Τι σημαίνει να επιλέγεις να ζεις στην Ελλάδα, όταν οι περισσότεροι γύρω σου αποφασίζουν να φύγουν μακριά της.
Κάποιοι δεν επέστρεψαν ποτέ από τις σπουδές. Άλλοι τα μάζεψαν άρον άρον μετά το πανεπιστήμιο, αναζητώντας καλύτερη τύχη στον επαγγελματικό στίβο μιας ξένης χώρας. Μερικοί ονειρεύονται να γυρίσουν μια μέρα, άλλοι έχουν ήδη αποκτήσει μια δεύτερη πατρίδα της οποίας η γλώσσα θα γίνει η μητρική για τα παιδιά τους. Με κάποιον τρόπο και όπως συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, το εξωτερικό «ρούφηξε» μεγάλο μέρος των δικών μου ανθρώπων. Ένας ένας έμπαιναν στο αεροπλάνο με παραπάνω από μία βαλίτσες στα χέρια, έκαναν «σπίτι» τους διαφορετικά σημεία στον πλανήτη, έκαναν «δικούς τους» ανθρώπους από διαφορετικές εθνικότητες, έγιναν γέλια και στενοχώριες μέσω Skype, πολύτιμες στιγμές μέσα στις γιορτές και το καλοκαίρι. Ο αδελφός μου και η οικογένειά του, η ξαδέλφη μου, μερικοί από τους πιο αγαπημένους μου φίλους και συνεργάτες έφυγαν μακριά. Για πολλά χρόνια πίστευα ότι εγώ έμεινα πίσω. Όσο μεγαλώνω, όμως, διαπιστώνω ότι απλώς έμεινα εδώ.
Το εξωτερικό ήταν κάποτε –σίγουρα προ κορωνοϊού– το Άγιο Δισκοπότηρο. Αν ήθελες να κάνεις καριέρα, να βγάλεις χρήματα, να ανοίξει το μυαλό σου, να δεις πράγματα, έπρεπε να φύγεις έξω. Όσοι δουλεύαμε, ζούσαμε, βγαίναμε, κάναμε εκδρομές εδώ, αναρωτιόμασταν πού και πού αν είχαμε κάνει τη λάθος επιλογή, αν έπρεπε κι εμείς με τη σειρά μας να είχαμε πάρει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη. Για πολλά χρόνια λέγαμε πως, αν τα πράγματα πάνε κατά διαόλου στην Ελλάδα, θα φύγουμε κι εμείς όπως οι άλλοι, θα πάμε κάπου όπου θα έχει κρύο και συννεφιά, αλλά θα σωθούμε. Στην πορεία, τα πράγματα πήγαν πολύ κατά διαόλου, παρ’ όλα αυτά κάποιοι συνεχίσαμε –από τύχη; από φόβο για το άγνωστο; από καθαρή επιθυμία;– να ζούμε εδώ. Την ίδια στιγμή και όσο στη χώρα μας κατέρρεαν όνειρα και επιχειρήσεις, στις άλλες γωνιές του πλανήτη οι δικοί μου άνθρωποι αντιμετώπιζαν άλλες δυσκολίες: εμπόδια που είχαν να κάνουν με τα συστήματα κάθε χώρας, με καινούργιες γλώσσες και κώδικες επικοινωνίας, με τα χιλιόμετρα που τους χώριζαν όταν κάποιος γονιός ή συγγενής είχε την ανάγκη τους, ενίοτε και με τον ρατσισμό. Τα πράγματα δεν ήταν για όλους «καλύτερα», επειδή είχαν αλλάξει γεωγραφικό σημείο πάνω στον χάρτη. Μαθαίναμε –ο καθένας μέσα από τις δικές του εμπειρίες– ότι στην πραγματικότητα πουθενά δεν υπάρχει ακριβώς «σωτηρία». Όπως πουθενά δεν υπάρχουν παράδεισοι.
