ένα-γυναικείο-task-force-ενάντια-στη-βία-145627

Μεγαλώνοντας στη δεκαετία του ’90, σε μια μικρή πόλη της ελληνικής επαρχίας, το «ξύλο» ήταν απλώς ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Θυμάμαι τη γειτόνισσά μας να ουρλιάζει κι εμείς να συνεχίζουμε το φαγητό μας. Τη φίλη μου την Ελένη να σηκώνει την μπλούζα της, για να μετρήσουμε πόσα σημάδια τής έκανε στην πλάτη ο μπαμπάς της με τη ζώνη του. Τους μώλωπες της θείας μου, καθώς ξεπρόβαλλαν κάτω από το πανάκριβο φορεματάκι της, και δίπλα της τον θείο μου να την ταΐζει στο στόμα γλυκό με το πρησμένο του χέρι. Η βία μέσα στα ίδια μας τα σπίτια δεν έκανε τότε εντύπωση σε κανέναν. Δεν κατονομαζόταν ως βία, πόσω δε μάλλον «ενδοοικογενειακή». Ο κοινωνικός περίγυρος των παιδικών μου χρόνων δεν ήξερε τη λέξη.

Τριάντα χρόνια αργότερα, χάρη στην πρόσβαση και του ακριτικότερου σημείου της χώρας στην πληροφορία, χάρη στα κοινωνικά κινήματα, στους αγώνες των οργανώσεων ισότητας και στην  καθυστερημένη– ευαισθητοποίηση των κρατικών μηχανισμών, ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» είναι γνωστός σε όλους. Τον ξέρουν πια οι θύτες, τον ξέρουν και τα θύματα και οι γείτονές τους. Κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί άγνοια. Η βία μέσα στο σπίτι απέκτησε όνομα, αναγνωρίστηκε ως τέτοια και ποινικοποιήθηκε σε όλες της τις μορφές μέσω διεθνών συμβάσεων, που θέτουν τις βάσεις για την αντιμετώπισή της.

Η πιο πρόσφατη και ολοκληρωμένη εξ αυτών, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, υποχρεώνει αυστηρά όλα τα Μέρη που την κύρωσαν –του Ελληνικού Κράτους συμπεριλαμβανομένου– να σχεδιάσουν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο πολιτικών και μέτρων για την προστασία και τη στήριξη των γυναικών θυμάτων βίας, καθώς και των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Μεταξύ άλλων, δίνεται μεγάλο βάρος στην προσαρμογή της νομοθεσίας στα νέα δεδομένα, στην πρόληψη μέσω της εκπαίδευσης, στην έρευνα, στην εκπαίδευση των επαγγελματιών που ασχολούνται με τα θύματα ή τους δράστες, στις συμπράξεις των Αρχών με εξειδικευμένους φορείς και οργανισμούς, στην εκπόνηση θεραπευτικών για τους δράστες προγραμμάτων, στην παροχή ιατρικής, νομικής και ψυχολογικής στήριξης προς τα θύματα, ενώ ποινικοποιούνται επίσημα πια ο βιασμός, η ψυχολογική βία, το stalking, η παρενόχληση και τα εγκλήματα «τιμής».

Σημειώνεται, δε, πως «τα μέτρα αυτά θα βασίζονται σε μια έμφυλη κατανόηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας και θα εστιάζουν στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην προστασία του θύματος». Όπως όλοι γνωρίζουμε, όμως, οι νόμοι δεν σώζουν από μόνοι τους ζωές. Χρειάζονται άνθρωποι που θα επιδείξουν αυτήν ακριβώς την «έμφυλη κατανόηση» τη στιγμή που θα υπάρξει ανάγκη.

