Ο Georg Lux, δημιουργικός διευθυντής του οίκου Léonard, επαναφέρει στο προσκήνιο μια jet–set αισθητική που άφησε εποχή.
Στην έδρα του οίκου στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού, μπήκα πρώτη φορά πριν από περίπου τρία χρόνια, έπειτα από πρόσκληση του Georg Lux, ο οποίος είχε μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του ως δημιουργικός διευθυντής. Τον θυμάμαι να με ξεναγεί στους όμορφους χώρους με τη rococo διακόσμηση, αναλύοντάς μου το όραμά του για τις γυναίκες, τις οποίες φανταζόταν καλαίσθητες και με έντονο αισθησιασμό, χαρακτηριστικά που διέθετε και το brand με τη μακρά ιστορία. Όσο μου άνοιγε την καρδιά του, δύο-τρία house-models ντυμένα με την καινούργια συλλογή του περιφέρονταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, κάνοντας την εμπειρία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Έφυγα με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Τον συνάντησα τυχαία ένα απόγευμα πριν από λίγους μήνες στο βιβλιοπωλείο Galignani της Rue de Rivoli, μετά την παρουσίαση της καλοκαιρινής του συλλογής για το 2024. Συνοδευόταν από τον σύντροφό του, Τhomas Pennequin, βιογράφο του εκλιπόντος πολυεκατομμυριούχου συλλέκτη τέχνης και εξαίσιου διακοσμητή Charles de Beistegui, και άρπαξα την ευκαιρία να μάθω περισσότερα για τον Γερμανό σχεδιαστή με το γλυκό χαμόγελο. Δώσαμε λοιπόν ραντεβού για την επόμενη μέρα στο café Lapérouse, κοντά στην πλατεία Concorde, όπου μιλήσαμε για τη ζωή και τη δουλειά του.
Ξεκινώντας να μιλάμε, μαθαίνω ότι, έχοντας ταλέντο στο σχέδιο από μικρός, ο Georg Lux αποφάσισε στην εφηβεία του να ζητήσει δουλειά από τη Josefine von Krepl, τη Βερολινέζα συλλέκτρια μόδας και έμπορο αντικών. Μαζί της περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του, μαθαίνοντας από την εμπειρία της, ενώ στις αρχές του 2000 τη βοήθησε να υλοποιήσει το μεγάλο της όνειρο, ένα μουσείο μόδας στο κάστρο Meyenburg, σε απόσταση 90 λεπτών από το Βερολίνο, όπου θα στέγαζε την εντυπωσιακή συλλογή της με vintage ρούχα και έπιπλα του 20ού αιώνα, τα οποία είχε αρχίσει να συλλέγει από τις αρχές του 1960. «Αν και σε αυτήν δεν περιλαμβάνονταν δημιουργίες Γάλλων σχεδιαστών, υπήρχαν πολλά άξια θαυμασμού κομμάτια, που είτε ανήκαν σε απλούς Γερμανούς είτε ήταν δημιουργίες γερμανικών οίκων που εμπνέονταν από τα παριζιάνικα και αμερικανικά trends της εποχής», με ενημερώνει. «Η Josefine πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της συλλέγοντας πράγματα, τα οποία στη συνέχεια χώριζε σε δύο κατηγορίες: εκείνα που ήθελε να εκθέσει, εξαίσια δείγματα δημιουργικότητας και χειροτεχνίας, και αυτά από τα οποία κέρδιζε τα προς το ζην. Αυτό για μένα ήταν ένα πολύ καλό μάθημα επιχειρηματικότητας αλλά και αυτοπροσδιορισμού. Άρχισα αμέσως να φοράω vintage ρούχα. Αντί για σακίδιο, στο σχολείο πήγαινα με μια βαλίτσα της δεκαετίας του ’50, κι ενώ όλοι με κοιτούσαν περίεργα, ένιωθα πολύ δυνατός με τη νέα μου εικόνα. Ακόμα και το δωμάτιό μου στο σπίτι των γονιών μου κατέληξε να μοιάζει με vintage κατάστημα!»