Ίσως παραδεισένια να φαινόταν και να εξακολουθεί να φαίνεται η Ελλάδα, στα μάτια όσων δεν μένουν μόνιμα εδώ. Η Ελλάδα του καλοκαιριού, της κρυστάλλινης θάλασσας, των γεμιστών, του δροσερού νερού μετά τη βουτιά, των παγωτών στα πλακόστρωτα σοκάκια, των συναυλιών, των ποτών στο κέντρο και του ηλιοβασιλέματος. Κάθε φορά που ανεβάζω φωτογραφία από νησί Μάιο μήνα, δέχομαι τις κατάρες όσων βρίσκονται μακριά. Δεν τους κατηγορώ: είναι πανέμορφη η χώρα μας. Στ’ αλήθεια, σου κόβει την ανάσα. Αισθάνομαι τυχερή να βρίσκομαι μία και δύο ώρες μακριά από νησιά που μοιάζουν βγαλμένα από καλοκαιρινό όνειρο, άλλο τόσο από βουνά που θα μπορούσαν να έχουν αντιγράψει αλπικό τοπίο, που μιλάω την ίδια γλώσσα και έχω και τις ίδιες προσλαμβάνουσες με τους συνανθρώπους μου, που ζω στη δική μου χώρα, που δουλεύω πάνω στο αντικείμενό μου – δεν είναι δεδομένο. Και σίγουρα είναι ωραίος ο ήλιος, τα λουλούδια, τα τσίπουρα, ο ναός του Σουνίου και η Ακρόπολη – ειδικά όταν τα βλέπεις μέσα από το Instagram. Αλλά, δυστυχώς, η Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτά. Στη φίλη για την οποία ετοιμάζω ένα μεγάλο πακέτο «από Ελλάδα» βάζω μέσα τις αγαπημένες της σοκολάτες, κάποιο αφρόλουτρο από ελληνική εταιρεία καλλυντικών, σκέφτομαι να της στείλω βότανα του τόπου μας. Θέλω να κλείσω μέσα στο κουτί την ευτυχία της χώρας μας, μυρωδιές που θα την κάνουν να χαμογελάσει με νοσταλγία, όλα τα καλά της πατρίδας μας. Κατά κάποιον τρόπο «ταΐζω» τη φαντασίωσή της για τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε και που, ζώντας πολλά χρόνια πια στο εξωτερικό, της λείπει πάντα τόσο πολύ. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη αν εκείνη ή κάποιος άλλος από όσους έφυγαν για να μείνουν μόνιμα στο εξωτερικό έχουν μια εικόνα της χώρας μας η οποία πλησιάζει στην πραγματικότητα. Μου είναι δύσκολο να το πιστέψω. Άλλωστε, ακόμα και για όσους δεν φύγαμε ποτέ, η αίσθηση που έχουμε για την Ελλάδα και για την ελληνικότητά μας μεταβάλλεται συνέχεια. Η χώρα μας άλλοτε μας κάνει να αισθανόμαστε περήφανοι, να τη θαυμάζουμε συγκινημένοι και άλλες φορές μάς κάνει να ντρεπόμαστε φρικτά. Διαπιστώνουμε με θλίψη ότι οι αλλαγές δεν έρχονται εύκολα και κάποιες, πιθανότατα, δεν θα έρθουν καθόλου. Παρατηρούμε παλαιωμένα συστήματα στημένα γύρω μας, τρομακτικά γνώριμα και περίπλοκα, αντιλήψεις που δεν λένε να ξεκολλήσουν. Κάποιες φορές γινόμαστε και οι ίδιοι κομμάτι όλων όσα βρίσκουμε νοσηρά στην ελληνική κοινωνία και καθημερινότητα, με την εύκολη δικαιολογία ότι «έτσι είναι».
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα τα πράγματα συχνά μοιάζουν να συμβαίνουν τυχαία, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πλάνο ή στόχο. «Αυτό που πρέπει να διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία είναι ο αυτοσχεδιασμός, γιατί τίποτα δεν θα έρχεται όπως το περιμένετε», έλεγε το 2017 ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Το είχα μοιραστεί τότε στο προφίλ μου στο Facebook και σκέφτομαι πόσο πολύ εξακολουθεί να ισχύει αυτό για τη χώρα μας. Το να ζεις στην Ελλάδα μοιάζει σαν να περπατάς πάνω σε τρεμάμενες τεκτονικές πλάκες, οι οποίες ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανοίξουν και να σε καταπιούν – δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η γεωγραφία της χώρας μας. Ούτε είναι τυχαίος ο μόνιμος διχασμός ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ο μόνιμος διχασμός ανάμεσά μας, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η μόνιμη ένταση. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι καινούργιο, κουβαλάμε στις πλάτες μας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά επί χιλιάδες χρόνια. Έχουμε μάθει να ζούμε με αυτά και έρχονται πακέτο με τις παραλίες, τα πανηγύρια, τη μουσική, τη ζεστασιά των ανθρώπων, το νοιάξιμο, τις γεύσεις, τις μυρωδιές, τη φύση, τον καλό καιρό που νανουρίζει τις ανησυχίες. Ναι, η ζωή στην Ελλάδα έρχεται με τα καλά και με τα κακά της. Όπως συμβαίνει, βέβαια, και με τη ζωή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Κι εμείς που μένουμε προς το παρόν εδώ, έχουμε πάντα και ένα μάτι –ή κάποιον δικό μας– στο εξωτερικό. Όμως, έχουμε μάθει ότι –εκτός από εκείνα που στέλνουμε στους ανθρώπους μας στις ξένες χώρες– κανένα πακέτο δεν μπορεί να περιέχει μόνο τα καλά από κάτι. Στο τέλος της ημέρας, ο καθένας από εμάς διαλέγει για τον εαυτό του, και ανάλογα με τις δικές του συνθήκες ζωής, τις δυσκολίες που μπορεί να αντέξει καλύτερα.
Διαβάστε επίσης | All bets are off: Περί σχέσεων και συμβιβασμών