δώρο-ζωής-η-νόνικα-γαληνέα-μιλάει-για-τ-153043
©Photographer: Yiorgos Kaplanidis @ THISISNOTANOTHERAGENCY

Γυναίκα µε ισχυρή και ξεκάθαρη προσωπικότητα, η Νόνικα Γαληνέα έζησε έντονα και τοποθέτησε τον εαυτό της εκεί ακριβώς που ήθελε. Με πενήντα χρόνια συνεχούς παρουσίας στο ελληνικό θέατρο, είναι η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που ανέβηκε δύο φορές στη σκηνή του Covent Garden του Λονδίνου, ερµηνεύοντας µάλιστα στην αγγλική γλώσσα, καθώς και η µόνη που έχει πρωταγωνιστήσει έξι φορές στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Είναι ασφαλώς και η µοναδική που µπορεί να χαρακτηριστεί icon στη χώρα µας –σε αντιδιαστολή µε το είδωλο–, κάτι που φαίνεται πως ήταν προγραµµατισµένο στο DNA της. Τα πάντα στη ζωή της ήταν λαµπερά, µε τη διακριτική της κοµψότητα να ξεχωρίζει. «Τα ρούχα έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη ζωή µου. Η µόδα καθόλου – µου είναι αφόρητη αυτή η συνεχής αλλαγή. Τρελαινόµουν να αγοράζω καινούργια πράγµατα, που όµως πάντα έπρεπε να εκφράζουν την προσωπικότητά µου», µου λέει. Ακόµα και για τα κοστούµια της στο θέατρο ακολουθούσε αυτή την τακτική, ρούχα που σήµερα έχουν θέση µόνο σε µουσείο. Όπως το παλτό που µε χαρά µάς παραχώρησε για τη φωτογράφιση, δηµιουργία της Θεώνης Βαχλιώτη-Όλντριτζ, τιµηµένης µε Όσκαρ το 1974 για τον Great Gatsby.

«Σε λευκό και ασηµί, είναι όλο κεντηµένο µε λευκά γουνάκια και κρύσταλλα, και το φόρεσα στην τελευταία πράξη της Κυρίας του Μαξίµ, στο θέατρο Ιλίσια», θυµάται. «Το έφτιαξε επάνω µου, όπως και τα δώδεκα φορέµατα για τη συγκεκριµένη παράσταση και για την Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας, που ανέβασα παράλληλα τη σεζόν 1991-92. Η συνεργασία µας ήταν η πρώτη της στην Ελλάδα, µέχρι τότε δεν το σκεφτόταν, ήταν πολύ µεγάλο όνοµα στο Χόλιγουντ. Αλλά εγώ, όταν θέλω κάτι, δεν σταµατάω πουθενά. Της τηλεφώνησα χωρίς να την ξέρω και της είπα: “Θέλω να ανεβάσω δύο έργα, δύο εντελώς διαφορετικές παραστάσεις, και η µεγαλύτερη ευτυχία της ζωής µου θα είναι να συνεργαστείτε µαζί µου, κι ας µη µε γνωρίζετε. Ρωτήστε για µένα, αν θέλετε”. Και τότε εκείνη µου απάντησε: “∆εν χρειάζεται, έρχοµαι”.

Όσο διάστηµα διήρκεσαν οι πρόβες, στο θέατρο είχαµε ενενήντα ράφτρες υπό την επίβλεψή της, καθώς η ίδια πηγαινοερχόταν στη Νέα Υόρκη. Μαζί κάναµε και πολλά ταξίδια στο Λονδίνο, γιατί ήθελε τις δαντέλες αυθεντικές, τα κρύσταλλα τέλεια… Μου κόστισε ο κούκος αηδόνι, αλλά χαλάλι της, γιατί τα κοστούµια έκαναν θραύση. Ήταν υπέροχος άνθρωπος, δεν έχω νιώσει κάτι τέτοιο µε άλλη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα. Γίναµε φίλες σε µια δύσκολη για µένα χρονιά, καθώς αποφασίσαµε τότε µε τον Αλέκο Αλεξανδράκη να πάρουµε χωριστούς δρόµους στη ζωή. Όχι όµως και στη δουλειά, καθώς είχαµε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσµό που µας επέτρεπε να συνεχίσουµε να παίζουµε µαζί. Θυµάµαι ότι ερχόταν κόσµος στο θέατρο για να διαπιστώσει αν όντως είχαµε χωρίσει και δεν καταλάβαιναν τίποτα. Μείναµε φίλοι µέχρι την τελευταία του στιγµή. Μου λείπει πάρα πολύ. Επειδή όµως η φιλία είναι αιώνια, θα ξανασυναντηθούµε. Τον έχω µεγάλη ανάγκη. Ήταν ανώτερος άνθρωπος». Όπως και η ίδια, παρατηρώ. «Σε ευχαριστώ, γλυκιά µου, αλλά φαντάσου πόσο γελοίο θα ήταν να το έλεγα εγώ», µου απαντά γελώντας δυνατά.

