Μεγαλώνοντας στη δεκαετία του ’90, σε μια μικρή πόλη της ελληνικής επαρχίας, το «ξύλο» ήταν απλώς ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Θυμάμαι τη γειτόνισσά μας να ουρλιάζει κι εμείς να συνεχίζουμε το φαγητό μας. Τη φίλη μου την Ελένη να σηκώνει την μπλούζα της, για να μετρήσουμε πόσα σημάδια τής έκανε στην πλάτη ο μπαμπάς της με τη ζώνη του. Τους μώλωπες της θείας μου, καθώς ξεπρόβαλλαν κάτω από το πανάκριβο φορεματάκι της, και δίπλα της τον θείο μου να την ταΐζει στο στόμα γλυκό με το πρησμένο του χέρι. Η βία μέσα στα ίδια μας τα σπίτια δεν έκανε τότε εντύπωση σε κανέναν. Δεν κατονομαζόταν ως βία, πόσω δε μάλλον «ενδοοικογενειακή». Ο κοινωνικός περίγυρος των παιδικών μου χρόνων δεν ήξερε τη λέξη.
Τριάντα χρόνια αργότερα, χάρη στην πρόσβαση και του ακριτικότερου σημείου της χώρας στην πληροφορία, χάρη στα κοινωνικά κινήματα, στους αγώνες των οργανώσεων ισότητας και στην καθυστερημένη– ευαισθητοποίηση των κρατικών μηχανισμών, ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» είναι γνωστός σε όλους. Τον ξέρουν πια οι θύτες, τον ξέρουν και τα θύματα και οι γείτονές τους. Κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί άγνοια. Η βία μέσα στο σπίτι απέκτησε όνομα, αναγνωρίστηκε ως τέτοια και ποινικοποιήθηκε σε όλες της τις μορφές μέσω διεθνών συμβάσεων, που θέτουν τις βάσεις για την αντιμετώπισή της.
Η πιο πρόσφατη και ολοκληρωμένη εξ αυτών, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, υποχρεώνει αυστηρά όλα τα Μέρη που την κύρωσαν –του Ελληνικού Κράτους συμπεριλαμβανομένου– να σχεδιάσουν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο πολιτικών και μέτρων για την προστασία και τη στήριξη των γυναικών θυμάτων βίας, καθώς και των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Μεταξύ άλλων, δίνεται μεγάλο βάρος στην προσαρμογή της νομοθεσίας στα νέα δεδομένα, στην πρόληψη μέσω της εκπαίδευσης, στην έρευνα, στην εκπαίδευση των επαγγελματιών που ασχολούνται με τα θύματα ή τους δράστες, στις συμπράξεις των Αρχών με εξειδικευμένους φορείς και οργανισμούς, στην εκπόνηση θεραπευτικών για τους δράστες προγραμμάτων, στην παροχή ιατρικής, νομικής και ψυχολογικής στήριξης προς τα θύματα, ενώ ποινικοποιούνται επίσημα πια ο βιασμός, η ψυχολογική βία, το stalking, η παρενόχληση και τα εγκλήματα «τιμής».
Σημειώνεται, δε, πως «τα μέτρα αυτά θα βασίζονται σε μια έμφυλη κατανόηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας και θα εστιάζουν στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην προστασία του θύματος». Όπως όλοι γνωρίζουμε, όμως, οι νόμοι δεν σώζουν από μόνοι τους ζωές. Χρειάζονται άνθρωποι που θα επιδείξουν αυτήν ακριβώς την «έμφυλη κατανόηση» τη στιγμή που θα υπάρξει ανάγκη.
Στη διάρκεια της καραντίνας, οι κλήσεις στη Γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων πολλαπλασιάστηκαν εκθετικά: από 325 κλήσεις τον Μάρτιο, έφτασαν στις 1.070 τον Απρίλιο. Εξ αυτών, 684 αφορούσαν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. «Δεν έφταιγε μόνο η πίεση του εγκλεισμού. Το ίδιο παρατηρείται κάθε χρόνο και στη διάρκεια των γιορτών, που οι άνθρωποι βρίσκονται και πάλι στο σπίτι μαζί. Το ίδιο όμως συμβαίνει και κάθε φορά που «τρέχουμε» μια καμπάνια στα Μέσα και ο κόσμος ενημερώνεται», λέει η Μαρία Συρεγγέλα, Γενική Γραμματέας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων.
Αντίθετα, οι κλήσεις προς την ΕΛ.ΑΣ. το ίδιο διάστημα μειώθηκαν αισθητά, παρά τη λειτουργία των νεοσύστατων Υπηρεσιών Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας. Αναρωτήθηκα πού μπορεί να αποδοθεί αυτό, αν όχι στον φόβο των θυμάτων να καταγγείλουν στην Αστυνομία έναν –επικίνδυνο– οικείο τους και στην ενδεχόμενη προκατάληψή τους απέναντι στο ίδιο το Αστυνομικό Σώμα και στις υπηρεσίες του.