Στη διάρκεια της καραντίνας, οι κλήσεις στη Γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων πολλαπλασιάστηκαν εκθετικά: από 325 κλήσεις τον Μάρτιο, έφτασαν στις 1.070 τον Απρίλιο. Εξ αυτών, 684 αφορούσαν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. «Δεν έφταιγε μόνο η πίεση του εγκλεισμού. Το ίδιο παρατηρείται κάθε χρόνο και στη διάρκεια των γιορτών, που οι άνθρωποι βρίσκονται και πάλι στο σπίτι μαζί. Το ίδιο όμως συμβαίνει και κάθε φορά που «τρέχουμε» μια καμπάνια στα Μέσα και ο κόσμος ενημερώνεται», λέει η Μαρία Συρεγγέλα, Γενική Γραμματέας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων.

Ένα γυναικείο task force ενάντια στη βία-1
©Yiorgos Kaplanidis
1/5
Native Share

Αντίθετα, οι κλήσεις προς την ΕΛ.ΑΣ. το ίδιο διάστημα μειώθηκαν αισθητά, παρά τη λειτουργία των νεοσύστατων Υπηρεσιών Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας. Αναρωτήθηκα πού μπορεί να αποδοθεί αυτό, αν όχι στον φόβο των θυμάτων να καταγγείλουν στην Αστυνομία έναν –επικίνδυνο– οικείο τους και στην ενδεχόμενη προκατάληψή τους απέναντι στο ίδιο το Αστυνομικό Σώμα και στις υπηρεσίες του.

Με τις κυρίες Δήμητρα Ευαγγέλου, πανεπιστημιακό στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και Σύμβουλο του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη για θέματα Κοινωνικής Πολιτικής, Γεωργία Πασά, Αστυνόμο Β΄, Προϊσταμένη του Τμήματος AEB, Σοφία Κυριάκου, Υπαστυνόμο Α΄, Αξιωματικό του ιδίου Τμήματος, Ιωάννα Ροτζιώκου, Αστυνόμο Β΄, Εκπρόσωπο Τύπου του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., ήτοι με τον βασικό πυρήνα του νέου προγράμματος και της καμπάνιας για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, μιλήσαμε για το πώς δραστηριοποιούνται πια οι αστυνομικές αρχές σε τέτοια περιστατικά και κατά πόσον η καταφυγή στην Αστυνομία είναι, πράγματι, μια ασφαλής επιλογή για τα θύματα.

Σύμφωνα με την κυρία Ροτζιώκου, «ο στόχος των νέων Υπηρεσιών είναι να προετοιμάσουν το υπάρχον σύστημα, ώστε να υποδέχεται τα θύματα με τη γνώση, τον σεβασμό και την αίσθηση ασφάλειας που χρήζουν αυτές οι περιπτώσεις. Είναι οι συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στα Αστυνομικά Τμήματα και στους υπόλοιπους φορείς που ασχολούνται με τέτοια ζητήματα, αποσκοπώντας τόσο στην προστασία και την υποστήριξη των θυμάτων όσο και στην πρόληψη της δευτερογενούς θυματοποίησης. Συγχρόνως, δίνουν κατευθύνσεις προς τους αξιωματικούς υπηρεσίας των τοπικών Αστυνομικών Τμημάτων για τη διαχείριση αυτών των καταγγελιών.

Ειδικότερα, διαθέτουμε ένα επιτελικό Τμήμα στο Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. και 72 Υπηρεσίες ανά την επικράτεια, στις έδρες των Διευθύνσεων Αστυνομίας και των Γενικών Περιφερειακών Αστυνομικών Διευθύνσεων της Χώρας, όπου μπορεί να απευθυνθεί οποιοσδήποτε, είτε θύμα είτε μάρτυρας, ακόμη και ανώνυμα. Η καταγγελία μπορεί να γίνει με μια κλήση ή ακόμη και με SMS στο 100. Το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας είναι πια αυτεπάγγελτο, πράγμα που σημαίνει ότι, άπαξ και ειδοποιηθεί η Αστυνομία, το περιστατικό θα ερευνηθεί επιτόπου από τα Όργανα και κατόπιν από τους εισαγγελείς, ακόμη και χωρίς την υποβολή μήνυσης ή έγκλησης.

