Ένα καλοκαιρινό διήγημα από την Αλεξάνδρα Κ*.
Είμαστε ξαπλωμένες στις πετσέτες μας. Δεν βλέπουμε η μία την άλλη. Ψηνόμαστε στον ήλιο. Ψηλά τα κεφάλια και μάτια κλειστά. Όταν σηκωθούμε από δω, θα δείχνουμε πιο αδύνατες και πιο χορτασμένες. Τα γόνατά μας έχουν αρπάξει. Κάνουμε υπομονή. Αντέχουμε – από δω είμαστε. Το σημαντικό είναι τα μπούτια και οι ώμοι – εκεί φαίνεται η δουλειά. Αυτά θα δει ο Κωστάκης ο Τουλουμάνος και θα πει να η γυναίκα της ζωής του. Κι ας μη μας κοίταξε ποτέ. Κι ας έχει τυφλωθεί πια από το τσίπουρο που σέρβιρε ο πατέρας του στους ξένους. Εμείς θα τον θυμόμαστε πάντα πρασινομάτη και κάθε Ιούνιο θα καταπολεμάμε την κυτταρίτιδα για πάρτη του.
Εκτός από τον Τουλουμάνο και την ανασφάλεια, έχουμε κι άλλα κοινά: είμαστε συμμαθήτριες. Από αριστερά όπως βλέπετε τη θάλασσα: Κατερίνα, Αναστασία, εγώ, Εύη. Η Κατερίνα είναι αυτή στην κόκκινη πετσέτα, κάτω απ’ το βουνό που έγινε το σώμα της όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τον Ψιλοδημητρακόπουλο, τον μαθηματικό μας. Έτσι τον έλεγαν, δεν χρειαζόταν να κοροϊδέψουμε: Ευστάθιος Ψιλοδημητρακόπουλος. Σαν να μην ήρθη στο ύψος των Δημητρακόπουλων αυτής της χώρας. Δεν μάθαμε ποτέ αν η Κατερίνα ήθελε ή δεν ήθελε. Ούτε σ’ εμάς δεν είπε.
Δίπλα της, η γυμνόστηθη χωρίς στήθος είναι η Αναστασία. Ακούει εξίσου στο «Τασούλα» και στο «Νάστια». Μέσος όρος 20, Ιατρική Αθηνών. Η μάνα Ρωσίδα ορθόδοξη, ο πατέρας καμάκι ντόπιο. Πήρε απ’ τη μάνα της τα πόδια της και το σφιγμένο στόμα και όλα τα άλλα απ’ τον Γιώργη τον Μαύρο τον αλουμινά. Τα αγόρια στο σχολείο ούτε να τη φτύσουν – δεν την έφταναν. Ακόμα δεν ξέρει τι να τα κάνει τόσα μέτρα κόκαλα και μου βαράει αγκωνιές στα πλευρά καθώς απλώνει το αντηλιακό της πέρα ως πέρα.