kορίτσια-στον-ήλιο-147072

Ένα καλοκαιρινό διήγημα από την Αλεξάνδρα Κ*.

Είμαστε ξαπλωμένες στις πετσέτες μας. Δεν βλέπουμε η μία την άλλη. Ψηνόμαστε στον ήλιο. Ψηλά τα κεφάλια και μάτια κλειστά. Όταν σηκωθούμε από δω, θα δείχνουμε πιο αδύνατες και πιο χορτασμένες. Τα γόνατά μας έχουν αρπάξει. Κάνουμε υπομονή. Αντέχουμε – από δω είμαστε. Το σημαντικό είναι τα μπούτια και οι ώμοι – εκεί φαίνεται η δουλειά. Αυτά θα δει ο Κωστάκης ο Τουλουμάνος και θα πει να η γυναίκα της ζωής του. Κι ας μη μας κοίταξε ποτέ. Κι ας έχει τυφλωθεί πια από το τσίπουρο που σέρβιρε ο πατέρας του στους ξένους. Εμείς θα τον θυμόμαστε πάντα πρασινομάτη και κάθε Ιούνιο θα καταπολεμάμε την κυτταρίτιδα για πάρτη του.

Εκτός από τον Τουλουμάνο και την ανασφάλεια, έχουμε κι άλλα κοινά: είμαστε συμμαθήτριες. Από αριστερά όπως βλέπετε τη θάλασσα: Κατερίνα, Αναστασία, εγώ, Εύη. Η Κατερίνα είναι αυτή στην κόκκινη πετσέτα, κάτω απ’ το βουνό που έγινε το σώμα της όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τον Ψιλοδημητρακόπουλο, τον μαθηματικό μας. Έτσι τον έλεγαν, δεν χρειαζόταν να κοροϊδέψουμε: Ευστάθιος Ψιλοδημητρακόπουλος. Σαν να μην ήρθη στο ύψος των Δημητρακόπουλων αυτής της χώρας. Δεν μάθαμε ποτέ αν η Κατερίνα ήθελε ή δεν ήθελε. Ούτε σ’ εμάς δεν είπε.

Δίπλα της, η γυμνόστηθη χωρίς στήθος είναι η Αναστασία. Ακούει εξίσου στο «Τασούλα» και στο «Νάστια». Μέσος όρος 20, Ιατρική Αθηνών. Η μάνα Ρωσίδα ορθόδοξη, ο πατέρας καμάκι ντόπιο. Πήρε απ’ τη μάνα της τα πόδια της και το σφιγμένο στόμα και όλα τα άλλα απ’ τον Γιώργη τον Μαύρο τον αλουμινά. Τα αγόρια στο σχολείο ούτε να τη φτύσουν – δεν την έφταναν. Ακόμα δεν ξέρει τι να τα κάνει τόσα μέτρα κόκαλα και μου βαράει αγκωνιές στα πλευρά καθώς απλώνει το αντηλιακό της πέρα ως πέρα.

Όταν είμαι δίπλα της, θυμάμαι να ντραπώ για την κοιλιά μου. Τεντώνομαι στην πετσέτα μου, μη μείνουν άσπρες οι δίπλες. Εδώ και τρεις μήνες είμαι σεξουαλικό αντικείμενο – πρέπει να φροντίζω για μια στοιχειώδη ομοιομορφία στο μαύρισμα.

