Είμαι Ολυμπιακός, εθνική Γερμανίας και St Pauli. Μ αρέσει να παρακολουθώ ποδόσφαιρο, ειδικά στο Μουντιάλ παθιάζομαι. Θυμάμαι ακόμη το 3-3 στο ματς Γερμανια Γαλλία το 1982, να μου κόβεται η ανάσα με κάθε πέναλτι ενώ μόλις διακρινόταν η μπάλα στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση σε καποιο χωριό της Χαλκιδικής. Στα διεθνή παιχνίδια του ΟΣΦΠ μ αρέσει να πηγαίνω στο γήπεδο και όταν η ομάδα έπαιζε με την Μπαρτσελονα δάκρυσα που ένας πιτσιρικάς εισέβαλε στο γήπεδο κι αγκάλιασε τον Μεσι την ώρα που ετοιμαζόταν να χτυπήσει κόρνερ. Έχω μπλουζάκι με νεκροκεφαλή της αντιφα αμβουργεζικης ομάδας. Θεωρητικά αποκαλώ εαυτην φίλαθλο.
Γιατί όμως αποφεύγω τελικά να πηγαίνω στο γήπεδο; Και γιατί έχει τόσο λίγες γυναίκες στις κερκίδες όποτε πάω; Μια πρώτη προβλέψιμη, πλην αληθινή, απάντηση είναι η τοξική αρρενωπότητα. Όλη η τεστοστερόνη που διαχέεται στα γήπεδα, τα συνθήματα, η βία, και οι απειλές αποκλείουν εξ ορισμού τις γυναίκες, οι οποίες υπερίπτανται στον αγωνιστικό χώρο μόνο ως Παναγίες-μάνες για να προκαλέσουν τσαμπουκάδες όταν πιαστούν επι ματαίω στα χείλη αντιπάλων.
Στην Αμερική τα παιχνίδια μπέιζμπολ είναι πολύ πιο συμπεριληπτικά. Νέα ζευγάρια, που κάνουν πρόταση γάμου στα video walls, φίλες ντυμένες με ομοιόμορφα καπέλα, οικογένειες που τρώνε χοτ ντογκ, παιδιά που ψοφάνε για τα βεγγαλικά, ΛΟΑΤΚΙ που παρταρουν στα διαλείμματα, όλοι χωράνε στις αθλητικές συναντήσεις-γιορτές.
Στην Ελλάδα τα αγόρια μεγαλώνουν με μια αυτόματη απάντηση στην ερώτηση «τι ομάδα είσαι;». Εκφέρεται εθιμοτυπικά και το προκατασκευασμένο σχήμα περιμένει μια απάντηση στα πρότυπα: ΠΑΟ, ΑΕΚ, Άρης, έστω Πανιώνιος για τους πιο ευαίσθητους.
Μια φορά όμως, πριν κάποια χρόνια σε ένα ταξι ένα μικρό αγοράκι απάντησε «Μπάρμπι» και θυμάμαι πως μείναμε όλοι με το στόμα ανοιχτό από την αμηχανία. Σήμερα που το σκέφτομαι η απάντηση αυτή μου φαίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ. Κι όχι μόνο λόγω της ταινίας.