Ένα γυναικείο task force ενάντια στη βία-2
©Yiorgos Kaplanidis
2/5
Native Share

Αυτό που κάνουμε εμείς είναι να διασφαλίζουμε ότι τα θύματα θα έρχονται πια σε επαφή, τόσο στο σημείο του συμβάντος όσο και στα κατά τόπους τμήματα, με ειδικά εκπαιδευμένα Όργανα της τάξης, που θα έχουν γνώση του νομοθετικού πλαισίου, θα επιδεικνύουν την απαιτούμενη ευαισθησία, θα γνωρίζουν πώς να συντάξουν μια σωστή δικογραφία, θα είναι σε θέση να ενημερώσουν το θύμα για τα δικαιώματά του και θα είναι κατάλληλα καταρτισμένα ώστε να το κατευθύνουν όσον αφορά τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν μετά το συμβάν, φέρνοντάς το σε επαφή με εξειδικευμένους φορείς και οργανώσεις που θα του παράσχουν καταφύγιο και ιατρική, ψυχολογική και νομική υποστήριξη.

Η εκπαίδευση των αστυνομικών που στελεχώνουν τις νέες υπηρεσίες έχει αρχίσει και υπολογίζουμε να ολοκληρωθεί σε όλη τη χώρα μέσα σε δύο μήνες από τη στιγμή που οι συνθήκες θα επιτρέψουν και πάλι τον συγχρωτισμό στις αίθουσες διδασκαλίας. Παράλληλα, συνεχίζουμε την εκστρατεία ενημέρωσης για την ενδοοικογενειακή βία με τίτλο: Έχεις Φωνή. Είμαστε Δίπλα Σου».

Πώς διασφαλίζεται, όμως, ότι οι αστυνομικοί που θα κληθούν να χειριστούν τέτοια περιστατικά θα εφαρμόσουν στην πράξη όσα έμαθαν; «Πέραν του να δίνουμε κατευθύνσεις στα τμήματα της επικράτειας, παρακολουθούμε στενά την πορεία της κάθε υπόθεσης και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Γίνεται έλεγχος. Όλες οι καταγγελίες διερευνώνται και τα τμήματα καλούνται να λογοδοτήσουν αν εντοπίσουμε πρόβλημα», εξηγούν οι Πασά και Κυριάκου από το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ., εκπαιδευμένες και έμπειρες αμφότερες σε τέτοιες υποθέσεις. «Το πρώτο που κάναμε ήταν να συναντηθούμε με σχετικούς φορείς, να χαρτογραφήσουμε την κατάσταση, να δούμε τι προβλήματα αντιμετωπίζουν σε σχέση και με την Αστυνομία, ώστε να καταλάβουμε σε ποια επίπεδα πρέπει να εκπαιδευτούν οι προϊστάμενοι και τα στελέχη των τμημάτων».

Η Κυριάκου έχει αντιμετωπίσει ως αστυνομικός πολλά τέτοια περιστατικά: «Γνωρίζω εξ ιδίας πείρας ότι το Όργανο που θα φτάσει στο σημείο, πρέπει να κάνει και πράγματα πέραν των αρμοδιοτήτων του. Να φροντίσει, να σταθεί ανθρώπινα δίπλα σε έναν άνθρωπο που έχει απειληθεί, να καθησυχάσει, να προστατεύσει. Πού θα φυγαδευτεί το θύμα; Πώς θα του παρασχεθεί ιατρική βοήθεια; Πώς θα προστατευθούν τα παιδιά; Πρέπει να λύσει τα προβλήματα που προκύπτουν. Αυτά μαθαίνουμε τώρα στο προσωπικό. Στο μεταξύ, όμως, πολλές υποθέσεις διαβιβάζονται σε εμάς, που γνωρίζουμε ακριβώς τι πρέπει να γίνει».

