the-x-file-το-μοιρολόι-του-γάμου-223157
©Unsplash

Το Σάββατο έτρωγα μια τσιπούρα σε παραλιακή ταβέρνα της Ύδρας όταν συνειδητοποίησα ότι δίπλα μου έστρωναν τεράστιο τραπέζι για τους καλεσμένους ενός γάμου. Μια μικρή πομπή εμφανίστηκε από το παρακείμενο ξωκλήσι, ντάλα μεσημέρι, όλοι καλοντυμένοι και λαμπεροί. Οι αχτίδες του ηλίου αντανακλούσαν πάνω στα γυαλιστερά ρούχα τους. Ηρθε πρώτα ο παπάς, μετά τα παρανυφάκια με τους γονείς κι ο γαμπρός. Τελευταία η νύφη, αρκετά έγκυος, με στρογγυλή κοιλίτσα και φουσκωτά μάγουλα. Είχε ένα όμορφο, νεανικό πρόσωπο αλλά απέπνεε μια μελαγχολία. Ισως έφταιγε η ζέστη, ίσως η βιαστική (πριν γεννηθεί το παιδί;) τελετή, δεν φαινόταν να το φχαριστιέται ιδιαίτερα. Δεν μπορούσε άλλωστε να χορέψει, ούτε να πιει κι έτσι ήταν ένας γάμος ήσυχος, χαμηλόφωνος.

Κάποια στιγμή μπήκε κι αυτό το τραγούδι «Σήμερα γάμος γίνεται», το γνωστό σάουντρακ της ελληνικής παντρειάς και μ’ έπιασαν αμέσως τα κλάμματα. Οχι απλώς δάκρυα αλλά λυγμοί, μια αντανακλαστική οδύνη που με καταβάλλει όταν ακούω τον στίχο «κι αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη». Μέχρι πρότινος το φαινόμενο μου ήταν ανεξήγητο. Γιατί αυτή η αποστροφή με ζόριζε τόσο κάθε φορά; Τι ήταν αυτό που με έκανε να υποφέρω τόσο μόλις άκουγα το χαζοτραγουδάκι που παιανίζουν όλα τα ηχεία της επικράτειας στη θέα ενός πέπλου; Γιατί να γίνομαι ρεζίλι, δίνοντας την εντύπωση ότι συγκινούμαι έτσι στην κατεξοχήν μικροαστική παράδοση; Στην πρόχειρη αυτοψυχανάλυσή μου συμπέρανα ότι έχει σχέση με τον θάνατο της μαμάς μου και το ρήμα «αποχωρίζομαι», το οποίο μάλλον μου έφερνε στο μυαλό ένα πλαστικό μαχαιράκι με το οποίο κοβόταν βίαια η κόρη από τη μάνα, ο ύστατος ομφάλιος λώρος.

Εκανα λάθος. Το συνειδητοποίησα πρόσφατα σε μια συζήτηση με την κόρη μου, που θα πάει στο γάμο μίας Ινδής φίλης το καλοκαίρι. Ενθουσιάστηκα με την ιδέα. Νέο Δελχί, μυρωδιές και χρώματα, σάρι, μουσικές και κάρι ήταν οι συνειρμοί οριενταλισμού που έκανα. «Κανονικά μετά το γάμο θα έπρεπε να φύγει από το σπίτι της και να πάει να μείνει στο σπίτι της οικογένειας του γαμπρού», μου εξήγησε σοκαρισμένη η κόρη μου. «Το φαντάζεσαι;». «Καλά κι εδώ έτσι γινόταν μέχρι πρότινος», της απάντησα. Γούρλωσε τα μάτια της. «Πλάκα μου κάνεις;».

Τότε κατάλαβα τι μου φαίνεται τελικά αβάσταχτο στον επίμαχο στίχο. Γκούγκλαρα «μοιρολόι γάμου» κι αποκαλύφθηκε το σκληρό περιεχόμενο του άσματος, στην κρητική του εκδοχή:

«Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρ΄ημέρα/

σήμερ’ αποχωρίζεται μάνα τη θυγατέρα.

Άνοιξαν οι εφτά ουρανοί τα δώδεκα βαγγέλια.

κι επήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια.

Μισεύγεις, θυγατέρα μου, και πλιο δε θα γελάσω,

σάββατο πλιο δε θα λουστώ, ουδ΄εορτή θ΄αλλάξω».

Σε αυτήν την αταβιστική μνήμη αντιδράει το σώμα μου. Αυτόν τον θρήνο των ανήλικων κοριτσιών που παντρεύονται και των μαμάδων που τις ξεπροβοδίζουν κουβαλάω μέσα μου κι ακόμη και τώρα που διαβάζω τους στίχους ξανά και ξανά μου έρχονται κλάμματα.

Η Ινδή φίλη της κόρης μου θα συνεχίσει, μετά το γάμο, το διδακτορικό της στο Λονδίνο. Η ιστορία αυτή θα έχει καλό τέλος. Αναρωτιέμαι τι τραγούδια λένε στους ινδικούς γάμους.