουμε τόσες αποφάσεις σε σχέση με αυτό, ώστε έχω την ανάγκη να αποβάλω ό,τι είναι περιττό. Μοιάζει σχεδόν σαν να καθαρίζω την παλέτα μου, νοητικά και πρακτικά». Μιλάει γρήγορα και περιεκτικά, όπως θα περίμενε κανείς από έναν έξυπνο άνθρωπο, που συνδυάζει με επιτυχία τη δημιουργία με την επιχειρηματικότητα. Έχοντας συμπληρώσει δέκα χρόνια από την ημέρα που τα ψηφιακά της prints με την trompe-l’œil αίσθησή τους άνοιξαν έναν νέο δρόμο στη μόδα, ρωτώ τι θέλει να γίνει όταν… μεγαλώσει. «Μου αρέσει να σκέφτομαι στα 36 μου τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω», απαντά γελώντας. «Πάντως, σε αυτό το στάδιο νιώθω ότι μπορώ να δουλέψω με περισσότερη ελευθερία, να παρουσιάσω ακόμα πιο δημιουργικά πράγματα». Σε επιχειρηματικό επίπεδο, δείχνει αυτοπεποίθηση. «Μετά από δέκα χρόνια, θεωρώ ότι μπορεί ένας σχεδιαστής να προστατεύσει το brand του και να αυξήσει την πελατεία του, παραμένοντας αυθεντικός και πιστός στον στόχο του», εκτιμά.
Μικρή ήθελε να γίνει αρχαιολόγος, αργότερα δικηγόρος –«μου άρεσε να συμμετέχω στα debates του σχολείου μου» εξομολογείται–, αλλά τελικά σπούδασε αρχιτεκτονική στο Rhode Island School of Design των Ηνωμένων Πολιτειών. Όμως, η αγάπη της για τη μόδα την οδήγησε στο Λονδίνο και στην περίφημη σχολή Central Saint Martins, απ’ όπου έχουν αποφοιτήσει μεγάλα ονόματα, όπως ο Alexander McQueen, ο John Galliano, ο Riccardo Tisci, αλλά και η Σοφία Κοκοσαλάκη. «Όταν μεγάλωνα στην Ελλάδα, η μόδα δεν ήταν μια βιομηχανία που επέτρεπε εύκολο βιοπορισμό, αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν πίστευα πως θα έμενα στο εξωτερικό», τονίζει. «Στην πορεία κατάλαβα ότι μου άρεσε περισσότερο να δουλεύω με τις λεπτομέρειες και ότι τα πατρόν μού πρόσφεραν μια ασυνήθιστη ελευθερία να δημιουργώ».
Τον Σεπτέμβριο του 2008, λίγο πριν από το δεύτερο σόου της, έβαλε στοίχημα με τους γονείς της ότι, αν κατάφερνε να πουλήσει 30 φορέματα, θα σήμαινε ότι είχε πετύχει. Τελικά, πούλησε πολλά περισσότερα. Σήμερα, πώς αποτιμά την επιτυχία της; «Το ότι η εταιρεία μου παραμένει ανεξάρτητη είναι για μένα επιτυχία, δεδομένου μάλιστα ότι οι ρυθμοί της μόδας είναι πιο γρήγοροι», τονίζει. «Το να μπορώ να κάνω αυτό που αγαπώ και παράλληλα να γνωρίζω ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, να κάνω μια συζήτηση που θα με εμπνεύσει, να δουλέψω ένα project που θα με συνεπάρει, είναι το πιο ικανοποιητικό μέρος της δουλειάς μου».