Στα «Σόδομα και Γόμορα», τον τέταρτο τόμο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ο Μαρσέλ Προυστ περιγράφει με χειρουργική ακρίβεια τις διαδρομές που κάνει το μυαλό όταν προσπαθεί να θυμηθεί ένα όνομα. Σε μια δεξίωση στον κήπο των Γκερμάντ, ο αφηγητής προσπαθεί να ανακαλέσει πως λένε εκείνη που συνομιλεί. Επιχειρεί αρχικά να θυμηθεί το πρώτο σύμφωνο από το επίθετό της, ενώ στη μνήμη του είναι έντονη η χροιά της φωνής της και η άποψή της για τον Βίκτωρα Ουγκό. Είναι βέβαιος ότι έχει δειπνήσει μαζί της πρόσφατα, αλλά τού είναι αδύνατον να αρθρώσει το σωστό όνομα. Μάλιστα σε ένα σημείο διακόπτει την αφήγηση και απολογείται απευθείας στον αναγνώστη για το νεαρό της ηλικίας του που κανονικά δε δικαιολογεί τέτοια κενά. Είναι σαν αυτές τις σκηνές στο House of Cards, όπου ο Kέβιν Σπέισι ως Φράνσις Αντεργουντ γυρνάει το κεφάλι στο φακό και εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του στον θεατή.
Διάβαζα το απόσπασμα και σκεφτόμουν πόσο εύστοχη είναι η ανάλυσή του. Ειδικά όταν βρίσκομαι σε ένα χώρο με πολύ κόσμο, υπό (κοινωνική) πίεση και πρέπει να χαιρετίσω κάποιον ή κάποια που ξέρω καλά ότι γνωρίζω αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς από πού, δεν μπορώ να τον/την τοποθετήσω στο συγκεκριμένο πλαίσιο, γιατί εμφανώς κάπου εντελώς διαφορετικά τον/την έχω ξανασυναντήσει, τότε είναι που σπάω το κεφάλι μου να επιλέξω ανάμεσα σε εντελώς διαφορετικά ονόματα που έρχονται σαν φωτεινές επιγραφές πάνω από το κεφάλι μου κι αναβοσβήνουν νοητά: «Δήμητρα ή Αφροδίτη;», «Στέφανος ή Φίλιππος;». Είναι τα κοινά σύμφωνα αυτά που με μπερδεύουν; Γιατί προβάλλουν τα συγκεκριμένα διλήμματα κι όχι κάποια άλλα; Φταίει η ηλικία, ο φόρτος των αποθηκευμένων ονομάτων που δεν χωράει πια άλλα και αρνείται να μάθει μερικά ακόμη ή έλλειψη παρατηρητικότητας μου;
Γιατί δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω το όνομα μίας κοπέλας που βλέπω καθημερινά στο γραφείο, όταν την δω με μαγιό στην παραλία; Πώς είναι δυνατόν να μην μπορώ να συστήσω στην ομήγυρη τον σύντροφο της κολλητής μου όταν εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα μου σε ένα πάρτι; Φταίει ο αιφνιδιασμός; Η αναπλαισίωση; ‘Η η εμμονή μου να δίνω δικά μου, πλασματικά ονόματα σε ανθρώπους που πιστεύω ότι τους ταιριάζει το συγκεκριμένο όνομα;
Αυτό το τελευταίο είναι μεγάλη πληγή. Ξέρω ανθρώπους που για μένα, στο δικό μου σύμπαν ονομάτων, θα έπρεπε να λέγονται Ισμήνη ή Σάκης κι ας γράφει η ταυτότητά τους Σούλα ή Ιωάννης. Στα προσωπικά μου βαφτίσια οι άνθρωποι αυτοί θα μείνουν για πάντα χαραγμένοι στη μνήμη μου με τα αυθαίρετα παρατσούκλια που τους έχω απονείμει. Κι όταν χρειαστεί να τους φωνάξω, να τους προσφωνήσω, να τους γνωρίσω μεταξύ τους, η μόνη μου ελπίδα είναι να γυρίσω στον αναγνώστη, τον θεατή ή τον παριστάμενο και να αναρωτηθώ: «Συμβαίνει και σε σας;».
Διαβάστε επίσης | Η χρονιά του βρουξισμού