Kορίτσια στον ήλιο-1
©unsplash
1/2
Native Share

Η Εύη, πάλι, δεν έχει τέτοιες αγωνίες. Αρχίζει να ψήνεται απ’ τον Μάρτη για να μη φαίνονται οι μελανιές. Τώρα ψήνεται απλώς για συντήρηση. Δέκα χρονών ήμασταν όταν ανακάλυψε το κόλπο. Ήρθε μια μέρα στις βρύσες έξω απ’ τις τουαλέτες των αγοριών και μας το ’σκασε περήφανη, για να το ξέρουμε κι εμείς. Αφού έδερνε ο δήμαρχος, θα έδερναν και όλοι οι πατεράδες του νησιού. Καμιά μας δεν είπε «εγώ δεν τρώω ξύλο», οπότε δεν είπα ούτε κι εγώ. Μου μπήκε τότε η ιδέα πως ο μπαμπάς μου είναι αδερφή. Κάθισα ώρες μια μέρα και τον παρατηρούσα κρυφά να περνάει τα αγκίστρια στο παραγάδι, και ήταν αλήθεια τα χέρια του σαν να χόρευαν. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Ούτε η Εύη λέει πια. Λαμπυρίζει στον ήλιο σαν τσιπούρα με αυτό το ηλίθιο αντηλιακό και κάτω από το γκλίτερ κάτι μπλε δάχτυλα της γραπώνουν το μπράτσο. Με το άλλο χέρι πηγαινοφέρνει ένα τσιγάρο στα ροζ χείλη της. Μου το πασάρει χωρίς να ρωτήσει. Εισπνέω λες και είναι οξυγόνο μετά από πνιγμό. Ζαλίζομαι. Βήχω. Γελάει. Ξαναπροσπαθώ. Τα πάω καλύτερα. Δεν φλώρεψα εντελώς. «Μαμά, καπνίδειθ!» φωνάζει ο Φρούμπας από τη θάλασσα. «Η μαμά μου καπνίδει!» ουρλιάζει στα άλλα πιτσιρίκια, σαν να πρέπει να τρέξει κάποιος να με σώσει. Κανείς δεν του δίνει σημασία. Ούτε εγώ. Ρουφάω άλλη μια τζούρα αργά, ακόμα ξαπλωμένη ανάσκελα, και φυσάω δαχτυλίδια στον καυτό αέρα. «Ε! Μαμά!» Το παιδί μου είναι βλαμμένο. Δίνω το τσιγάρο πίσω στην Εύη. Ζαλίζομαι πολύ για να σηκωθώ. Μόνο λέω ήσυχα: «Μην το πεις στον μπαμπά. Θα είναι το μυστικό μας». Ξέρουμε και οι δύο τι σημαίνει αυτή η συμφωνία: παγωτό με γλουτένη. «Θτη γιαγιά;» ρωτάει. Βλαμμένο.

«Σου ’κοψε το τσιγάρο», ανακοινώνει η Νάστια, σαν ο ασθενής να πέθανε. «Δεν του το ’χα». Βρίσκει τον Νίκο λίγο. Πήγα πέρυσι να τη βρω στις Βρυξέλλες και μου γνώριζε διπλωμάτες και μεγαλογιατρούς, γιατί έναν τέτοιο χρειάζομαι εγώ, λέει. Στο μεταξύ, πέντε μέρες τρέχαμε πίσω από τον Επίτροπό της, έναν παντρεμένο Ολλανδό με μανικιούρ και οριακή διαταραχή, που όλο χωρίζει και όλο παιδιά σπέρνει. Πήγα να της κάνω κουβέντα και μου ’πε: «Άκου λίγο. Η ζωή μου δεν σηκώνει περισσότερα απ’ αυτό». Είπε επίσης: «Είμαι γαμώ τις ακτινολόγους», καθώς και «Θα ’μουν άχρηστη μάνα». Μετά πέταξε κάτι κατεψυγμένο στα μικροκύματα και με ρώτησε πώς αντέχω να ζω έτσι. Πήγα να με υπερασπιστώ. Τελικά, σήκωσα απλώς τους ώμους. Μέχρι να παραιτηθώ, ο φούρνος είχε κάνει γλινγκ.

