Η Χάρις Αλεξίου ήταν «συγγενής» μου, κι ας μην την είχα γνωρίσει μέχρι σήμερα. Είναι τόσες οι μουσικές και οι στίχοι που έχει ερμηνεύσει για τα οποία έχω αισθανθεί ότι γράφτηκαν μόνο για μένα, είναι τόσες οι συνεντεύξεις της, που νόμιζα και πάλι ότι απευθύνονταν μόνο σ’ εμένα… Ξέρω, δεν είμαι η μόνη που νιώθω αυτή τη συγγένεια μαζί της. Από την άλλη, σχεδόν αγνοούσα το κεφάλαιο της μητρότητας στη ζωή της. Ούτε εστίασα σε αυτό όταν άρπαξα την ευκαιρία για μια κοινή συνέντευξη με τον γιο της, Μάνο Θεοφίλου, ιδέα που έπεσε στο τραπέζι της σύσκεψης της Vogue για τη θεματολογία αυτού του τεύχους-«μητρότητα». Έχοντας λοιπόν μιλήσει και με τους δυο τους, φεύγοντας από τη συνάντησή μας επιβεβαίωσα ότι η Χάρις Αλεξίου είναι ένας συναισθηματικός και διεισδυτικός άνθρωπος που μπαίνει μέσα σου σαν σίφουνας και σε γλυκαίνει, σε αναμοχλεύει, σε προχωράει. Δεν ξέρω πώς το καταφέρνει. Ούτε η ίδια, ίσως, ξέρει. Η βασική μου όμως «επίγευση» αφορούσε τη μεταξύ τους σχέση. Είδα δυο ανθρώπους που αγαπιούνται, που συγκινούνται μεταξύ τους, αλληλοστηρίζονται, διαφωνούν, μιλάνε ειλικρινά και όχι συμβατικά, προχωράνε παρέα. Τους ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη τους να σταθούν σε αυτή την κουβέντα όπως είναι, χωρίς ατζέντα, προσχήματα και προμελετημένους ρόλους.
Πώς νιώθετε που θα κάνετε αυτή την κοινή συνέντευξη σήμερα μητέρα και γιος;
ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: Να πω πρώτη εγώ;
ΜΑΝΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ: Παρακαλώ.
Χ.Α.: Για εμάς υπάρχει αφορμή, δεν το κάνουμε για λόγους «κοσμικότητας». Ο Μάνος πήρε στα χέρια του όλα τα τραγούδια που έχω πει και έχω δημιουργήσει ως συνθέτρια και παραγωγός και τα διαχειρίζεται εκείνος πλέον. Έχει βάλει στόχο να τα ξαναζωντανέψει. Όλη η δουλειά μου βρίσκεται πια στα χέρια του.
Βαριά κληρονομιά…
Μ.Θ.: Και ασήκωτη. Βασικά δεν το σκέφτομαι σαν κληρονομιά – όχι συνέχεια τουλάχιστον. Αν υπήρχε αυτή η σκέψη στο μυαλό μου, θα ήμουν μόνιμα αγχωμένος. Είναι τόσο μεγάλο αυτό που έχω στα χέρια μου και στο οποίο οφείλω να δείξω σεβασμό και αγάπη και να το εξελίξω, που είναι αρκετό για να μην μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Κατά τα άλλα, μου είναι πολύ ευχάριστο. Χαίρομαι που επιτέλους συμβαίνει και σκέφτομαι ότι άργησα πολύ να συμφιλιωθώ με την αξία του έργου της κυρίας Αλεξίου.
«Κυρία Αλεξίου» την αποκαλείς;
Μ.Θ.: Είμαστε σε επαγγελματικό ραντεβού. Ιδιωτικά τη λέω μάνα ή μητέρα. Έλεγα όμως ότι μέχρι τα 30 μου δεν ήθελα να ασχοληθώ με τη δουλειά της μητέρας μου. Αυτό είναι και ένα μεγάλο παράπονο που έχω. Ότι δεν καταφέραμε να συμπέσουμε στα επαγγελματικά μας ντουζένια. Δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα να την έχω προλάβει, ως παραγωγός της, σε μια συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο με τις χιλιάδες κόσμου να την αποθεώνουν από κάτω ή να μένουμε στο στούντιο ηχογράφησης με τις ώρες. Ασχολούμαι με τη μουσική σε επιχειρηματικό επίπεδο από μικρός, αλλά πριν καταπιαστώ με την κυρία Αλεξίου, ήθελα πρώτα να σταθώ στα πόδια μου, να αποδείξω την αξία μου και να μη λέει κανείς ότι αυτός πέτυχε επειδή είναι ο γιος της Αλεξίου. Το σιχαίνομαι αυτό.
Μπορεί, αλήθεια, να γλιτώσει κάποιος από αυτό αν έχει έναν τόσο σημαντικό γονιό;
Μ.Θ.: Δεν μπορείς να αλλάξεις την αντίληψη του κόσμου, αλλά αν ο ίδιος αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να τα καταφέρεις και μόνος σου, ναι, τότε ισορροπείς και παύεις να είσαι σε άρνηση.
Κυρία Αλεξίου, πριν από τρία χρόνια πήρατε τη δύσκολη απόφαση να αποσυρθείτε από το τραγούδι.
Χ.Α.: Έχω κάνει χρυσά πράγματα στη ζωή μου. Κάποια στιγμή η φωνή μου έπαψε να με υπακούει. Δεν μου άρεσε που είχα απώλειες στις δυνατότητές μου και, επειδή ήξερα ακριβώς τι είχα κάνει, δεν δεχόμουν να συνεχίσω με μια «αναπηρία», δεν είχα λόγο να το κάνω. Έτσι πήρα την απόφαση, ούσα όμως πολύ χορτάτη. Ήθελα η Αλεξίου να είναι εκεί που βρίσκεται, να μην ευτελιστεί. Πρέπει να πω ότι ο Μάνος με στήριξε σ’ αυτό. Με πολύ λεπτό τρόπο μού έδειχνε τα σήματα. Μου έλεγε: «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό; Δεν έχεις κουραστεί;». Και είδα το βλέμμα του όταν πια το πήρα απόφαση ότι θα χαιρετήσω – ήταν ένα βλέμμα ικανοποίησης.