Ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα στην Ελλάδα είναι οι Κροκοσυλλέκτριες, μια συγκλονιστική τοιχογραφία που ανακαλύφθηκε στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης και προδίδει την μακρά καταγωγή αυτού του πολύτιμου καρυκεύματος στην ανατολική Μεσόγειο. Ο κρόκος (ή σαφράν ή ζαφορά) ήταν γνωστός επίσης στην Περσία, στη γαστρονομία της οποίας έχει κυρίαρχη θέση, ενώ η χρήση του επεκτεινόταν στην αρωματοποιία -η Κλεοπάτρα εικάζεται ότι υπέκυπτε στη σαγηνευτική ευωδιά του- και στη φαρμακευτική. Μέσω των εμπορικών οδών έφτασε στην Ευρώπη, με την εκλεκτότερη ποιότητά του να παράγεται στην Κοζάνη, όπου καλλιεργείται συστηματικά από τον 17ο αιώνα.


Ο ελληνικός κρόκος είναι πιστοποιημένα η καλύτερη ποιότητα παγκοσμίως βάσει των πιο αυστηρών κριτηρίων όπως χρώμα, γεύση, άρωμα, ενώ η καλλιέργεια, η συλλογή και η επεξεργασία του – που γίνονται αποκλειστικά και μόνο χειρωνακτικά – απαιτούν χρόνο, εμπειρία και τέχνη. Ανθίζει μία φορά τον χρόνο δίνοντας ένα υπέροχο μωβ λουλούδι και βάφοντας μαβιές τις ατέλειωτες εκτάσεις της Κοζάνης για 20 ημέρες κάθε Οκτώβριο. Τότε που οι ντόπιοι καλλιεργητές ξεκινούν με την ανατολή του ηλίου τη συλλογή τους, όταν τα φυτικά έλαιά τους βρίσκονται στην υψηλότερη συγκέντρωση – διαδικασία κοπιώδης και πολύωρη. Στο τέλος της ημέρας τα κροκοχώραφα φαντάζουν πια γυμνά, όμως το επόμενο πρωί έχουν πάλι τη μαγευτική όψη μιας μωβ θάλασσας.