πρόσωπα-και-προσωπεία-223857
©Unsplash

Ο Andy Warhol μου ήταν αντιπαθής. Για την ακρίβεια, μου ήταν δύσκολο να τον καταλάβω – τόσο εκείνον όσο και την τεράστια απήχηση που είχε η τέχνη του. Δεν με λες και φαν της pop art, αλλά γι’ αυτή τη δυσθυμία απέναντί του μάλλον φταίει η αμηχανία που μου προκαλούν οι άνθρωποι με ανέκφραστα μάτια: αν απομονώσεις το βλέμμα του Warhol, μοιάζει ίδιο κάτω απ’ όλες τις συνθήκες, συνήθως θλιμμένο. Όση «φασαρία» κι αν έκανε με τα έργα, τα χρώματα, τα γυαλιά ή τις περούκες του, τίποτα δεν πρόδιδε τι ακριβώς συνέβαινε μέσα του.

Ίσως η περιέργεια για το τι έκρυβε αυτός ο άνθρωπος να ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να δω το ντοκιμαντέρ The Andy Warhol Diaries στο Netflix. Πρόκειται για μια σειρά έξι επεισοδίων γύρω από έναν από τους σημαντικότερους και τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Βασίζεται σε αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο και σε καταθέσεις φίλων και συνεργατών του, προσπαθώντας να ρίξει φως πίσω από τη δημοφιλή του περσόνα. Αμφιβάλλω όμως αν, παρακολουθώντας την, καταφέρνει κανείς να καταλάβει τον Warhol.

Πρόσωπα και προσωπεία-1
©Unsplash

Πολλά ερωτήματα -κυρίως για τις σχέσεις του- παραμένουν αναπάντητα. Τελικά, έκανε σεξ ή όχι; Έπαιρνε ναρκωτικά; Του άρεσε να παρτάρει; Απολάμβανε κάτι από μια ζωή που πολλοί ζήλεψαν ή ήταν όλα ένας τρόπος για να περνάει τον καιρό του; Ποια ήταν η σχέση του με τους άλλους; Επιδίωκε την παρέα τους ή προτιμούσε τη μοναξιά του; Το μόνο σίγουρο είναι πως θεωρούσε τον εαυτό του άσχημο, και αυτό τον πονούσε και τον βασάνιζε σε όλη του τη ζωή. Ίσως αυτός ο καημός να στάθηκε η αφορμή για τον μύθο που δημιούργησε.

Ο Andy Warhol έστησε έναν ολόκληρο κόσμο γύρω από τον εαυτό του και το έργο του. Έφτιαξε ένα ρεύμα το οποίο ακολούθησε σαν υπνωτισμένη η τότε καλλιτεχνική -και όχι μόνο- κοινότητα της Νέας Υόρκης. Μοιάζει να ήταν ένας μύθος ακόμα κι όταν κυκλοφορούσε ανάμεσά τους ή καθόταν στο τραπέζι μαζί τους. Συνέθεσε μια περσόνα βασισμένη σε ένα ανέκφραστο, σχεδόν άψυχο πρόσωπο, μια φλατ φωνή, ένα λεπτό κορμί, περίεργα μαλλιά, χρώματα, σχήματα. Ακόμα και τα πορτρέτα του, μέσα από τη συνεχή επανάληψή τους, δεν είμαι σίγουρη ότι αποκαλύπτουν κάποιο κομμάτι της ψυχής του.

Στην πραγματικότητα, ο Warhol είναι ο απόλυτος performer: τίποτα δεν προδίδει τον αληθινό εαυτό του. Το ότι σχεδόν κανένα στοιχείο πάνω του δεν μοιάζει ανθρώπινο με κάνει να αναρωτιέμαι πόσο μεγάλο μπορεί να ήταν το τίμημα του να διατηρεί ακέραιη κάθε στιγμή την εν λόγω περσόνα.

Δεν είναι καινοτόμο το να δημιουργούμε ένα προφίλ ή να στήνουμε ένα προσωπείο που μας αρέσει να παρουσιάζουμε στους γύρω μας. Τα τελευταία χρόνια, αυτό αποτυπώνεται με ακρίβεια στα social media: όλοι παίζουμε έναν ρόλο στους λογαριασμούς μας. Μας αρέσει να μας αντιλαμβάνονται οι άλλοι με συγκεκριμένο τρόπο.

