Είμαστε διπλωμένες στα δύο, σπρώχνουμε η μία την άλλη, τα μάτια μας γεμίζουν δάκρυα και δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε. Γελάμε. Γελάμε τόσο πολύ, που πονάμε. Γύρω μας ο κόσμος στα καφέ της Αριστοτέλους μάς κοιτάζει με ανασηκωμένο φρύδι. Κι εμείς, μόλις παίρνουμε μια ανάσα, ίσα για να συμπληρώσουμε κάτι ακόμα στην ιστορία, ξεκαρδιζόμαστε πάλι. Μάσκαρα που τρέχει και ήχοι από ρουφηχτές ανάσες που θα έκαναν τις Βικτωριανές νεαρές της καλής κοινωνίας να χάσουν τους τίτλους τους!
Όταν σκέφτομαι τις ξαδέρφες φοιτήτριες στη Θεσσαλονίκη, τις φίλες μου με τα ποτά στο χέρι, τις παρέες στις διακοπές και στις βόλτες, πάντα αυτές οι στιγμές έρχονται στο μυαλό μου. Μερικές φορές θυμάμαι και το αστείο που λέγαμε και γελάω μόνη μου. Αλλά ακόμα κι αν δεν μπορώ να ανακαλέσω ακριβώς τι μας έκανε να διπλωθούμε στα δύο από τα γέλια μέχρι δακρύων, θυμάμαι καθαρά την αίσθηση να παραδίνεσαι σε μια στιγμή ευτυχίας. Κυριολεκτικά! Θυμάμαι πόσο ωραίο είναι να μπορείς να μοιραστείς αυτά που σου φαίνονται αστεία, να εκτεθείς καθώς διηγείσαι γκάφες και αποτυχημένα ραντεβού, να κάνεις σαρδάμ, να αφήνεσαι και να γελάς, ενώ τις ακούς να γελάνε κι εκείνες και να ξέρεις ότι τίποτα, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν τον ήχο.
Το ίδιο σκέφτηκα την πρώτη φορά που άκουσα το γαργαριστό γέλιο των παιδιών μου. Είμαι σίγουρη ότι και άλλοι ενήλικες το θυμούνται, αλλά για μένα, με τη μηδενική εμπειρία από παιδιά και ιδιαίτερα από βρέφη και νήπια, ήταν μια οριακά σοκαριστική αποκάλυψη. Πώς να φανταστώ ότι υπάρχει κάτι τόσο αυθόρμητο και μεταδοτικό, τόσο υπέροχο και άμεσο όσο μια στιγμιαία ένεση απόλυτης ευτυχίας όπως αυτή που προκαλεί το γέλιο των μωρών; Και είναι δυνατόν να μιλάμε για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό;