the-x-file-χίλτον-αλώνοντας-τον-καπιταλισμό-ε-210149

Οταν ήμουν μικρή η μαμά μου δεν μ άφηνε να πηγαίνω στους σχολικούς χορούς που γίνονταν στο Χίλτον. Δεν ξέρω γιατί αλλά την εκνεύριζε ειδικά το Χίλτον. Δεν είχε πρόβλημα να πηγαίνω στα πάρτι του Ιντερκοντινένταλ ή του Κάραβελ, αλλά το Χίλτον κάπως της την έδινε, της φαινόταν σαν τον προπύργιο του ελληνικού νεοπλουτισμού. Κι έτσι φυσικά το μεγάλο μου όνειρο ήταν να πάω και να οργώσω τις πίστες του Χίλτον με τα τακούνια μου, να βάλω μια ψεύτικη γούνα και να σκάσω μύτη στις Εσπερίδες, να χορέψω πάνω κάτω στην αίθουσα Τερψιχόρη, να πιω κοκτέιλ στο Γκάλαξι, να κάνω αναρρίχηση στην πρόσοψη του Μόραλη, να περιμένω ουρά στο πρωινό του Βυζαντινού ανήμερα Πρωτοχρονιάς και να δώσω χιλιάδες δραχμές για να φάω ένα κρουασάν με καφέ από τον κατάμεστο μπουφέ. Οταν πέθανε η μαμά μου, τα έκανα όλα αυτά με μανία-πλην της αναρρίχησης. Για την ακρίβεια πέρασα τη μισή μου ζωή στο Χίλτον, στο μέρος που μισούσε.

Στην πισίνα του Χίλτον μέτρησα ατέλειωτα πλακάκια, πάνω κάτω διαδρομές, μέχρι να έρθει η ώρα να γεννήσω. Σαραντα ένα, σαρανταδύο γύροι, τρία ανιαρά χιλιόμετρα κάθε μέρα, σαν να σβήνω γραμμούλες στον τοίχο μέχρι την αποφυλάκιση-της κοιλιάς μου. Το 13ωοροφο κτίριο είδα να ταλαντεύεται πάνω από το κεφάλι μου πέρα δώθε στο μεγάλο σεισμό του 1999. Τότε ήταν που πήγα κι αγκάλιασα τον ναυαγοσώστη, μήπως με σώσει από τον φόβο μου κι όχι από βέβαιο πνιγμό. Εκεί έκλεισα δωμάτιο για να μείνω με την κόρη μου όταν βρήκα μια ιπτάμενη κατσαρίδα πάνω στο κρεβάτι του σπιτιού μου και τελικά βρήκα κι εκεί κατσαρίδα-ευτυχώς νεκρή και αναποδογυρισμένη στο πάτωμα. Εζησα καταπιεσμένα πάθη σε ασανσέρ και ημι-παράνομους έρωτες με θέα την Ακρόπολη, αμήχανες βραδιές στο Γκάλαξι με τη διπολική φίλη μου σε κρίση, είδα έναν πρόεδρο της Αμερικής από κοντά και πήρα συνέντευξη από τον διευθυντή της γερμανικής εφημερίδας Bild μεσούσης της κρίσης χρέους.

Πιστεύω ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα ικανοποιούσε τη μαμά μου, τίποτα δεν θα την έκανε περήφανη. Το μόνο που μπορώ να θεωρήσω σαν ένα μικρό tribute στη μνήμη της είναι πως μια φορά, σε περίοδο μεγάλης αφραγκίας, επιχείρησα να ρίξω γροθιά στο κατεστημένο, να αλώσω το καπιταλιστικό σύστημα από μέσα και να μην πληρώσω είσοδο στην πισίνα. Εριξα ανέμελα μια πετσέτα του ξενοδοχείου στον ώμο, παριστάνοντας την πελάτισσα-κάτοχο δωματίου και έκανα ανέμελη πασαρέλα στο ολισθηρό πλακάκι. Αναζητούσα με τα μάτια τους-πιο ευκατάστατους-φίλους μου για να τους κάνω φιγούρα ότι πέρασα λάθρα από το ταμείο, ότι γεύτηκα για μια ολόκληρη μέρα δωρεάν πολυτέλεια: φοίνικες, παρεό και μαύρα γυαλιά στη μικρή Καλιφόρνια επί της βασιλίσσης Σοφίας, τον περίφρακτο παράδεισο που αντί για εξωτικά πουλιά είχε μουσική υπόκρουση κόρνες από τους γύρω δρόμους. Μια υπάλληλος με σταμάτησε ευγενικά και μου είπε ψιθυριστά στο αυτί: «Νομίζω ξεχάσατε να πληρώσετε». «Πωπω τι αφηρημένη!», απάντησα για να ολοκληρώσω το μονόπρακτο. Αφησα την πετσέτα, έκανα μεταβολή και κατευθύνθηκα προς το ταμείο θρηνώντας για το αδρό αντίτιμο που θα έπρεπε να καταβάλω.  Entschuldigung, Mammichen: στο τέλος πάντα νικάει ο καπιταλισμός.