Για παράδειγμα, στα stories που ανεβάζω στο Instagram, μπορεί να είμαι αστεία ή φυσιολάτρης. Ίσως είμαι μαχόμενη φεμινίστρια ή vegan ακτιβίστρια. Μια τρυφερή μαμά σε στιγμές οικογενειακής ευτυχίας ή μια πολυταξιδεμένη κοσμοπολίτισσα. Μπορεί οι φωτογραφίες μου να είναι στιλιζαρισμένες ή φυσικές. Μπορεί να αγωνίζομαι να κάνω επίδειξη των μουσικών μου γνώσεων, των βιβλίων που διάβασα πρόσφατα ή των γκουρμέ επιλογών μου. Να είμαι πολύ σέξι, ακόμα κι αν δεν νιώθω έτσι.

Μπορεί να κάνω ό,τι μου κατέβει, αλλά μέσα από τις φωτογραφίες και τα βίντεο που ανεβάζω και τη γλώσσα που χρησιμοποιώ συνήθως συνθέτω ένα καλοστημένο ψηφιδωτό, το οποίο θέλω να πιστεύουν οι άλλοι ότι είμαι εγώ. Το στήσιμο ενός τέτοιου προφίλ απαιτεί ασφαλώς συνέπεια – όπως και στην περίπτωση του Warhol αλλά και του καλού branding. Στα καθημερινά μου σκρολαρίσματα βλέπω ανθρώπους να ποστάρουν, να μιλούν, να καταγράφουν στιγμιότυπα από τις ζωές τους. Τροφοδοτούν συνέχεια την πλατφόρμα με υλικό που φωνάζει «περνάω όμορφα», «είμαι σκεπτόμενος», «έχω πλάκα», «η οικογένειά μου είναι υπέροχη», «ΕΧΩ ΣΧΕΣΗ». Τίποτα δεν ξεφεύγει από το perfectly curated σκηνικό που συνήθως στήνουν με επιμονή οι πιστοί χρήστες των social.

Γνωρίζω καλά την αγωνία πίσω από κάθε δημοσίευση επειδή, δυστυχώς, έχω υπάρξει δέσμιά της. Ξέρω τι θα πει να σκέφτεσαι δύο και τρεις φορές τι θα ανεβάσεις, να μαζεύεις υλικό από ένα ταξίδι μόνο και μόνο για να το δείξεις, να μην μπορείς να ησυχάσεις αν δεν δεις τι ανταπόκριση είχε η φωτογραφία που μόλις ανέβασες. Ξεκινάει σαν διασκέδαση, αλλά μερικοί έχουμε κατά καιρούς γίνει πιόνια ενός νοσηρού παιχνιδιού που δεν σταματάει, ακόμα κι όταν σβήνει η συσκευή.

Η δυστυχία τού να είναι κανείς δέσμιος της εικόνας του μου θύμισε ένα επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό, τότε που το Instagram είχε μόλις ξεκινήσει να παίρνει τα πάνω του. Θυμάμαι με έκπληξη να βλέπω γύρω μου σκυθρωπές υπάρξεις, χωρίς ιδιαίτερο κέφι, χωμένες στις οθόνες των κινητών τους. Η διάθεση για κοινωνικοποίηση ήταν σχεδόν μηδενική. Παρ’ όλα αυτά, στις φωτογραφίες που ανέβαζαν πρωταγωνιστούσαν το χρώμα, τα χαμόγελα, οι άψογες πόζες. Ήταν η πρώτη φορά που στα μάτια μου η διαφορά reality και Instagram reality ήταν τόσο κραυγαλέα. Ακόμα και όσοι υποστηρίζουν ότι δείχνουν την αλήθεια, στην πραγματικότητα προωθούν ψήγματά της και όχι ολόκληρη την εικόνα.

Πότε γίναμε τόσο φανατικοί του image making; Μπορεί να ήμασταν πάντοτε, αλλά τουλάχιστον παλαιότερα είχαμε τη δυνατότητα να μένουμε ο αληθινός, ανθρώπινος εαυτός μας όταν έκλεινε η πόρτα του σπιτιού μας. Τώρα, τα social media είναι παρόντα ακόμα και στην πρωινή ρουτίνα ή στο μπάνιο μας. Τι κρύβουμε, τελικά, με τόσο πάθος πίσω από τις κάμερες; Ίσως το ίδιο πράγμα που δεν ήθελε να αποκαλύψει ο Warhol, όταν σε μια παρουσίαση βιβλίου του του τράβηξαν την περούκα: την απλή, γεμάτη ραγίσματα, ατέλειες, χωρίς εντυπωσιασμούς και φτιασίδια αλλά και τόσο απελευθερωτική πραγματικότητα.