Σας έχει τύχει να σταθεί κάποιος από πάνω σας την ώρα που πληκτρολογείτε; Είναι σαν το βλέμμα του να βάζει τρικλοποδιές στα δάχτυλά σας. Ελαφριά ταχυπαλμία. Είστε σίγουροι ότι τώρα θα κάνετε λάθος. Ο ειρμός σας χάνεται – τι έγραφα μόλις; Κενό. Τώρα, σκεφτείτε να στέκονται από πάνω σας πενήντα άνθρωποι. Πεντακόσιοι. Πέντε χιλιάδες. Σας σηκώνουν ψηλά, πάνω στο γραφείο σας, και βλέπουν όλοι την οθόνη σας. Τα δάχτυλά σας. Πόσο γρήγορα πληκτρολογείτε. Τι γράφετε. Τι σκέφτεστε.
Μπορούν να δουν το σώμα σας και ό,τι αυτό προδίδει. Την αμηχανία σας. Την αγωνία σας. Όλες τις ατέλειες που προσπαθήσατε να κρύψετε πριν βγείτε από το σπίτι. Δεν μπορείτε να ελέγξετε τις αντιδράσεις αυτών που σας κοιτούν, δεν τους ξέρετε, δεν τους βλέπετε καν· κάποιος μπορεί να φωνάξει κάτι εναντίον σας, να σας επιτεθεί, να χασμουρηθεί δυνατά ή να σηκώσει το τηλέφωνό του, επιδεικνύοντας τη βαρεμάρα του γι’ αυτό που κάνετε.
Νιώθετε ευάλωτοι, όπως στα όνειρα που περπατάμε γυμνοί ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ντυμένων. Αυτό είναι το πρωταρχικό συναίσθημα όλων των ανθρώπων που βλέπετε πάνω σε μια σκηνή. Και με αυτό θα πολεμήσουν τις επόμενες ώρες μπροστά στα μάτια σας.
Έχω την τύχη να ζω τη σκηνή από 16 ετών. Στην αρχή από κάτω, ως μαθήτρια και θεατής, μετά πάνω της, ως ηθοποιός, τώρα πίσω της, ως θεατρική συγγραφέας. Θυμάμαι πολύ καλά το συναίσθημα εκείνου που εκτίθεται. Ήταν ελάχιστες οι φορές που κατάφερα να το νικήσω, γι’ αυτό και εγκατέλειψα.