Ένα γυναικείο task force ενάντια στη βία-3
©Yiorgos Kaplanidis
3/5
Native Share

Τις ρωτώ αν θεωρούν δικαιολογημένο τον φόβο του θύματος για το τι θα επακολουθήσει της καταγγελίας του. Η Πασά απαντά πως «όντως τα θύματα φοβούνται τις συνέπειες, αλλά, αν έχει σχηματιστεί η κατάλληλη δικογραφία από την Αστυνομία, οι δικαστικές αρχές θα κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν». Η Κυριάκου έχει επιφυλάξεις: «Έχουμε δει πολλές υποθέσεις, ακόμα και ανθρωποκτονιών, όπου υπερισχύουν οι αμφιβολίες και οι δράστες δεν καταδικάζονται. Όμως η δική μας δουλειά τελειώνει στο να φτιάξουμε μια γερή δικογραφία. Από τα πρώτα πράγματα που κάναμε ήταν να εκπαιδευτούμε όλοι από την Εισαγγελέα Ενδοοικογενειακής Βίας για το πώς συντάσσεται μια τέτοια δικογραφία. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν άλλα θέματα εκτός των αρμοδιοτήτων μας. Για παράδειγμα, αν ο δράστης έχει συνήγορο ενώ το θύμα όχι, όσο καλή κι αν είναι η δικογραφία, είναι πιθανό να μην υπάρξει δικαίωση. Γι’ αυτό λέμε ότι αυτές οι υποθέσεις πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνεργασιών μεταξύ των Αρχών. Γι’ αυτό δουλεύουμε. Η πολιτεία οφείλει να στέκεται συντονισμένα δίπλα στα θύματα».

«Ένα αποτέλεσμα συνεργασίας είναι, για παράδειγμα, το ότι ο αστυνομικός θα σε παραπέμψει στη Γενική Γραμματεία Ισότητας ή σε μια ΜΚΟ που θα σου παράσχει δωρεάν νομική υποστήριξη, καταφύγιο, ιατροδικαστική εξέταση κ.λπ. Είμαστε σε διαρκή επικοινωνία και ανατροφοδότηση με αυτούς τους φορείς, ανταλλάσσουμε στοιχεία, μας βοηθούν και τους βοηθάμε, μας επιτηρούν», συμπληρώνει η Πασά. «Σε κάθε περίπτωση, το να μην το καταγγείλεις δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Δεν έχεις ελπίδα να λυθεί έτσι μαγικά, πρέπει να κάνεις κάτι. Από την εμπειρία μου, πολλοί είναι αυτοί που φοβούνται και δεν το επαναλαμβάνουν. Η καταγγελία συχνά λειτουργεί αποτρεπτικά», λέει η Κυριάκου και η Πασά συμφωνεί: «Αν το καταγγείλεις, γίνεσαι παράδειγμα και για άλλες γυναίκες. Γι’ αυτό προτρέπουμε τα θύματα να καταγγείλουν σε εμάς τι τους έχει συμβεί. Θα τα ακούσουμε, θα τα προστατεύσουμε, δεν θα τα κρίνουμε. Τα καλούμε να μας εμπιστευθούν».

Οι κλήσεις στο 100 συχνά αφορούν και περιστατικά ενοοικογενειακής βίας όπου δεν έχει σημειωθεί σωματική βλάβη. Από το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. μού απαντούν ότι δεν χρειάζεται να έχει υπάρξει χτύπημα για να παρέμβουν. Η κυρία Ευαγγέλου, ψυχή του προγράμματος και της καμπάνιας, μου εξηγεί ότι ως «ενδοοικογενειακή βία» αναγνωρίζονται επίσης –και μπορούν να καταγγελθούν– η λεκτική βία, η ψυχολογική, η οικονομική (αποστέρηση πόρων), η παραμέληση, η κοινωνική απομόνωση. Μου δίνει τη δική της εξήγηση για τη μεγάλη ψαλίδα ανάμεσα στις κλήσεις προς την Αστυνομία και τη Γραμμή SOS 15900 της Γ. Γ. Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων.

