genx-mess-τα-μαθήματα-155504

Κάθε δεύτερη Παρασκευή στήνω ένα μικρό βουναλάκι από σνακ στο τραπέζι του σαλονιού, βάζω στην σειρά μολύβια και εκτυπώνω ιστορίες, συνδέω τον φορτιστή, οπλίζομαι με μια τεράστια κούπα καφέ, κάθομαι στην γωνιακή θέση του καναπέ, την καλή, δίπλα στο παράθυρο και ανοίγω το ζουμ για το εργαστήριο διηγήματος που παρακολουθώ.

Οι συνοδοιπόροι και συμπολεμιστές μου σ’ αυτήν την περιπέτεια, 12 ταλαντούχοι γραφιάδες, συνδέονται από διάφορα σημεία του πλανήτη –η πανδημία που μας στέρησε τόσα πολλά, μας έκανε το ανέλπιστο δώρο της ποικιλίας των διαδικτυακών μαθημάτων και σεμιναρίων. Πάντα χαίρομαι που τους βλέπω, αλλά στις 4-5 ώρες που κρατάει η συνεδρίασή μας κάθε φορά, σπάνια έχω την ευκαιρία να μιλήσω πιο προσωπικά με κάποιον από αυτούς.

Είναι τόσο διαφορετική εμπειρία από εκείνα τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που παρακολούθησα κάποτε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Τότε, στο μακρινό και λαμπερό 2006, καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι, γράφαμε και μιλούσαμε και ανταλλάσσαμε ιδέες και κάναμε διορθώσεις και παρατηρήσεις και στο τέλος μαζεύαμε τα χαρτιά μας και τους πληγωμένους μας εγωισμούς και με σημαιοφόρο τον διάσημο συγγραφέα και καθηγητή μας πηγαίναμε καρφί για το μπαρ που είχαμε κάνει στέκι και λεγόταν –στ’ ορκίζομαι ότι δεν το βγάζω από το μυαλό μου αυτό– Γκοντό.

Δεν θυμάμαι να τελείωσα καμία ιστορία τότε, αλλά έκανα δύο υπέροχες φίλες που συνεχίζουμε να πίνουμε, να γράφουμε και να κάνουμε διακοπές μαζί. Πολύ διαφορετική εμπειρία σίγουρα. Αλλά όχι μόνο γιατί μετά δεν μπορούμε να συναντηθούμε με ένα τζιν και τόνικ στο χέρι. Ούτε γιατί στα 14 χρόνια που έχουν περάσει από την μία ομάδα εργασίας στην άλλη, είμαι και εγώ η ίδια ένας διαφορετικός άνθρωπος. Η τεράστια διαφορά είναι κυρίως στην συμβουλή που πήρα την περασμένη Παρασκευή.

Στο μάθημά μας λοιπόν, ο τωρινός πολύ διάσημος συγγραφέας και καθηγητής, μου έδειξε τον τρόπο να ξεβολευτώ από όσα ξέρω, από τον τρόπο γραφής και έκφρασης που έχω συνηθίσει, και να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό. Να τολμήσω να αλλάξω, να εμβαθύνω, να εκτεθώ μέσα από χαρακτήρες και πλοκές. Κάπου εκεί άρχισε να τρέμει η κούπα του καφέ μου.

Πώς βγαίνεις από την ασφάλεια της δοκιμασμένης συνταγής; Της φόρμουλας που έχεις τόσα χρόνια εξελίξει για να σε προστατεύει και να σε φροντίζει; Πώς κάνεις το άλμα σε κάτι καινούργιο, ξένο, πώς αντιμετωπίζεις πάλι το ρίσκο της αποτυχίας όταν είσαι μια χαρά βολεμένη στην ρουτίνα σου; Και ναι, καλά το κατάλαβες, έχουμε πάψει πια να μιλάμε για το γράψιμο και έχουμε περάσει στα μαθήματα ζωής.

