Όταν γνωρίζεις τη Λένα Κιτσοπούλου και ξεκινάς να μιλάς μαζί της επί παντός επιστητού, είναι ζήτημα χρόνου να αντιληφθείς πόσο πολύ της αρέσει να τονίζει το σημαντικό και να αφήνει θολό το προφανές. Με την ίδια ακριβώς ιδιοσυγκρασία γράφει, σκηνοθετεί, ερμηνεύει και ζωγραφίζει. Να άλλη μία πτυχή της πολύπλευρης καλλιτεχνικής της περσόνας, την οποία μας αποκάλυψε πριν από λίγα χρόνια για πρώτη φορά με μια εικαστική έκθεση στην γκαλερί The Breeder. Έκτοτε έχει αποκτήσει το προσωπικό της ατελιέ, πολύ κοντά στο σπίτι της στον Βύρωνα, στο οποίο καταφεύγει σχεδόν κάθε μέρα, ελπίζοντας ότι πάνω σ’ ένα άσπρο χαρτί ή σ’ έναν λευκό καμβά μπορούν να γεννηθούν τα πιο μεγάλα όνειρα, κάποια από τα οποία δεν μπορούν να συμβούν στην πραγματική ζωή. «Ζωγραφίζω τις σκέψεις μου», μου λέει, τραβώντας μια γερή τζούρα από ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο που μοιάζει να βρίσκεται από πάντα ανάμεσα στα δάχτυλά της.
«Οι σκέψεις μου είναι χαοτικές, όπως χαοτική είναι και η ψυχή μου. Όταν τις ζωγραφίσω όμως αυτές τις σκέψεις, όπως και όταν τις γράψω, μπορώ να ζω όπως ακριβώς θέλω. Μπορώ να είμαι καλή, κακή, χαζή, έξυπνη, παράφορα ερωτευμένη, αδιάφορη, ψυχρή, κτητική, ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη μέχρι το κόκαλο. Μπορώ να μην έχω φύλο, να είμαι σφόδρα επιθετική ή σφόδρα ευαίσθητη. Κυρίως μπορώ να εκτονώνω έναν πόνο που κάπως υπάρχει βαθιά μέσα μου. Έναν πόνο που τελικά συνειδητοποιώ ότι διαπερνά το σύνολο της δουλειάς μου. Ο πόνος είναι η δουλειά μου. Η εκτόνωση, μάλλον, ενός πόνου. Βουτάω στον πόνο για να παραγάγω, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα θα είναι ωμό, χωρίς ίχνος καλλωπισμού. Ίσως γι’ αυτό πολύς κόσμος νιώθει για μένα ότι κάνω κάτι επιθετικό. Δεν είναι όμως επίθεση αυτό. Είναι μια βαθιά υπαρξιακή μου ανάγκη να λέω τα πράγματα με το όνομά τους».
Πιστεύει ότι οι ζωγραφικοί πίνακες έχουν μια δική τους ζωή, η οποία πηγάζει από την ψυχή εκείνου που τους δημιουργεί. Προσπαθώ να μπω λίγο στη δική της ψυχή και να καταλάβω τι υπάρχει εκεί μέσα. «Νιώθω σταθερά σαν ένα 13χρονο κορίτσι που μόλις του έχει έρθει περίοδος. Κάτι σαν άγρια εφηβεία, σκέψου!» εκμυστηρεύεται γελώντας. «Έχω ανάγκη να ζω τα πάντα έντονα, από τη χαρά μέχρι τη στενοχώρια. Τώρα τελευταία με απασχολούν διάφορα ζητήματα και ίσως αυτά να ζωγράφισα μ’ έναν τρόπο σε αυτό το εξώφυλλο της Vogue. Το ένα έχει να κάνει με τη ζωώδη φύση του ανθρώπου. Βρίσκω ενδιαφέρον στο να μπει κανείς στη διαδικασία να εξερευνήσει τα ζωώδη ένστικτά του ή, αν θες, κάπως να γνωρίσει πώς είναι να συμβιώνεις με τη φύση. Πρόσφατα έζησα μια ανάλογη εμπειρία για κάποιους μήνες. Ζούσα σ’ ένα βουνό, παρατηρούσα τα ζώα πώς υπάρχουν ελεύθερα, κυνηγούσα, τρεφόμουν με ό,τι είχε να μου δώσει η φύση. Ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία για μένα, κάτι πολύ κοντά σε αυτό που λέμε ελευθερία.
Από την άλλη, το θέμα της εγκυμοσύνης είναι μια σκέψη που επανέρχεται ολοένα και πιο συχνά στο κεφάλι μου, ίσως γιατί είμαι και σε ηλικία που η φύση βάζει το οριστικό deadline. Πάντα με απασχολούσε ως ζήτημα το αν θα αποκτήσω ή όχι δικό μου παιδί. Αν το θέλω πραγματικά ή όχι. Έχω διακόψει αρκετές εγκυμοσύνες στο παρελθόν, έχω αναλύσει το θέμα της υιοθεσίας, έχω δοκιμάσει κάποιες εξωσωματικές, έχω σκεφτεί ότι μάνα δεν είναι μόνο η γυναίκα που φέρνει στον κόσμο ένα παιδί, αλλά και μια γυναίκα που μπορεί να δώσει ζωή σε διάφορα άλλα πράγματα… Όλα αυτά και άλλα πολλά, που ίσως δεν μπορούν να ειπωθούν, κυλούν στο μυαλό μου το τελευταίο διάστημα και ίσως έπαιξαν ρόλο σε αυτό που ζωγράφισα.