γίνομαι-καπνός-227825
©Illustration: Δημήτρης Τσουμπλέκας

Όταν πριν από λίγα χρόνια ο Tim Etchells γέμισε την Αθήνα με λευκές αφίσες ανομολόγητων επιθυμιών, με είδα πεντακάθαρα σε εκείνη που έγραφε: «Θα ήθελα να τριγυρνάω άσκοπα. Να πηγαίνω βόλτα με τα χέρια στην τσέπη ή να κάθομαι για μπίρα ή καφέ. Να πιάνω κουβέντα με αγνώστους». Παλιά ντρεπόμουν να το παραδεχτώ, σκεφτόμουν ότι θα δείχνω επιφανειακός, ρηχός, αδιάφορος. Η απόλυτη διαφυγή μου όμως είναι η απόλυτη αδράνεια. Πλέον, σχεδόν την επιδιώκω. Σαν να χτίζω μια γέφυρα από «θα» και να τριγυρνάω άσκοπα εκεί πάνω, όπως έγραφε και η αφίσα του Etchells. Χρόνος σπαταλημένος σε χασμουρητά; Τον αγοράζω, και ας μην αναπληρωθεί ποτέ. Μια στιγμή καθαρόαιμης αδράνειας μου φαίνεται εξίσου σημαντική με μια στιγμή μόχθου. Αυτή η στιγμή που θα αποφύγω όλους τους περίπλοκους συλλογισμούς, που θα ομφαλοσκοπώ, που θα αδιαφορώ για τον κοινωνικό περίγυρο είναι η δική μου απόδραση. Πλέον έχω περισσότερη ανάγκη από ποτέ τις φορές που αδικαιολόγητα θα πάψω να ανησυχώ για το τι συμβαίνει γύρω μου.

Τις προάλλες κατέβηκα στο πατρικό μου. Ψαχουλεύοντας κάτι χαρτοκιβώτια γεμάτα σκονισμένες αναμνήσεις, ξέθαψα ένα μπλε τετράδιο Καλλιτεχνικών της Γ΄ Δημοτικού. Ξεφυλλίζοντάς το, το μάτι μου έπεσε στο εξής θέμα: «Ζωγράφισέ μας τον εαυτό σου». Τι είχα ζωγραφίσει; Ένα τεράστιο φωτιστικό κι ένα τεράστιο καλώδιο χωμένο σε μια ακόμα πιο τεράστια πρίζα. Κάπως έτσι νιώθω και σήμερα. Σαν φωτιστικό που καίει αδιάκοπα μέρα νύχτα, φωτίζει την παραμικρή υπόνοια σκότους, υπερ-καταναλώνοντας τον εαυτό του και όσα έχει να προσφέρει. Παλιά, έτρεφα τύψεις που δεν βρισκόμουν μονίμως στην πρίζα. Τώρα βγάζω το καλώδιο οικειοθελώς, απλώνοντας ένα απέραντο βαθύ σκοτάδι στον εξαναγκασμό, στην πίεση, στην υποχρέωση, στην παρορμητική συμπεριφορά. Η αδράνεια είναι γλυκιά, γιατί δεν σου αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Κι έχω κουραστεί τόσο να αμφισβητώ τα πάντα! Το απόλυτο τίποτα, λοιπόν, έστω κι αν είναι θνησιγενές. Ένα «λίγο τίποτα», μέσα στο «πολύ τίποτα» που ζούμε. Εκεί, σε έναν κόσμο λίγων λεπτών που δεν χρειάζεται καμία οξυδερκής απάντηση, καμία ευθύνη, καμία αντίρρηση, καμία σκέψη, κανένας αναστεναγμός, καμία δέσμευση, καμία αίσθηση οφειλής, καμία πρόβλεψη του μέλλοντος, καμία κακή συνήθεια, καμία έννοια δεισιδαιμονίας.