«Στο 100 θα καλέσουν για άμεση βοήθεια. Όμως μόνο το 1/3 των θυμάτων φτάνει στην καταγγελία. Όχι παράλογο, αν σκεφτεί κανείς ότι τουλάχιστον μέχρι τώρα η δικαστική οδός ήταν μακρά, ακριβή και όχι σίγουρη˙ εκεί έχουμε ακόμα δρόμο ως κοινωνία. Το πρώτο βήμα που κάνει ένα θύμα που βρίσκει τη δύναμη να απεμπλακεί είναι να διερευνήσει τι επιλογές έχει. Σε αυτό το στάδιο συνήθως απευθύνεται στο 15900, όπου μπορεί να λάβει τηλεφωνικά ενημέρωση, ψυχολογική/κοινωνική στήριξη και καθοδήγηση. Από αυτό το τηλεφώνημα, όμως, μέχρι την καταγγελία, ψυχολογικά μεσολαβεί πολύς δρόμος για το θύμα. Ακόμα και από την ίδια την πράξη βίας μέχρι αυτό το τηλεφώνημα –αν γίνει ποτέ– υπάρχει δρόμος. Ο υποθετικός αριθμός για τα περιστατικά ενδοοικογενειακής φτάνει το 30% διεθνώς. Ο πραγματικός, όμως, μας είναι άγνωστος και περιλαμβάνει άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους. Στην Ελλάδα έχουμε μηδέν καταγγελίες από ηλικιωμένους – πράγμα αδύνατον να ευσταθεί. Αριθμητικά πάντως, υπερισχύουν τα περιστατικά κατά των γυναικών, γι’ αυτό και εκεί δίνεται μεγαλύτερη έμφαση˙ είναι κατά κανόνα πιο βάναυσα και παίρνουν πολλές διαφορετικές μορφές».

Σοφία Κυριάκου (Υπαστυνόμος Α', Αξιωματικός ΑΕΒ), Γεωργία Πασά (Αστυνόμος Β' & Προϊσταμένη του ΑΕΒ), Ιωάννα Ροτζιώκου (Αστυνόμος Β', Εκπρόσωπος Τύπου Αρχηγείου ΕΛ.ΑΣ.)
©Yiorgos Kaplanidis
4/5
Native Share

Ρωτάω αν υπάρχει διαφορά στον αριθμό των κρουσμάτων και των καταγγελιών, ανάλογα με την κοινωνική τάξη και τον βαθμό εκπαίδευσης των θυμάτων. «Το πρόβλημα εμφανίζεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και τα επίπεδα μόρφωσης. Το αν θα αποφασίσεις να κάνεις κάτι, όμως, είναι συνάρτηση της μόρφωσης και των δυνατοτήτων που έχεις να φανταστείς ότι, παραδείγματος χάριν, θα φύγεις και θα μπορέσεις να βρεις μια δουλειά και δεν θα βρεθείς στην ανάγκη να επιστρέψεις. Η δυνατότητα να ξεφύγεις συναρτάται με κοινωνικούς παράγοντες που έχουν να κάνουν με τη θέση της γυναίκας μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό σύστημα. Γι’ αυτό και διεθνώς στοχεύουμε στην οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών. Αν καταφέρουμε αυτό, θα έχουμε χτυπήσει το πρόβλημα σε βάθος».

