Υπήρξε κάποια στιγμή μια συναρπαστική διετία που μου έτυχαν σερί μερικά πάρα πολύ πετυχημένα πρώτα ραντεβού. Δεν εξελίχθηκαν όλα σε κάτι περισσότερο, αλλά ήταν όλα τόσο πρωτότυπα που μου έμειναν αξέχαστα μόνο και μόνο γι’αυτό. Ένας αγώνας βόλεϊ στην Κορινθία για να δούμε ημιτελικό με την ομάδα του Παμβοχαϊκού, μία επίσκεψη στο Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας για ξενάγηση στους υπερυπολογιστές (αν έχετε δει τη σειρά IT Crowd στο Νέτφλιξ, εγώ είμαι η Jen, εκείνη που πίστεψε κάποια στιγμή ότι “όλο το ίντερνετ του κόσμου” περιέχεται σε ένα μικρό μαύρο κουτί), μία μεταμεσονύχτια βόλτα με μηχανή και στάση για “βρώμικο” στη Μαβίλη και ένα άλλο ραντεβού που κατέληξε με τους δυο μας να χορεύουμε Μαντόνα στο σαλόνι του σπιτιού μου.
Δεν ήμουν καλή στη χημεία, μέχρι να ερωτευτώ έναν καθηγητή μου στη σχολή και να θέλω να γίνω υποψήφια για Νόμπελ για να τον εντυπωσιάσω (spoiler alert: δεν ευδοκίμησε ούτε ο έρωτας, ούτε το πλάνο για Νόμπελ). Αλλά οι γνώσεις μου ήταν αρκετές, ώστε να αναγνωρίζω ότι ένας από τους βασικούς λόγους που μπορεί να πάει καλά ή πολύ άσχημα ένα πρώτο ραντεβού είναι η χημεία μεταξύ των δύο ανθρώπων. Η πίστα της πρώτης γνωριμίας αποκτά μεγαλύτερο επίπεδο δυσκολίας, αν δεν έχεις γνωρίσει καθόλου τον άλλον από κοντά και η αρχική επαφή έχει γίνει μέσω εφαρμογών ή social media. Αν δεν έχεις δει λίγο το πώς κινείται στον χώρο, πώς μιλάει, πώς και με τι γελάει, πώς σε κοιτάει, πώς συμπεριφέρεται γενικά. Ζητώντας χθες από όσους με ακολουθούν στο instagram να μοιραστούν μαζί μου τις ιστορίες τους από first date fails, θα ανακαλύψουμε μαζί και όλους τους υπόλοιπους λόγους που συνεισφέρουν σε μερικές πολύ άβολες στιγμές μεν, πολύ διασκεδαστικές ιστορίες δε.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τα εφηβικά χρόνια του Π., τότε που από καραμπόλα συμπτώσεων βρέθηκε στην ίδια παρέα με την Ι., μία συμμαθήτριά του στην πρώτη λυκείου που του άρεσε πολύ. “Πήγαμε όλοι μαζί να δούμε την ταινία Volcano στο Αθήναιον και στο εικοσάλεπτο περπάτημα πίσω για τα σπίτια μας, σε μία σαφή ένδειξη φλερτ, μίλησα με όλους εκτός από την Ι. Μέρες αργότερα ήρθε η ίδια στο σχολείο και μου είπε κατ’ ιδίαν αν θέλω να ξαναπάμε σινεμά. Απάντησα ναι με πολύ σοβαρό ύφος και η Ι. μου είπε να το κανονίσω και θα περιμένει. Είχα ξαναβγεί με κορίτσι ως τότε; Όχι. Είχε ανταποκριθεί ποτέ κορίτσι ως τότε στο ενδιαφέρον μου; Όχι. Ήξερα τι να κάνω; Όχι. Πέρασα δύο εβδομάδες να το σκέφτομαι κάθε μέρα, αποφεύγοντας την Ι. Κάποια φάση με ρώτησε αν είχα ξεχάσει αυτό που είπαμε και απάντησα ότι προσπαθούσα να βρω καλή ταινία, γιατί από τότε ήμουν τρομερά ποιοτικός. Κάποια στιγμή βρήκα μία, μάζεψα όλο το θάρρος μου και πήγα…στην κολλητή της Ι. και της είπα να κανονίσει να πάμε όλοι μαζί το Σάββατο στο Αθήναιον.” Μπορεί να μην έγινε κάποια ηφαιστειακή έκρηξη ποτέ με την Ι., αλλά αρκετά χρόνια μετά, όταν ο Π. γνώρισε τη Β. ήξερε πια τι να κάνει για να μην τη χάσει ποτέ από τη ζωή του.
Και από τους εφήβους, περνάμε στους προσκόπους και τη Ν., η οποία βγήκε σε πρώτο ραντεβού μέσω τίντερ. “Μου μιλούσε όλη την ώρα για τη σημασία των προσκόπων και τι κάνει με τα παιδάκια εκεί. Στο τέλος, με κάλεσε και στην κοπή της πίτας των προσκόπων, για να έχει μια ωραία γυναικεία παρουσία δίπλα του.” Τη ρωτάω αν πήγε, μου απαντάει ότι τον έκανε μπλοκ από παντού. Το επόμενο ραντεβού της Ν. από το τίντερ ήταν με έναν τουρίστα, με τον οποίον πήγαν για φαγητό στα Πετράλωνα. “Πήρα να φάω ντάκο κι εκείνος πήρε πίτσα. Έφαγε το 78% του ντάκου μου και όλη την πίτσα του και έφυγε τρέχοντας, γιατί είχε δυσανεξία και τον έπιασε το στομάχι του. Εγώ, τι να έκανα, πήγα για παρηγοριά να βρω έναν φίλο μου που ήταν στο αγαπημένο μας μπαρ”.