Η οκνηρία είναι η νέα απόδραση; Για μένα είναι. Μια απόδραση με στρατηγική, μάλιστα. Ένα προσωρινό καταφύγιο προστασίας από όσα πέφτουν σαν τούβλα στο κεφάλι μας καθημερινά. Αυτή η προσωρινή αποφυγή τού οτιδήποτε -ακόμα κι αν ευαγγελίζεται έναν κρυμμένο παράδεισο- μου είναι εθιστική, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό το μηδέν κίνητρο, η μηδέν προσπάθεια, ο μηδενικός φόβος αποτυχίας μού ανοίγουν πόρτες άμεσης αγχόλυσης. Είναι σαν ξαφνικά να αποκτώ πλήρη διαύγεια για τα πάντα, σαν να ξέρω όσα δεν ξέρω. Μια παύση που τροφοδοτεί εκατομμύρια προοπτικές δράσης. Και τι κάνεις μέσα σε αυτή την παύση; Εδώ υπάρχουν πολλές εκδοχές. Από το να κοιτάς απλώς το ταβάνι μέχρι να αποκτάς μια αδήριτη ανάγκη για trash tv, cult ταινίες και παρακατιανά είδωλα. Μια ανάγκη να αφεθείς στις ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής για να ξεχωρίσεις -ίσως- τις σημαντικές. Μια απόσταση από το ευρέως παραδεκτό, για να το επιβεβαιώσεις ξανά. Μια συνθήκη που τα «σκουπίδια» τού κάποτε έχουν μετουσιωθεί στους «θησαυρούς» τού τώρα.

Εκεί που το ανούσιο επανέρχεται ως ουσιαστικό, εκεί μου αρέσει να δραπετεύω. Σε κάτι cult, που κάποτε ήταν θαμμένο στο χώμα και τώρα φιγουράρει σαν μουσειακό έκθεμα. Εκεί που η αποτυχία συναντά το must-see. Η φυγή στο ανομολόγητο, στο ελκυστικά αντιφατικό, στο σκόπιμα ακατάρτιστο και στο επιπόλαια δομημένο. Μπορώ να χαθώ προς στιγμήν στην ασυνεννοησία των ανθρώπων, μέσα σε άχρηστες κουβέντες που αρθρώνονται μόνο και μόνο για να πεταχτούν στον κάδο των απορριμμάτων. Λες και κάνω ολιγοήμερες διακοπές στην παραφιλολογία. Εκεί ξεχνιέμαι. Στην απουσία της ανάγκης να καταλάβω κάτι σπουδαίο. Στην ένοχη απόλαυση μιας ευτελούς παθητικότητας. Στο μεταβατικό σημείο της υψηλής και της χαμηλής τέχνης. Εκεί που δεν νιώθεις ούτε ακριβώς λογικός ούτε ακριβώς τρελός.

Είναι φορές που έχω μια πείνα για αμελητέα ποιότητα, για μια προσωρινή αποχή από τους αδιαμφισβήτητους και τα αδιαμφισβήτητά τους. Μια ροπή στο ανένταχτο, στο όχι ιδιαίτερα αξιόλογο. Σαν να θέλω απεγνωσμένα να αποκτήσω κάτι που η πλειοψηφία της κανονικότητας δεν θα παραδεχόταν ως επιθυμητό. Σαν να πέφτω εσκεμμένα σε μια μαύρη τρύπα, τρώγοντας junk food, υπό τον ήχο ενός τραγουδιού που φτιάχτηκε σαν πρόχειρο φαγητό. Σαν να κουρνιάζω μέσα σε μια παρένθεση ανάμεσα στο «πρέπει» και το «δεν πρέπει», προκαλώντας μια εκούσια εγκεφαλική θολούρα. Λες και γεννάω ένα σύστημα αξιών που έρχεται να τα βάλει με το κοινώς αποδεκτό σύστημα. Η μεγαλύτερη απόδραση, τελικά, είναι σε αυτό που ντρέπεσαι να παραδεχτείς. Και είναι μια απόδραση που υπερνικά τον φόβο. Στη στιγμή που μεταπηδάς από τη μία ενοχή στην άλλη, χωρίς καμία ενοχή. Σε αυτή μου αρέσει να γίνομαι καπνός.

*Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουνίου της Vogue Greece.