Σ’ εκείνο το παλιό σεμινάριο του 2006, θυμάμαι, μας είχε επισκεφτεί ένας άρτι εκδοθείς διηγηματογράφος που προσπάθησε να μας βοηθήσει να βάλουμε μια τάξη στις άναρχες εκτυπώσεις. Όταν του είπα την ιδέα μου τότε –που θα μπορούσε να είναι η χειρότερη ιδέα του κόσμου, δεν αντιλέγω– δεν σπατάλησε χρόνο να τη συζητήσει, ακόμα και να απαριθμήσει τους λόγους που δεν θα λειτουργήσει, αλλά με συνέτισε ότι προς το παρόν πρέπει να επικεντρωθώ σε μια πιο κλασσική μέθοδο. Η συμβουλή του, πρακτική και προσγειωμένη, θύμιζε όλες τις συμβουλές που είχα ακούσει μέχρι τότε. Θύμιζε κυρίως, τον τρόπο που θα έπρεπε να οραματίζομαι το μέλλον μου. Πρακτικά, προσγειωμένα, ήρεμα. Μικρά βήματα προς έναν ρεαλιστικό στόχο. Τα μεγαλόπνοα σχέδια ήταν για τους άλλους.

Μεγαλώνοντας στην Ελλάδα των ‘80ς και ‘90ς, ακόμα και μέσα στην φοβερή εξέλιξη, τον εκσυγχρονισμό και την οικονομική ανάπτυξη, ελάχιστες γυναίκες ακούσαμε την ιδέα ότι μπορούμε να ταράξουμε τα νερά, να πρωτοπορήσουμε, να αλλάξουμε τον ρου της ιστορίας. Ότι μπορούμε να γίνουμε ότι ονειρευόμαστε και να μην σταματήσουμε μέχρι να το πετύχουμε. Ακόμα και αν ο στόχος μας ήταν αυτή ακριβώς η ρουτίνα, αλλά σαν δική μας επιλογή. Όλα αυτά τα συνθήματα που γράφουν τώρα τα μπλουζάκια των παιδιών για τα όνειρά τους που μπορούν να τα πάνε ως το διάστημα (κυριολεκτικά), τότε ήταν μόνο πηγή ειρωνείας.

Το εκπαιδευτικό σύστημα μας χώριζε από νωρίς σε κουτάκια και κατηγορίες και ανάμεσα στον βρομερό σεξισμό των καθηγητών μας και των γυμναστών που πίστευαν ότι δεν άξιζε ο κόπος να μάθουν στα κορίτσια να παίζουν μπάσκετ, η θέση μας ήταν ξεκάθαρη. Οι περισσότερες κατευθύνθηκαν στις σχολές που “ταίριαζαν” με την ιδέα που έχουν όλοι για την σωστή γυναίκα και ελάχιστες μόνο κάθισαν στα θρανία της πρώτης και δεύτερης δέσμης με τον φυσικό και τον χημικό να αναρωτιούνται αν έχασαν τον δρόμο τους και πρέπει να τις στείλει σε άλλη αίθουσα.

Μερικές αναποφάσιστες σαν κι εμένα, που ένιωθαν την πίεση του αυλακιού που έπρεπε να ακολουθήσουν, αλλά κάπως δεν τους ταίριαζε, πήγαν στην τέταρτη δέσμη, την λίγο-απ’-όλα, και δήλωσαν τις σχολές με σειρά βαθμολογίας –γιατί φυσικά στα 17 σου δεν έχεις ιδέα τι είναι όλα αυτά τα τμήματα και ακολουθείς την λογική του όσο πιο ψηλή η βάση τότε τόσο καλύτερη η σχολή (μάλλον) —-και σε περίπτωση που δεν ξέρουμε γιατί υπάρχουν τόσοι σαραντάρηδες δυστυχισμένοι με την καθημερινότητά τους, όλα τα παραπάνω είναι η απάντηση.

