Στις διακοπές μου το αγαπημένο μου χόμπι είναι να παρατηρώ τις εναλλαγές συναισθημάτων πριν και μετά τη σέλφι. Πώς δηλαδή οι άνθρωποι χαμογελούν στημένα, στέκουν αγέρωχα, κοιτούν (επιτηδευμένα) αδιάφορα προς μια διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν του κινητού τους. Και πώς στη συνέχεια φέρνουν κοντά στο πρόσωπό τους την οθόνη του κινητού και ερευνούν, συνήθως με οδύνη, το αποτέλεσμα της αυτοφωτογράφισης.
Αν ήμουν φωτογράφος θα ήθελα να απαθανατίσω σε μια σειρά από στιγμιότυπα τα πρόσωπα των ανθρώπων που εξετάζουν τις σέλφι, που μόλις έχουν τραβήξει. Να αποτυπώσω τις γκριμάτσες τους, με τις οποίες εκφράζουν την αηδία για τον καταγεγραμμένο «εαυτό», τον εκνευρισμό για την απουσία ταλέντου ή την ενόχληση για τον απαρχηωμένο φακό του κινητού τους που δεν διαθέτει την εφαρμογή του πορτραίτου.
Οι σέλφι στις διακοπές είναι πλέον αυτοσκοπός. Μπροστά στην καλντέρα της Σαντορίνης, τους ανεμόμυλους της Μυκόνου ή τα γαϊδουράκια της Υδρας βλέπει κανείς μια λαοθάλασσα από υψωμένα χέρια σαν ομπρέλες από πυρίτιο, κοβάλτιο και λίθιο που μοιράζουν ψεύτικα χαμόγελα σε όσους σκεπάζουν. Τα χέρια ως δια μαγείας επεκτείνονται, γίνονται ενσωματωμένα selfie stick και σχεδόν διπλασιάζονται σε μήκος για να πετύχουν την ιδανική απόσταση από το πρόσωπο, μην φανούν οι ρυτίδες, τα σπυράκια, τα παχάκια στα μάγουλα ή στο λαιμό.
Η σέλφι έχει πάρει πολλές μορφές: η «0,5 σέλφι» με ευρυγώνιο φακό, η «μετα-σέλφι» στην οποία κάποιος φωτογραφίζει τον εαυτό του είτε με τη βοήθεια της μπροστινής κάμερας είτε στον καθρέφτη με αποτέλεσμα η σέλφι να πολλαπλασιάζεται με ψυχεδελικό τρόπο ή και η «δια αντιπροσώπου σέλφι», στην οποία ένας τρίτος φωτογράφος τραβάει κάποιον ή κάποιους που παίρνουν σέλφι.
Αν κάποτε οι άνθρωποι τραβούσαν διστακτικά και ντροπαλά τις σέλφι, τώρα πλέον η διαδικασία έχει γίνει τελείως θεμιτή και ξεδιάντροπη. Κι αν στα πρώτα χρόνια της σέλφι ο ναρκισισμός είχε μια ελαφρότητα και λίγη πλάκα, τώρα έχει γίνει πολύ σοβαρή υπόθεση και επηρεάζει σοβαρά την ψυχική υγεία των ανθρώπων. Βλέπω διαρκώς ανθρώπους ανικανοποίητους, τσαντισμένους με την εικόνα τους και τις φωτογραφικές τους δεξιότητες. Όταν φωτογράφος και μοντέλο δεν ταυτίζονται, αποδέκτης της δυσαρέσκειας είναι κάποιος ταλαίπωρος γονιός, σύντροφος ή φίλος. «Γιατί με έβγαλες έτσι; Δεν μπορείς να με τραβάς από κάτω προς τα πάνω να φαίνονται πιο ψηλά τα πόδια μου;», κατσαδιάζουν οι έφηβοι τους γονείς. «Φαίνεται πόσο μ’ αγαπάς από αυτήν τη λήψη», λένε ειρωνικά οι εραστές. «Μην με ποστάρεις σε αυτήν την κατάσταση!», είναι η κραυγή απόγνωσης μεταξύ φίλων.
Για να αποφευχθεί όλη αυτή η τοξικότητα, υπάρχουν και οι επαγγελματίες. Σε ξυπνούν αξημέρωτα για να πετύχουν το καλύτερο φως, σε φωτογραφίζουν με ένδυμα στο κατάλληλο χρώμα (μπλε για τις Κυκλάδες-σμαραγδί για τα Επτάνησα), κάνουν το απαραίτητο ρετούς, σου στέλνουν το αποτέλεσμα σε ηλεκτρονικό αρχείο όποια μέρα το χρειαστείς. Τη λεζάντα μάλλον θα χρειαστεί να τη γράψεις μόνος σου.