O Simon Le Bon, ο θρυλικός frontman των Duran Duran, δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι ο σταρ που έλαμπε -και συνεχίζει να λάμπει- στη σκηνή, ο πιο πιστός φίλος και συνεργάτης, ο άντρας που όλες θα θέλαμε να γνωρίσουμε και αποδεδειγμένα -και against all odds με την προβολή που έχει- παράδειγμα οικογενειάρχη. Λάτρης των γυναικών, του ήρωα και μετέπειτα φίλου του David Bowie και των pug -ειδικά του Luigi, «του Brad Pitt των pugs» όπως τον αποκαλεί-, είναι απλός, χωρίς ίχνος ψώνιου, με τρελό χιούμορ και δεινός ιστιοπλόος.
Ο Simon ξεκίνησε να τραγουδάει σε ηλικία μόλις πέντε ετών, με τη μητέρα του να τον συνοδεύει στο πιάνο. Ήταν η πρώτη που πίστεψε στο ταλέντο του, δηλώνοντάς τον σε διαγωνισμούς αρχικά και κατόπιν γράφοντάς τον στο Studio School of Speech and Drama, όπου φοίτησε μέχρι τα δεκαέξι του, με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Άλλα όμως ήταν τα σχέδια της μοίρας για εκείνον.
Τον γνωρίζω πολλά χρόνια, με τιμάει με τη φιλία του και κάθε φορά που συναντιόμαστε θα πει ή θα κάνει κάτι που θα με συγκινήσει βαθιά – όπως τότε, το 2012 στη Θεσσαλονίκη, στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης, όταν κατά τη διάρκεια της συναυλίας εξέφρασε με ειλικρίνεια τη συμπαράστασή του στη χώρα μας, επικρίνοντας την πολιτική της κυβέρνησής του. Αυθεντικός σταρ και πάντα ενεργός, κατάφερε με το γκρουπ του να κάνουν ολική επαναφορά, κυκλοφορώντας το 2021 το 16ο άλμπουμ τους, Future Past, και φέρνοντας χιλιάδες κόσμου από το Hollywood Bowl και το Μadison Square Garden μέχρι το Hyde Park τον περασμένο Ιούλιο, όπου εμφανίστηκαν ενώπιον 70.000 θεατών – μεταξύ των οποίων κι εγώ, μια φανατική duranee, που δεν έχω σταματήσει να ακούω το Rio όταν θέλω να ανέβω ψυχολογικά! Τη συναυλία άνοιξε ο θρύλος της disco και καλός τους συνεργάτης, Nile Rodgers, και οι στιγμές που ζήσαμε ήταν μοναδικές, αφού γεφύρωσαν με τα τραγούδια τους τον χρόνο, φέρνοντας τη ζωντάνια της δεκαετίας του ’80 στο σήμερα. Από τα παρασκήνια τους στήριζαν η καλλονή σύζυγος του Simon, Yasmin, τα κατάξανθα εγγόνια του και οι καλοί του φίλοι. Ομολογώ ότι ο θρίαμβός τους ήταν μια προσωπική νίκη και για μένα, για τη συναισθηματική επένδυση που έχω κάνει εδώ και χρόνια σε αυτά παιδιά – γιατί θα είναι για πάντα παιδιά.
«Simon, είμαι τόσο υπερήφανη για εσάς!» του λέω ενώ καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλον γι’ αυτή τη συνέντευξη – και σας διαβεβαιώ ότι, άσχετα με τη φιλική μας σχέση, κάθε φορά που αντικρίζω το βαθύ γαλάζιο, διαπεραστικό βλέμμα του περνάω ένα ολιγόλεπτο starstruck moment. «Ήταν μια καταπληκτική συναυλία», μου λέει φανερά ικανοποιημένος. «Εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι στο Hyde Park! Για μια στιγμή νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω. Αφού ξεπεράστηκαν κάποια τεχνικά προβλήματα, άρχισα να εκτιμώ την ίδια τη συναυλία ως γεγονός, όλους αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν για να δουν εμάς, αλλά κι εκείνους που ήρθαν για τα άλλα συγκροτήματα και έμειναν για να μας “τσεκάρουν”. Νομίζω ότι κατάλαβα το μέγεθος της επιτυχίας όταν ξαναβγήκαμε για το ανκόρ και ζήτησα από τους θεατές να σηκώσουν τα κινητά τους και να ανάψουν τους φακούς. Τα φώτα πλημμύρισαν τον χώρο και έφτασαν μέχρι το πίσω μέρος της σκηνής – ήταν φανταστικό!»
Οι Duran Duran έχετε ταυτιστεί με τη δεκαετία του ’80, όταν μεσουρανούσατε, η οποία έχει γίνει της μόδας στις μέρες μας. Πιστεύεις πως αυτό συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι αναζητούν τη χαρά της ζωής που βιώσαμε τότε εμείς οι τυχεροί;
Ανακαλώντας τα ’80s, θεωρώ ότι γυρνάμε στην εποχή της αθωότητας, πριν από τα κινητά τηλέφωνα, το διαδίκτυο και τα social media, πριν από τα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα -που όμως είχαν αρχίσει από τότε να απασχολούν τους πλέον ευαίσθητους-, αλλά και τις ανησυχητικές κοινωνικο-πολιτικές ανακατατάξεις που όλοι παρακολουθούμε να συμβαίνουν.