Οι γονείς μας ήθελαν να σπουδάσουμε φυσικά, να μορφωθούμε, αλλά μέχρι εκεί, μετά περίμεναν να πάρουμε όλη αυτήν τη φόρα και την αυτογνωσία και να την προσαρμόσουμε σε ένα ψύχραιμο προγραμματισμό, ας πούμε να συνεχίσουμε τα δικηγορικά ή λογιστικά γραφεία τους ή μια υψηλή θέση του δημοσίου τομέα για να μπορούμε να φεύγουμε νωρίς και να παίρνουμε τα παιδιά μας από το σχολείο. Πριν την ενηλικίωσή μας είχε χαρτογραφηθεί ολόκληρη η ζωή μας, η ρουτίνα μας μέχρι να πεθάνουμε (με καλή σύνταξη και εγγόνια), και όλο αυτό είχε τυλιχτεί με τον τεράστιο φιόγκο της ολοκλήρωσης και της ευτυχίας και μας είχε προσφερθεί εμμονικά, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να μην δεχτούμε τέτοιο δώρο.

Θυμάσαι στα καρτούν που όταν βλέπεις το τεράστιο κουτί με κόκκινο φιόγκο ξέρεις ότι θα σκάσει στα χέρια του παραλήπτη; Ε, κάπως έτσι μείναμε με τις μπαρουτοκαπνισμένες γούνες μας να απορούμε πώς μας ξεγέλασε πάλι ένα Μπιπ-Μπιπ.

Η πρακτικότητα με την οποία έβλεπαν τότε την ζωή μας, η ιδέα ότι είμαστε εκεί μόνο για να βεβαιωθούμε ότι ο μηχανισμός θα συνεχίσει να λειτουργεί, εμείς οι σταθεροί πυλώνες που θα παίρνουμε παιδιά από το σχολείο και θα βάζουμε σφραγίδες σε γραφεία, έτσι ώστε οι άντρες μας –οι οποίοι φυσικά άκουγαν άλλες συμβουλές και παροτρύνσεις από την πρώτη μέρα της ζωής τους– να μπορούν να ονειρευτούν, να μεγαλουργήσουν, να κατακτήσουν, να κυνηγήσουν όνειρα και καριέρες, να πάρουν βραβεία και να τιμητικές πλακέτες στο όνομά τους και εμείς να χαμογελάμε περήφανες στις δεξιώσεις προς τιμήν τους γιατί “πίσω από έναν πετυχημένο άντρα κρύβεται μια δυνατή γυναίκα”, ήταν κάτι που ποτέ δεν θα σταματήσει να με θυμώνει.

Η ιδέα ότι οι γονείς μας θα μπορούσαν να ξοδέψουν μια περιουσία σε ιδιαίτερα και φροντιστήρια και ενοίκια στις πόλεις που θα περνούσαμε, αλλά η μόνη έμπνευση που θα είχαμε θα ήταν μια ήρεμη, καλοκουρδισμένη καθημερινότητα, τυλιγμένη με την ιδέα της “πραγματικής ευτυχίας” δείχνει περισσότερο τους δικούς τους φόβους, παρά τις δικές μας επιθυμίες.

Ακόμα και μέσα στην γενικότερη ευφορία και ανάπτυξη της Ελλάδας τότε, ελάχιστες γυναίκες είχαν πραγματικά την επιλογή ή το περιθώριο να πειραματιστούν, να ονειρευτούν, να τολμήσουν, να βγάλουν το δικό τους χρονοδιάγραμμα, να πάρουν μια ανάσα, να αποτύχουν, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να προσπαθήσουν ξανά. Και αν δεν έπιαναν όλοι οι υπόλοιποι εκβιαστικοί κανόνες, υπήρχε πάντα και η απειλή της κοινωνικής απόρριψης ή της παθητικής επιθετικότητας της οικογένειάς τους, γιατί όπως ξέρουμε, τα καλά κορίτσια μόνο είναι αγαπητά, τα άλλα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά για να μην τολμήσει άλλη γυναίκα να ακολουθήσει αυτά τα φιλόδοξα βήματα.

