Παλιά, όταν είχα αυτοκίνητο, δεν καταλάβαινα γιατί οι άνθρωποι ταξιδεύουν με ΚΤΕΛ. Ως άλλη Μαρία Αντουανέτα αναρωτιόμουν «Μα είναι παλαβοί; Γιατί στοιβάζονται σε λεωφορεία με μουσική υπόκρουση σκυλάδικα για να πάνε διακοπές και δεν χρησιμοποιούν απλώς το ΙΧ τους;». Οταν ο εκκεντρικός συνάδελφος στην «Καθημερινή», Κώστας Ιορδανίδης, μου περιέγραφε τις εξορμήσεις του στην Πελοπόνησσο με ΚΤΕΛ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια γιατί τον σκεφτόμουν έτσι όπως είναι καλοντυμένος σαν να έχει βγει από μυθιστόρημα του Τόμας Μαν να στριμώχνεται με τους hoi polloi και μου φαινόταν τρομερά αστείο το θέαμα. Πλέον βαδίζω στα χνάρια του, χρησιμοποιώ ΚΤΕΛ πολύ συχνά και έχω αρχίσει να το απολαμβάνω.
Το παν είναι να αντιμετωπίζεις αυτά τα ταξίδια με χιούμορ γιατί έχουν έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία. Μπαίνεις π.χ. και βγάζεις ηλεκτρονικό εισιτήριο στην ιστοσελίδα, αλλά όταν φτάσεις στο σταθμό πρέπει να τα έχεις εκτυπώσει σε χαρτί και όχι μόνο αυτό, αλλά στη συνέχεια να εξασφαλίσεις μια παραδοσιακή, παχουλή σφραγίδα από τον υπάλληλο του πρακτορείου, λες και ζουμε στη δεκαετία του 1960. Αρα ποιος ο λόγος του paperless e-ticket; Κανείς δεν ξέρει.
Οι ουρές δεν είναι το δυνατό σημείο των Ελλήνων. Ορμάνε ατσούμπαλα και σπρώχνονται ποιος θα κάτσει πρώτος, στην αρχή ψάχνουν τις θέσεις τους, στο τέλος ο καθένας κάθεται πραξικοπηματικά εκεί που θέλει. Ο οδηγός ακούει αντιφατική μουσική, είτε τελειωμένα ελληνικά, που δεν έχει ξανακούσει ποτέ κανείς, σαν να έχει βάλει στοίχημα με τον εαυτό του ότι όποιος σιγοτραγουδήσει στίχο από το ηχητικό του σύστημα θα μαρμαρώσει, είτε ηλεκτρονική χωρίς λόγια, ντάμπα ντούμπα που τρυπάει το κρανίο, σαν ηχητική λοβοτομή.
Μ αρέσει που από τα παράθυρα περνούν γρήγορα τα sex shops της λεωφόρου Κηφισού και οι αποθήκες με τους Κινέζους ιδιοκτήτες, η μονή Δαφνίου αριστερά και το ψυχιατρείο δεξιά, η πυρακτωμένη Gotham City στον Ασπρόπυργο και οι αναμμένες καμινάδες των διυλιστηρίων, η σχισμή του Ισθμού και τα περιποιημένα νύχια των εργαζόμενων στα διόδια.
Στο μεταξύ οι άγνωστοι επιβάτες αρχίζουν να αισθάνονται άνετα μέσα στο λεωφορείο και να μιλούν με κανονική ένταση μεταξύ τους ή στα κινητά τηλέφωνα. Ενα ζευγάρι που μαλώνει προτού καν ξεκινήσουν οι διακοπές, μια γιαγιά που έχει αναλάβει να παραδώσει το εγγόνι στους γονείς του στην Πάτρα το κατσαδιάζει κάθε τόσο, ένα πιτσιρίκι που δίνει ακριβείς συντεταγμένες στους φίλους του για το που βρίσκεται και πόση ώρα θα χρειαστεί ως τον τελικό προορισμό. Οι ξένοι διαβάζουν, οι Ελληνες τρώνε, οι νέοι ακούνε μουσική από headphones και κουνούν ρυθμικά το κεφάλι, οι μεγαλύτεροι λένε ακατάπαυστες κοινοτοπίες στο τηλέφωνο.
Είναι ωραία αυτή η ατμόσφαιρα γιατί στα ταξίδια με ΙΧ, με άλλον έναν ή δύο συνεπιβάτες, νιώθω υποχρεωμένη να μιλάω και να γεμίζω τα αμήχανα κενά. Στο ΚΤΕΛ όμως μπορώ μόνο να ακούω χαζεύοντας έξω από το παράθυρο τις ταμπέλες με τα ονόματα και την κόκκινη γραμμή πάνω τους. Είναι μια πολυτέλεια να βυθίζομαι στη σιωπή, αντλώντας ταυτόχρονα τόσες πληροφορίες σαν να παρακολουθώ δέκα μονόπρακτα μαζί. Στο τέλος του ταξιδιού, νιώθω ότι τους ξέρω όλους όσους βρίσκονται γύρω μου. Τα ονόματά τους, το τοπικό ιδίωμα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο προφέρουν το σίγμα, τις ιδιοτροπίες τους, την οικογενειακή τους κατάσταση και τη φάση του έρωτά τους, τη σχέση τους με την τεχνολογία και το φαγητό. Οταν αποβιβαζόμαστε, ξέρω ότι λίγο θα μου λείψουν.
Διαβάστε επίσης | The X-file: Περί μέθης