“Ήταν 7 το πρωί, είχαμε ξυπνήσει μαζί με το αγόρι μου νωρίς και βγήκαμε μια βόλτα στο Θησείο, περπατούσαμε, καθίσαμε σε κάτι βραχάκια και ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνό μου. Αριθμός που δεν ήξερα. Το σηκώνω. Ακούω μια φωνή να μου ψιθυρίζει ‘συγγνώμη’. Και το κλείνει. Δεν γνώρισα τη φωνή, αλλά γνώριζα ποιος ήταν ο μόνος άνθρωπος που με είχε πληγώσει τόσο, ώστε να θέλει να απολογηθεί. Οπότε, έστειλα μήνυμα στο νούμερο αυτό και ρώτησα: ‘Κώστα;’”. Ο Γ. μου διηγείται την ιστορία του με τον Κώστα, τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε τρελά, τον άνθρωπο που εξαφανίστηκε μετά από λίγους μήνες ξαφνικά (δεν έχει πώς, όλοι ξέρουμε πώς), επιστρέφοντας ένα χρόνο μετά για να ζητήσει συγγνώμη και να του πει ότι το έκανε επειδή ήταν ερωτευμένος με κάποιον άλλον. Ο κάποιος άλλος ήταν ο κολλητός του Γ., ο Γιαννάκης (“ποιος ερωτεύεται κάποιον που τον φωνάζουν Γιαννάκη; Εκτός αν πρόκειται για τον Παναγιώτη Γιαννάκη, αλλά και πάλι..” σχολιάζει η Μ.).
Ο Γ. είχε πια προχωρήσει στη ζωή του και περνούσε όμορφα με το νέο αγόρι του, ο Κώστας και ο Γιαννάκης ήταν και επίσημα πια ζευγάρι με τις “ευχές” όλων, και όλοι μαζί έπαιζαν το “είμαστε μια ωραία παρέα” και περνούσαν χρόνο στο ίδιο σπίτι. Μέχρι που ο Γ. χώρισε με το νέο αγόρι και ο Κώστας ξαναθέλησε τον Γ. Δεν εξελίχθηκε καλά όλο αυτό, γιατί ο Γ. είχε πάντα ένα soft spot για τον Κώστα. Και στο τέλος, ο Κώστας ήταν η αιτία που ο Γ. αποφάσισε ότι δε θα ξαναερωτευτεί ποτέ. “Ο μόνος λόγος που δε θα ήθελα να αφανιστεί η ανθρωπότητα είναι επειδή είμαι περίεργος να μάθω τι είναι η σκοτεινή ύλη, αν καταφέρουν ποτέ να λύσουν αυτό το μυστήριο οι επιστήμονες” μου λέει ο Γ.
Μεγάλο θέμα οι πρώην. Όχι όλοι, προφανώς, αλλά εκείνοι που ακόμα με κάποιο τρόπο μας αφορούν, εκείνοι που με κάποιο τρόπο κάνουν την παρουσία τους πότε πότε αισθητή προκειμένου να δουν αν ακόμα μας αφορούν, εκείνοι που υπάρχουν ακόμα στις ζωές και στους κύκλους μας ως “φίλοι” κι εκείνοι που σκεφτόμαστε ως “the one who got away”. Πώς; Γιατί; Η ανθρώπινη φύση δεν είναι τόσο μυστήρια όσο η σκοτεινή ύλη.
Ο Μ. μπαινόβγαινε συχνά στη ζωή της Σ., εκείνη γνώριζε πως δεν ήταν η μόνη γυναίκα στη δική του ζωή, αλλά “ήταν η πιο αγαπημένη του,” σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Μερικά χρόνια αφού η ιστορία τους έληξε οριστικά, ο Μ. δε διστάζει να επανέρχεται πού και πού με reactions στα stories της Σ., ακόμα και για να σχολιάσει ένα καρπούζι που τρώει εκείνη στο εξοχικό της. Βέβαια, ο στόχος του ήταν να ανασύρει τις αναμνήσεις από τον χρόνο που είχαν περάσει μαζί σε εκείνο το εξοχικό. Η εκδίκηση και το καρπούζι είναι, όμως, πιάτα που τρώγονται κρύα, παιδιά. Και το πλήρωμα του χρόνου έρχεται καμιά φορά και με μία πληρωμένη απάντηση. “Μ., τι θέλεις; Κλείσε το χρονοντούλαπο,” ήταν η τελευταία ατάκα της Σ. Πρόσφατα, σχολιάζαμε ότι αυτό που κατάφεραν τα “Φιλαράκια”, είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που να συμβεί στη ζωή μας και να μην μπορείς να χρησιμοποιήσεις ως αναφορά ένα σκηνικό από αυτή την ιστορική σειρά. Έτσι κι εδώ, λοιπόν, ας πούμε ότι η Σ. είναι η Ρέιτσελ με την ατάκα της “And that, my friend, is what they call closure”.