Έτσι ήταν και η συμβουλή που πήρα τότε. Πρακτική, λογική, μετρημένη. Ικανή να υλοποιήσει το μίνιμουμ, να με βγάλει στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, αλλά χωρίς να λάβει υπόψη της τι ήθελα εγώ. Δεν ήταν εκεί να με βοηθήσει να δομήσω τό όραμά μου, να με στηρίξει, να βρει τρόπους εξέλιξης, ακόμα και να σταθεί κριτικά απέναντι στην ιδέα μου και να εντοπίσει τα πιο αδύναμα σημεία. Ο “ειδικός” δεν με ρώτησε λεπτομέρειες, εναλλακτικές, τρόπους εφαρμογής μόνο έσπευσε να κουνήσει το δάχτυλο στην μούρη και να μου εξηγήσει συγκαταβατικά τι πρέπει να κάνω για να χωρέσω στο ήδη υπάρχον κουτάκι. Σιγά το νέο, θα μου πεις.

Τώρα τελευταία έχει ξαναβγεί σαν meme η φωτογραφία του υπουργού παιδείας του Καναδά (σε μια φοβερά συμπεριληπτική κυβέρνηση) με την Μαλάλα Γιουσαφζάι, λίγο αφότου υπέγραψε το νόμο για την απαγόρευση των θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια σχολεία, και η απάντησή σου στην κριτική που δέχτηκε, η οποία ήταν ότι θα δεχόταν φυσικά να διδάξει η Μαλάλα στα σχολεία του Κεμπέκ –αρκεί να βγάλει το μαντήλι του κεφαλιού της. Δηλαδή, μπορεί ν’ αντισταθείς στους Ταλιμπάν, να επιβιώσεις μια δολοφονικής επίθεσης, να πάρεις Νόμπελ και να αλλάξεις τον κόσμο και την ζωή χιλιάδων μαθητών, αλλά και πάλι θα βρεθεί κάποιος λευκός άντρας που θα έχει το θάρρος να σου πει ΤΙ ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΙΣ. Πώς να χωρέσει στο κουτάκι του. Για να καταφέρεις να γίνεις μια δασκάλα στα σχολεία της δικαιοδοσίας του, υπάλληλός του, διότι δεν μπορεί παρά αυτό να είναι το όνειρο ζωής σου, έτσι;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, λοιπόν, φτάσαμε στην προηγούμενη Παρασκευή. Στην συμβουλή να ξεβολευτώ. Που από μόνη της με ξεβόλεψε. Γιατί, κακά τα ψέματα, η ρουτίνα έχει την γλυκιά ηρεμία της προβλεψιμότητας, της υπολογισμένης χαράς, του ασφαλούς αποτελέσματος που ξέρεις πάνω κάτω ποιο θα είναι. Ή νομίζεις ότι ξέρεις. Γιατί αν κάτι πρέπει να μείνει στην γενιά μου, μετά από μια οικονομική κατάρρευση στα πιο παραγωγικά μας χρόνια και μια παγκόσμια πανδημία σαν κερασάκι στην τούρτα, είναι ότι όσοι μας έδωσαν ρεαλιστικές συμβουλές για την “πραγματική ζωή” δεν είχαν ιδέα ποια μπορεί να είναι η πραγματικότητά μας.

Από εκείνες τις οικονομικές προβλέψεις που μας υποσχέθηκε το ελληνικό όνειρο του εκσυγχρονισμού, μέχρι την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της προόδου και της επιστήμης, δεν ήταν παρά στοιχήματα που έχασαν. Τουλάχιστον όμως, στο σημερινό χάος που δεν θυμίζει σε τίποτα την τακτοποιημένη καμπύλη των προβλέψεών τους, μας απελευθέρωσαν από κάτι πολύ ασφυκτικό: το βάρος της αυθεντίας τους.

Ας ξεβολευτούμε λοιπόν. Γιατί, ακόμα και όταν ακολουθήσαμε όλες τις ρεαλιστικές συμβουλές κατά γράμμα, τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς καλά, έτσι;

Διαβάστε επίσης | GenX Mess: Ο χαμένος χρόνος