Έβλεπα πρόσφατα τον πρωταγωνιστή της σειράς Curb Your Enthusiasm, Larry David, καλεσμένο στην εκπομπή του Jimmy Kimmel. Αναπαρήγαγε τον τηλεοπτικό εαυτό του, έκανε τον κυνισμό και την ανία μανιέρα, την απέχθεια για τις υποκριτικές κοινωνικές σχέσεις στιλάκι. Το κοινό γελούσε τρανταχτά, τροφοδοτούσε αυτή την ευκολία. Ένιωσα να βαριέμαι. Παλιά το έκανα κι εγώ, να καταφεύγω στον μισανθρωπισμό ως εργαλείο διάδρασης με τους άλλους. Θεωρούσα, μάλλον, ότι αυτό το ύφος κάνει τους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες, λιγότερο προβλέψιμους. Πλέον, είναι για μένα μεγαλύτερη πρόκληση να σκορπάω χαρά και να περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που είναι γενναιόδωροι με έναν τρόπο σχεδόν παραμυθένιο.
Οι άνθρωποι που μου δίνουν χαρά είναι συχνά επιπόλαιοι, όχι τίποτα διανοούμενοι με τους οποίους θα αναλύσω τη διεθνή πολιτική, τα προβλήματα της Κεντροαριστεράς ή το τελευταίο βιβλίο του Jonathan Franzen. Δεν με νοιάζει να μιλήσω μαζί τους για ποίηση, για το νόημα της ζωής και το βάρος του θανάτου. Η ελαφρότητα είναι μεγάλη αρετή και συχνά επιλογή. Είναι μια αβίαστη σοφία που αναβλύζει από μέσα τους και σκορπά νεραϊδόσκονη καλοσύνης σε ό,τι αγγίζουν. Με κάνουν, λοιπόν, χαρούμενη όλοι αυτοί που έχουν μια βαθιά αίσθηση εφήμερου και ματαιότητας, που ξέρουν ότι δεν πειράζει λίγη σάχλα, ότι αυτό είναι το αντίδοτο στη μελαγχολία, να πιάσουν κουβέντα με έναν άγνωστο, να χαχανίσουν χωρίς λόγο, να μην υπολογίσουν τον σπαταλημένο χρόνο, να αράξουν ήσυχα και να κοιτούν το ταβάνι – ίσως το κάνουμε και μαζί, χωρίς να μιλάμε και χωρίς να σκεφτόμαστε, κενοί και ευτυχείς. Κι αυτή μπορεί να είναι μια στιγμή απόλυτης ευδαιμονίας.
Αν πρέπει να απαριθμήσω τα πράγματα που μου προκαλούν παιδικών διαστάσεων ευτυχία, είναι ένας ξεγυρισμένος χορός στο άκουσμα του We Are Family, μια βόλτα στο δάσος για μανιτάρια που καλύτερα να μη φαγωθούν –η εκδρομή είναι που μετρά, όχι η σοδειά–, το πρώτο παγωτό χωνάκι του καλοκαιριού, η εξερεύνηση του βυθού στην Κρήτη με μυτόγκες ζαργάνες, ακτινωτά λεοντόψαρα και κατακόκκινους αστερίες, η οδήγηση στους κακοτράχαλους δρόμους της βόρειας Εύβοιας, ένα μισοκοιμισμένο χάδι από την κόρη μου στη μέση της νύχτας, μια τρυφερή κουβέντα απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Με κάνει χαρούμενη με delirium tremens να περπατάω αργά στους κυλιόμενους διαδρόμους των αεροδρομίων σέρνοντας μια βαλίτσα πίσω μου, χαζεύοντας προορισμούς και ταξιδιώτες, μυρίζοντας ανακατεμένες εθνικές κουζίνες και ακούγοντας από τα μεγάφωνα ανακοινώσεις σε διάφορες γλώσσες. Να περιδιαβάζω με ακουστικά στα αυτιά μου και να με προειδοποιεί το Spotify πως η ένταση είναι πολύ δυνατή, αλλά να επιμένω, γιατί το beat δίνει ρυθμό στο βήμα μου, σαν να πετάω πάνω από τις πόλεις.