Έχοντας την τύχη να τη γνωρίζω απ’ όταν ήµουν µικρή, ξέρω ότι εκτός από ανωτερότητα διαθέτει επίσης χιούµορ και αυτοσαρκασµό. Συχνά, ενώ µιλάµε, πετάει µια ατάκα και γελάει σαν κοριτσάκι. Μέσα µου ταυτίζεται µε την Greta Garbo. Όχι µόνο για την οµορφιά, την αριστοκρατική αύρα και την επιβλητική παρουσία της, αλλά κυρίως επειδή, όπως η θρυλική σταρ, βρήκε κι εκείνη τη δύναµη να εγκαταλείψει την τέχνη που τόσο αγάπησε ενώ ήταν ακόµα στην ακµή της. «Η αποφασιστικότητα κυλάει στο αίµα µου», µου λέει. «Μεγάλωσα µε µια µητέρα και έναν πατέρα οι οποίοι µέσα σε ένα λεπτό µπορούσαν να πάρουν τις πιο δύσκολες αποφάσεις, κάτι που κληρονόµησα κι εγώ.

Θυµάµαι την ηµέρα που έπαιξα την Εκατοµµυριούχο στο Μέγαρο. Στην τελευταία σκηνή, ενώ αποχαιρετούσα το κοινό τραγουδώντας, είπα µέσα µου: “Αν µε ξαναδείτε, γράψτε µου”. Και ήµουν ακόµα στα πολύ πάνω µου θεατρικά. Αποφάσισα ότι έπρεπε να φύγω τότε που µε ήθελαν, που “πουλούσα” ακόµα. ∆εν θα άντεχα τη στιγµή που κάποιος θα έλεγε “ας πάει σπίτι της πια”. Βεβαίως, ήταν µια δύσκολη απόφαση, αλλά φαίνεται ότι η µαµά µου µε έκανε ιδιαίτερο πλάσµα. Είχα µια γεµάτη καριέρα, ήµουν χορτασµένη, δεν υπήρχε κανένας ρόλος που να ήθελα και να µην τον έχω παίξει. Όταν λοιπόν θεώρησα ότι έκλεισε αυτός ο κύκλος, το τράβηξα ακόµα πιο µακριά και εξαφανίστηκα από τη δηµοσιότητα. ∆εν µου αρέσει καθόλου η αποµυθοποίηση των καιρών µας. ∆εν µπορείς να είσαι “icon” και να πηγαίνεις στα Κολωνάκια, στα µπαράκια και στα ρεστοράν όπου συχνάζουν οι κοσµικοί. Γίνεσαι, χωρίς να το καταλάβεις, ένας από αυτούς – χωρίς να θέλω καθόλου να µειώσω τις προσωπικότητές τους, απλώς εγώ δεν ήµουν έτσι φτιαγµένη».

Πώς θα µπορούσε, άλλωστε. Με µητέρα µια σπουδαία προσωπικότητα της αστικής Αθήνας, την ατρόµητη και υπέρκοµψη Ντορέτ Καραϊωσηφόγλου, έχει υπέροχες µνήµες από µια θαυµάσια εποχή. «Η µαµά πήγαινε στη Chanel, αγόραζε ένα ταγέρ και µετά ερχόταν σπίτι και το έδινε στις δύο ράφτρες της να το κάνουν φύλλο και φτερό, για να γίνει καλύτερο», θυµάται. «Εµένα πέρασε καιρός µέχρι να µε παραδεχτεί. Μου χάριζε πάρα πολλά ρούχα, αλλά ήταν του δικού της στιλ, κάτι που δεν µε ικανοποιούσε. Τα ήθελα πιο “Νόνικα”». «Μήπως πιο Χόλιγουντ;» ρωτώ. «Ναι, έχεις δίκιο. Γι’ αυτό µε τη Θεώνη δέσαµε αφάνταστα. Έχω κρατήσει όλα τα αριστουργήµατά της. Ήταν ανώτερα ακόµα και από του Dior και της Chanel. Όλα τα άλλα κοστούµια µου τα χάρισα στο Μέγαρο Μουσικής. Τι κρίµα που δεν υπάρχει ένα µουσείο όπου θα µπορούν οι ηθοποιοί να αξιοποιήσουν την περιουσία που έδωσαν, να εκθέταµε τα ακριβά µας αντικείµενα εκεί. Θα ήταν υπέροχο. Για µένα, θα ήταν µία ακόµα ικανοποίηση από το θέατρο, στο οποίο είµαι ευγνώµων για τα δώρα που µου χάρισε. Νιώθω ψυχική αγαλλίαση, γιατί κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά νοµίζω ότι αυτό τα λέει όλα».

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2020 της Vogue Greece.

Διαβάστε επίσης | Icons: Θα αντέξουν στον χρόνο τα σημερινά «είδωλα» με τους εκατομμύρια followers;