«Ναι, μου το ’κοψε. Είπε δεν θέλει να πεθάνω. Με συγκίνησε…»

«Σωστά, ποιος θα τον ζήσει;»

Καμιά μας δεν μίλησε. Την Εύη τη ζει ο δικός της και δεν την παίρνει. Την έσωσε από τα θέατρα και τις μαλακίες και την έκλεισε σε μια βίλα στο Πανόραμα, να τραπεζώνει τα Δημοτικά Συμβούλια, για να μην τους πάρουν τα τραπεζοκαθίσματα από την Αριστοτέλους. Της πάτησε κι ένα σκασμό ενέσεις και να τα τα δίδυμα. Ούτως ή άλλως, χέστηκε η Εύη να υπερασπιστεί τον άντρα μου. Δώρο γάμου μάς έφερε ένα ζευγάρι γόβες του χιλιάρικου. Στο νούμερό της.

Μόνο η Κατερίνα τον αγαπάει τον Νίκο, γιατί είναι Αθηναίος. «Έχει ευαισθησίες, μαρ’ συ, αυτός, όχι σαν τον δικό μου». Αλλά η Κατερίνα δεν μπορεί να υπερασπιστεί τίποτα και κανέναν, δεν θ’ αρχίσει τώρα. Την πάντρεψαν μ’ έναν Συριανό αλλήθωρο τη χρονιά που εμείς φύγαμε για να σπουδάσουμε. Το άλλο καλοκαίρι έμαθε ο γαμπρός για το σκάνδαλο Ψιλοδημητρακόπουλου, αλλά δεν την παράτησε. Ούτε όταν έμαθε για τη σακατεμένη της μήτρα. Έκτοτε, εκείνη του χρωστά αιώνια ευγνωμοσύνη. Αυτό της είπε η μάνα της και όλο της το χωριό, αυτό έκανε κι αυτή και το παράκανε. Ευγνωμοσύνη παντού η Κατερίνα. Χαμογελάει μέχρι και στα σαμιαμίδια. Την έγραψε και ένα φρη πρες, στα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του Αιγαίου. «Στο Σχοινάρι, το γλυκύτατο Κατερινιώ θα σου φτιάξει κεφτέδες αξέχαστους όσο και το χαμόγελό της». Η Κατερίνα, με τις εξισώσεις της και τα σκίτσα αισθησιακών κοριτσιών στο περιθώριο των βιβλίων, έγινε Κατερινιώ και είκοσι πέντε χρόνια τώρα πλάθει κεφτέδες λες και χαϊδεύει νεογέννητα. Ήρθε μια φορά στην Αθήνα και ήθελε να δει από κοντά την Κάτια Δανδουλάκη. Την πήγα στο θέατρο, στο Λεωφορείον ο πόθος και ανοίξανε οι κρουνοί. Σταματημό δεν είχε η Μπλανς από τα Βλαχοπλάτικα, της κάνανε «σσσς, μαντάμ» οι θεατές. Ύστερα πήγε στα καμαρίνια να της μιλήσει. Εγώ δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Μισή ώρα έμεινε μέσα και όταν άνοιξε η πόρτα, ήταν κι οι δυο τους κλαμένες και ρουφούσανε μύξες. Ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που ξέρει την αλήθεια για τον Ψιλοδημητρακόπουλο πρέπει να είναι η Κάτια Δανδουλάκη.

Kορίτσια στον ήλιο-2
©unsplash
2/2
Native Share

Ούτε εγώ μπορώ να υπερασπιστώ τον Νίκο. Και άλλους μας πήρε από κάτω, αλλά πήραμε τα χάπια μας και ισιώσαμε. Τώρα κάνει, λέει, ένα ντοκιμαντέρ για το Ματαρόα και έξι μήνες δεν έχει βγει απ’ το γραφείο του. Μου πήρε μισή ώρα να εξηγήσω στα κορίτσια το Ματαρόα και άλλη μισή να δικαιολογήσω γιατί αυτό είναι δουλειά. Απέτυχα. Χτυπάω δεκαπεντάωρα στη διαφημιστική για να μπορεί ο Νίκος να διαβάζει ποίηση. Μεγαλώνει το παιδί, δεκτόν. Αλλά όταν καμιά φορά καπνίζει κάτι και θυμάται να με αγγίξει, δεν σκέφτομαι αυτό για να φτιαχτώ, τον Βαγγέλη Γερμανό σκέφτομαι. Ακόμα. Έτσι προέκυψε και ο Πάνος απ’ το ακάουντ. Είχαμε ξημερωθεί μ’ ένα σπεκ για παιδικές τροφές, κατεβάζαμε τα ουίσκια νεράκι και κάποιος έβαλε να παίζει Γερμανός. Μπερδεύτηκα. Τρεις μήνες τώρα, ευτυχώς, δεν μας έχει καταλάβει κανείς. Δεν θα ’θελα ούτε νεκρή να με πιάσουν πάνω του. Δεν μπορώ να υπερασπιστώ τίποτε από την τωρινή ζωή μου.

