“Πρόσφατα ήθελα να βρω μια στιγμή να σκεφτώ, να προσευχηθώ, να μείνω σιωπηλή. Ετσι πήγα στην όχθη ενός ποταμού κοντά στο σπίτι μου”, γράφει σε άρθρο της στους Νew York Times η Τις Χάρισον Ουόερν, ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας στις ΗΠΑ. Στη συνέχεια διαμαρτύρεται για τους θορύβους της πόλης που διακόπτουν την ανάγκη της για μια βαθιά απόλυτη σιγή. Σκεφτόμουν που θα μπορούσε κανείς να καταφύγει στην Αθήνα αν ψάχνει ένα διάλειμμα από την αέναη ηχορύπανση. Οι ήχοι της πόλης είναι τόσο ενσωματωμένοι στους κατοίκους της που είναι δύσκολο όποιος μένει εδώ να τους εντοπίσει, να τους απομονώσει και να πει «αυτή η φασαρία δεν είναι η κανονική κατάσταση των πραγμάτων». H συνειδητοποίηση αυτή έγινε πιο έκδηλη τους ήσυχους μήνες του πρώτου λοκντάουν. Οταν οι δρόμοι ερήμωναν, τα ελικόπτερα δεν πετούσαν, τα κομπρεσέρ σιγούσαν κι άκουγε κανείς μόνο πουλιά και γαβγίσματα σκύλων. Και τις σκέψεις του. Οι ντελιβεράδες δεν χρειαζόταν καν να γκαζώνουν για να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους, τα χειροκροτήματα στο νοσηλευτικό προσωπικό και τους γιατρούς από τα μπαλκόνια ήταν μια ξεψυχισμένη ηχητική ακτινογραφία πως η πόλη ζει κι η καρδιά της χτυπά κανονικά.
H σιωπή τώρα έχει γίνει πολυτέλεια, διαπιστώνει η ιερέας στο άρθρο της. Το συμπέρασμα είναι κοινότοπο, αλλά αληθινό. Η Λίντα Μποστρομ Κνάουσγκορντ, πρώην σύζυγος του γνωστού Νορβηγού συγγραφέα, γράφει στο βιβλίο της Welcome in America για ένα κορίτσι, που σταματάει να μιλάει. H απόφαση είναι αποτέλεσμα οικογενειακού τραύματος. Τηρεί τον όρκο σιωπής ευλαβικά και οι γύρω της μαθαίνουν είτε να διαβάζουν τις σκέψεις της είτε να αποκρυπτογραφούν τα νεύματά της. Θα ήταν πολύ ξεκούραστο να μπορούμε όλοι για ένα διάστημα να κάνουμε μια ανάπαυλα από την άσκοπη πολυλογία. Να μην αισθανόμαστε την δικτατορία της ανταλλαγής κοινοτοπιών, όταν βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο με άλλους ανθρώπους. Nα διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην αφωνία, στην απόλυτη εσωστρέφεια, να συνομιλούμε προσωρινά μόνο με τον εαυτό μας. Μέχρι να βραχνιάσει η φωνή μας από την έλλειψη εξάσκησης, να βγαίνουν άναρθρες κραυγές και «κοκοράκια» από το στόμα μας. Εως ότου νιώσουμε την ανάγκη να πούμε κάτι βαθύ κι ουσιαστικό.
Σε μια απόπειρα να πάρει συνέντευξη από τον σιωπηλό-στο τέλος της ζωή του-ποιητή Εζρα Πάουντ για το New York Review of Books ο Αμερικανός συγγραφέας Αλαν Λέβι τον επισκέφθηκε στη Βενετία το 1972. Ο μεσάζοντας που είχε κλείσει το δύσκολο ραντεβού εξήγησε ότι μόνο μέσω της δημοσιότητας αυτού του είδους θα εξασφαλίσει ο Πάουντ αυτό που του χρωστάει ο κόσμος, ένα Νόμπελ. Εγώ το μόνο «που ξέρω από την εμπειρία μου είναι πως χρωστάμε στον εαυτό μας να ακούμε τις σιωπές του», κατέληγε το άρθρο του Λέβι. Συχνά η σιγή είναι πολύ πιο ποιητική και ειλικρινής από τους στίχους.