Σε βάθος, ναι, στη ρίζα του όμως; Ποια είναι η ρίζα της βίας; Η κυρία Ευαγγέλου είναι απ’ αυτούς που στο δίλημμα «nature or nurture?» πιστεύει ακράδαντα πως η βία είναι θέμα διαπαιδαγώγησης: «Η βία είναι μια δυνατότητα που μας δίνεται. Το αν θα την εκμεταλλευτούμε για μένα είναι θέμα παιδείας. Κάθε πολιτισμός προσπαθεί να συνδιαλλαγεί με τη βία, να την ορίσει. Οι άνθρωποι διαμορφώνονται από το περιβάλλον τους, άρα δρουν σύμφωνα με αυτό που έχουν μάθει ως πολιτισμικά ορθό. Και η βία ήταν, πράγματι, μια συνήθης πρακτική στο πρόσφατο παρελθόν. Πιστεύω ότι έχουμε απομακρυνθεί αρκετά απ’ αυτή την αντίληψη, αλλά χρειάζεται κι άλλη δουλειά, που πρέπει να γίνεται νωρίς και συστηματικά, μέσα στην οικογένεια και οπωσδήποτε στο σχολείο. Η εκπαίδευση είναι η καλύτερη πρόληψη σε αυτό το θέμα, γι’ αυτό και σχεδιάζουμε ειδικά προγράμματα που απευθύνονται στη μαθητική κοινότητα…».

Ακόμα μεγαλύτερο βάρος στην εκπαίδευση, τόσο ως πρόληψη, αλλά κυρίως ως θεραπεία, δίνει η Εισαγγελέας του Ειδικού Τμήματος Ενδοοικογενειακής Βίας, που από το ’15 ενσωματώθηκε στο Τμήμα Ανηλίκων της Εισαγγελίας Αθηνών, μια και «πολλές από τις οικογένειες που μας απασχολούν έχουν ήδη φάκελο εκεί». Στο ειδικό τμήμα φτάνουν περί τις 1.500 υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας τον χρόνο – εκτός των αυτοφώρων. Η θέση της Εισαγγελέως είναι ότι «το πρόβλημα δεν λύνεται με ποινική καταδίκη, αλλά με θεραπεία των δραστών. Χίλιες φορές να καταλήξει ο δράστης στη διαμεσολάβηση παρά να αθωωθεί επειδή, π.χ., το θύμα απέσυρε την κατάθεση. Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης δίνει τη δυνατότητα στον δράστη –με τη σύμφωνη γνώμη του θύματος πάντα– να μη δικαστεί, αλλά να ακολουθήσει αντ’ αυτού ένα θεραπευτικό-συμβουλευτικό πρόγραμμα που θα τον αποτρέψει από το να επαναλάβει την πράξη του. Αν δεν διαπράξει άλλο αδίκημα σε ορίζοντα τριών ετών, η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο. Περίπου το 1/5 των υποθέσεων διευθετείται έτσι».

Ζητάω να μάθω πόσες περίπου από τις υποθέσεις καταλήγουν σε δικαίωση του θύματος και η Εισαγγελέας μού παραθέτει κάποια προσωπικά της στατιστικά: «Σε σύνολο 64 υποθέσεων, μέτρησα 33 καταδικαστικές αποφάσεις, 24 αθωωτικές, 4 όπου έπαψε η ποινική δίωξη και 3 αναβολές. Δεν είναι επίσημα στοιχεία, αλλά παίρνετε μια εικόνα. Ένας σημαντικός λόγος για τις αθωωτικές αποφάσεις είναι ότι τα θύματα αναιρούν την κατάθεσή τους ή δεν προσέρχονται για ιατροδικαστική εξέταση, είτε γιατί πείθονται από τους δράστες ότι το περιστατικό δεν θα επαναληφθεί είτε γιατί δεν φέρουν τραύματα».