Ακούω τον γιο μου να στριγγλίζει πνιχτά και ύστερα την Εύη να βρίζει τα δίδυμα. Ρωτάει τα εφτάχρονα αν είναι μαλάκες. Πρέπει να τρέξω να αγκαλιάσω τον μικρό, να δω αν είναι καλά, να πάρω το μέρος του. Πρέπει να τον αφήσω να τα βγάλει πέρα μόνος του. Με προλαβαίνει η Αναστασία. Με δύο δρασκελιές μπαίνει στο νερό και τον αρπάζει απ’ τις μασχάλες, σαν το γατί. Τον αφήνει στην πετσέτα μου, κοιτώντας με για δύο δεύτερα ρώσικα. Ο Φρούμπας βήχει νερά και αλάτια. Του χτυπάω την πλάτη. Δεν κλαίει. Απορεί με την ανθρωπότητα ολάκερη. Τα δίδυμα τρέχουν στην άλλη άκρη της παραλίας χαχανίζοντας. Η Εύη ζητά συγγνώμη κι έπειτα εξηγεί στον Φρούμπα ότι είναι μαλακισμένα. «Μη λες μαλακισμένα μπροστά στο παιδί», πετάγεται η Αναστασία επαναλαμβάνοντας τη λέξη. «Μη λες τα παιδιά σου μαλακισμένα», ακούγεται η φωνή της Κατερίνας μέσα απ’ τη σπασμένη της μήτρα.

Σωπαίνουμε. Ξαπλώνουμε. Ψηνόμαστε. Με τα μάτια κλειστά, υφαίνουμε από μέσα μας σχέδια πανούργα. Όταν σηκωθούμε από δω, θα κατασπαράξουμε με τα δόντια μας ό,τι έχει μείνει από τον Ψιλοδημητρακόπουλο. Θα κάνουμε τον άντρα της Εύης μπλε μαρέν από το ξύλο. Δύο θα πάμε να κλείσουμε τον Επίτροπο σε ίδρυμα και οι άλλες δύο θα απελευθερώσουμε τη γυναίκα του και την ερωμένη Α΄. Τον Νίκο θα τον χώσουμε απλώς σ’ ένα πλοίο για τον Τάραντα. Η τάξις του κόσμου μας θα αποκατασταθεί. Δεν θα λυπόμαστε κρυφά η μία την άλλη. Δεν θα νιώθουμε τύψεις που ξέραμε και δεν πράξαμε. Δεν θα μας αφήσουμε μόνες.

Ανοίγουμε τα μάτια μας στα κλεφτά, να δούμε αν κοκκίνισαν αρκετά τα μπούτια και οι ώμοι μας. Συγκρίνουμε τα εγκαύματα με των διπλανών. Τα ξανακλείνουμε. Βάζουμε όλη μας τη δύναμη να μαυρίσουμε κι άλλο στα λίγα λεπτά που μας απομένουν. Σε λίγο, ο Κωστάκης ο Τουλουμάνος θα κατεβεί ψαχτά στο Σχοινάρι για το μεσημεριανό του μπάνιο.

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουλίου/Αυγούστου της Vogue Greece.

Διαβάστε επίσης | Editorial: Απέραντο μπλε