Δεν είναι κάτι καινούργιο η ιδέα ότι τα μικρά ενοχλητικά πράγματα, που τα περνάς στα ψιλά γράμματα στην αρχή μιας σχέσης, γυρνάνε πίσω με ορμή να σε κατατρέξουν μέσα στα επόμενα χρόνια. Μια τσίχλα που μασιέται δυνατά μετατρέπεται από περιπαικτικό «θα σου κρύψω τις τσίχλες», σε απελπισμένο «δεν θέλω να ξαναπάμε ποτέ roadtrip μαζί, γιατί θα τρελαθώ έτσι που μασάς». Τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα μετατρέπονται από «νύσταζε η αγάπη μου και γδύθηκε στον δρόμο για το κρεβάτι», σε «δεν σέβεται κανέναν μέσα σε αυτό το σπίτι η αγάπη μου». Στην προκειμένη περίπτωση, την αδυναμία του να συγκεντρωθεί ο φίλος μου για δύο ώρες να δει μια ταινία και την έλλειψη υπομονής να αφεθεί στον χρόνο και τον τρόπο που όρισε ο σκηνοθέτης για να πει την ιστορία του, τα είχα δει απλά σαν μια ένδειξη ανθρώπου με διάσπαση προσοχής, ενός χαριτωμένου ρομπότ που μου έστειλε το σύμπαν να εξανθρωπίσω μέσα από κινηματογραφικές βραδιές και πολύωρα dinner parties με φίλους.
Η ιστορία όμως ξεσκέπασε σιγά σιγά την έλλειψη εκτίμησης που είχε το χαριτωμένο ρομπότ μου στο πώς βλέπουν οι άλλοι τον κόσμο, την εμμονή με το όλα να γίνονται με τον δικό του τρόπο, στον δικό του χρόνο, και μια αποκαρδιωτική έλλειψη αντίληψης της αξίας του ταξιδιού, χτίζοντας μια ζωή αποτελούμενη από κόκκινα κουμπιά που σε διακτινίζουν στον προορισμό, χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Αμέτρητες βραδιές με εκνευρισμένο παράπονο, γιατί να σηκωθεί από το τραπέζι με το που άδειασε το πιάτο ή, ακόμα χειρότερα, γιατί να αδειάσει το δικό του πιάτο πριν καθίσουν όλοι στο τραπέζι. Το ρομπότ, άναυδο, δεν καταλάβαινε το πρόβλημα, σκοπός του δείπνου είναι να φας, και αφού η αποστολή ήρθε εις πέρας, ποιο το νόημα της παραμονής στο τραπέζι, μπλιπ, μπλοπ. Οι φίλοι μας σε μόνιμη απορία γιατί το ρομπότ έχει μεταφερθεί σε άλλο δωμάτιο και κάνει stretching -κανένα λεπτό χαμένο!-, ενώ εμείς ακόμα παίζουμε με το φαγητό που έμεινε στο πιάτο μας, επαναλαμβάνοντας τις αγαπημένες μας ιστορίες ξανά και ξανά, με νέες λεπτομέρειες κάθε φορά, από διαφορετικό πρίσμα, σαν χαριτωμένες διασκευές της κοινής μας ζωής.
Η σεξουαλική ζωή τού ρομπότ, κωδικοποιημένη να χτυπάει καμπανάκι error κάθε φορά που περνούσαν 48 ώρες χωρίς σεξ. Δεν είχε σημασία αν ήμασταν τσακωμένοι, ερωτευμένοι, κουρασμένοι, αγαπημένοι, έγκυοι, με κατάθλιψη, με πένθος, με άγχος, ο αλγόριθμος δεν ήξερε να κάνει διάκριση, στις 48 ώρες πάντα μπλιπ μπλοπ, πρόβλημα στη σχέση, μπλιπ μπλοπ γιατί δεν με θες, μούτρα, μπλιπ, μπλε οθόνη.
Δεν μου πήρε πολύ καιρό για να καταλάβω ότι το ρομπότ ήταν ένας σύντροφος τελείως ακατάλληλος για έναν άνθρωπο που προτιμάει τα ταξιδεύει με τρένο απ’ ό,τι με αεροπλάνο και συγκινείται με την τέχνη. Είχα πλέον δύο παιδιά να προσπαθώ να πείσω ότι είναι σημαντικό να μένεις καθισμένος στο τραπέζι ακόμα και αφού αδειάσει το πιάτο σου, οπότε δεν είχα πια το ψυχικό απόθεμα να προσπαθώ να πείσω και έναν ενήλικο άντρα για τα αυτονόητα. Πήρε λοιπόν ο καθένας τον δρόμο του, εγώ γέμισα το δικό μου σπίτι με πανέμορφα αντικείμενα μηδενικής χρηστικής αξίας που με έκαναν χαρούμενη και το ρομπότ γέμισε το δικό του σπίτι με post-it στους τοίχους και ημερολόγια υπενθυμίσεων για τη διεκπαιρεωτική καθημερινότητά του. Ένας ομαλός χωρισμός με παιδιά που μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα σε δύο κάπως κουλά σπίτια, με πολλή αγάπη ενδιάμεσα.
Η ανοησία της εμμονής με τον προορισμό αντικαταστάθηκε για πάντα με μαραθώνιους Terrence Malick, σεξ που είναι 97% προκαταρκτικά, jazz και βιβλία στρατηγικά παρατημένα δέκα σελίδες πριν το τέλος, κι εγώ αφέθηκα σε μια ζωή αφιερωμένη αποκλειστικά και μόνο στο ταξίδι που χρησιμοποιεί τους προορισμούς σαν κίνητρο για ακόμα περισσότερα ταξίδια.
Πού και πού χρειάζεται να πατήσω για λίγο pause στον Terrence Malick της ζωής μου, για να βρω τρόπο να εξηγήσω στα παιδιά μου για ποιο λόγο μας πήρε είκοσι μέρες παραπάνω να διαλέξουμε καινούργια παπούτσια απ’ ό,τι πήρε στον ερωτευμένο με το FFW μπαμπά τους να διαλέξει διαμέρισμα/δουλειά/πλάνο για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Και η πραγματική απάντηση είναι, επειδή ο μπαμπάς ποτέ δεν κατάφερε να νιώσει τη μαγεία του σινεμά.