Δήμητρα Ευαγγέλου, Πανεπιστημιακός & Σύμβουλος του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη για θέματα Κοινωνικής Πολιτικής
©Yiorgos Kaplanidis
5/5
Native Share

Πρακτικά, λοιπόν, τι πρέπει να κάνει ένα θύμα αποφασισμένο να δράσει; «Αν νιώθει κίνδυνο, απευθείας καταγγελία στην Αστυνομία, όπου το προσωπικό θα το παραπέμψει στους αρμόδιους φορείς για στέγη και στήριξη. Εναλλακτικά, πρέπει να απομακρυνθεί μόνο του από το σπίτι, να βρει καταφύγιο, να αναζητήσει δικηγόρο, να απευθυνθεί σε συμβουλευτικό κέντρο και να υποβληθεί οπωσδήποτε σε ιατροδικαστική εξέταση, ακόμα κι αν τα τραύματα δεν είναι εμφανή. Άλλη άμεση λύση είναι να καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα – αυτό χρειάζεται δικηγόρο και κοστίζει. Μπορεί, φυσικά, να απευθυνθεί και απευθείας στην Εισαγγελία, αλλά αυτό παίρνει περισσότερο χρόνο».

Σύμφωνα με την κυρία Συρεγγέλα, Γ. Γ. Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, «θεσμικά, έχουμε πετύχει τους στόχους στη νομοθεσία κατά 97%. Πρακτικά όμως απέχουμε από το να είμαστε μια ασφαλής για τα θύματα χώρα, από το να είμαστε ασφαλείς στο θέμα της ενδοοικογενειακής βίας γενικώς. Φυσικά, το σύστημα έχει αρχίσει, επιτέλους, να λειτουργεί, αλλά υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει ακόμη, κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο, ώστε να εκπαιδευτούν και να ευαισθητοποιηθούν όλοι οι πολίτες γύρω από το θέμα της βίας. Έχουμε δρομολογήσει συμπράξεις με το Υπουργείο Παιδείας, θα ασχοληθούμε πολύ με τα εργασιακά θέματα, την άδεια πατρότητας, την ψηφιακή κατάρτιση των γυναικών μέσω ειδικών προγραμμάτων. Το σημαντικότερο για μένα είναι να δράσουμε ως πολιτεία συντονισμένα και δη με τη συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών, με τις οργανώσεις που έχουν εξειδικευτεί σε αυτά τα θέματα».

Η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος φορέας για να αποδίδει στην Ευρωπαϊκή Ένωση στατιστικά στοιχεία σχετικά με την πρόοδο των μέτρων που ελήφθησαν μετά την κύρωση της Συνθήκης. Φροντίζει για μια μεγάλη αλυσίδα θεσμικών συνεργασιών, συντονίζοντάς τους και παρέχοντάς τους τεχνογνωσία και ενημέρωση. Πέρα από την τηλεφωνική γραμμή SOS 15900, διαθέτει 42 συμβουλευτικά κέντρα ανά την επικράτεια και 18 ξενώνες φιλοξενίας.

Την εβδομάδα που γραφόταν αυτό το άρθρο, μια γυναικοκτονία δικαιώθηκε πανηγυρικά, ένα κρατικό σεξιστικό σποτ αποσύρθηκε, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Φαίνεται πως στη χώρα μας το κλίμα όσον αφορά τα θέματα ισότητας αρχίζει να αλλάζει και το κρατικό σύστημα δεν μένει πια αμέτοχο. Οι βάσεις έχουν τεθεί και επιτηρούνται. Αυτό που μένει να δούμε είναι αν το μη ευαισθητοποιημένο μέχρι τώρα κομμάτι της κοινωνίας  πολίτες και θεσμικό προσωπικό– θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τις παλιές αντιλήψεις περί ανδρικής υπεροχής, εξουσίας και «θολωμένης» βίας, ώστε να λειτουργήσουν προς όφελος της ασφάλειας όλων μας: γυναικών, ανδρών, παιδιών και ηλικιωμένων.

Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου 2020 της Vogue Greece.

Photographer: Yiorgos Kaplanidis @ThisIsNotAnotherAgency Fashion Editor: George Karapetis

Διαβάστε επίσης | Elena Casablanca: «Επέλεξα να μην επιτρέψω στο bullying να καθορίσει τη ζωή μου»