Μικρός λάτρευε τη µόδα, έφηβος εγκατέλειψε τον γαλλικό νότο για να κυνηγήσει το όνειρό του στο Παρίσι και τώρα, στα 29 του, έχει εκτοξεύσει στην κορυφή τον οίκο µόδας του, που φέρει το µεσαίο όνοµα της µητέρας του. Και βρίσκεται ακόµα στην αρχή.
Tο φθινόπωρο του 2013, κατά τη διάρκεια της Εβδοµάδας Μόδας για το επόµενο καλοκαίρι, όλοι µιλούσαν για έναν όµορφο και αυτοδίδακτο νεαρό σχεδιαστή, που έκανε αίσθηση µε τη χαρούµενη συλλογή του. Είχε τίτλο La Piscine και η παρουσίασή της έγινε στις δηµόσιες αθλητικές εγκαταστάσεις της Βαστίλης.

Σήµερα, ο γεννηµένος στη νότια Γαλλία Simon Porte Jacquemus θεωρείται ένας από τους βασικούς trendsetters στην Πόλη του Φωτός, αφού οι δηµιουργίες του έχουν αγκαλιαστεί από αφοσιωµένες σε αυτόν γυναίκες όλων των τύπων και σε παγκόσµια κλίµακα. Τα βασικά χαρακτηριστικά της σχεδιαστικής γραφής του είναι η απλότητα, ο αισθησιασµός και η πρακτικότητα, σε συντονισµό πάντα µε την κάθε εποχή.
Η πορεία του µετριέται µε άλµατα µάλλον παρά µε απλά βήµατα, αφού όλα συνέβησαν σχετικά γρήγορα, αν αναλογιστεί κανείς ότι το brand Jacquemus πρωτοεµφανίστηκε το 2009. Ο 29χρονος σήµερα Simon ονειρευόταν µια θέση στον χάρτη της µόδας από µικρός. Στα 18 του άφησε πίσω του τη ροµαντική καθηµερινότητα του χωριού Mallemort, για να φοιτήσει στη σχολή µόδας ESMOD. Έναν χρόνο αργότερα, µε τη βοήθεια των µέσων κοινωνικής δικτύωσης, παρουσίασε την πρώτη του συλλογή, στην οποία έδωσε το µεσαίο όνοµα της πρόσφατα εκλιπούσης µητέρας του: Jacquemus. «Αποφάσισα τότε να ξεκινήσω κάτι καινούργιο, για να πάρω δύναµη και να συνεχίσω να υπάρχω», εξοµολογείται. «Ήµουν πολύ δεµένος µαζί της και δεν ήθελα ο πόνος της απώλειας να µεταφραστεί σε αδυναµία. Θυµάµαι ότι ζήτησα από µια κυρία που έραβε κουρτίνες στη Μονµάρτρη να µε βοηθήσει να φτιάξω τη συλλογή µου, και εκείνη ανταποκρίθηκε. ∆εν είχα καθόλου επαφές για να µε βοηθήσουν, ούτε χρήµατα. Αφού λοιπόν φωτογράφισα τα ρούχα, τα ανέβασα στο Facebook και αµέσως φίλοι, συγγενείς, γνωστοί και άγνωστοι άρχισαν να τα µοιράζονται στα δικά τους προφίλ. Πολύ σύντοµα έλαβα ένα µήνυµα από µια δηµοσιογράφο µουσικού περιοδικού, η οποία, ενθουσιασµένη, µου ζήτησε συνέντευξη. Την ευχαρίστησα και φυσικά δέχτηκα. “Γιατί όχι;” σκέφτηκα».
