Σε καταστάσεις κινδύνου, ο άνθρωπος αναπτύσσει αναπάντεχους μηχανισμούς επιβίωσης. Ο δικός μου ήταν κάτι με το οποίο ουδέποτε είχα ασχοληθεί: η μόδα.
Όσοι με γνωρίζουν δεν θα πιστέψουν ότι η αγωνία για τα όσα συμβαίνουν μπορεί σ’ εμένα να εκφράστηκε έτσι. Ούτε καν εγώ δεν το πιστεύω. Αν κάποιος μου έλεγε έναν μήνα πριν ότι θα πιάνομαι από πολύχρωμα, γυαλιστερά αντικείμενα για να μη λυγίσω, θα του χαμογελούσα με συγκατάβαση και θα επέστρεφα στο βιβλίο μου για να μη χάνω χρόνο με τέτοιες φαιδρότητες. Και όμως, να που ξαφνικά οι τσάντες, τα ρούχα, τα παπούτσια άρχισαν να επιτελούν για μένα μια άλλη λειτουργία, πέρα από τις συνήθεις: έγιναν μηχανές προβολής στο μέλλον. Απτές εικόνες των ημερών που θα έρθουν όταν τα δύσκολα θα έχουν περάσει. Υποσχέσεις πως η ζωή θα επιστρέψει στην κανονικότητα, και μάλιστα πιο πολύχρωμη από ποτέ. Και, φυσικά, αξεσουάρ μιας υπερ-ηρωίδας, πολύ πιο δυνατής από μένα.
Το πρώτο καμπανάκι ότι έβγαινα από τα ρούχα μου και έμπαινα σε αυτά κάποιας άλλης ήταν όταν –Κύριος οίδε πώς και γιατί– βρέθηκα ξαφνικά με ένα ζευγάρι μπότες σε απομίμηση φιδιού. Μια τέτοια επιλογή ήταν εξίσου παράξενη με το να αγόραζα, ας πούμε, βίδες αεροπλάνου. Και όμως, και μόνο που τις είχα δικές μου –χωρίς καν να τις φοράω– με έπιανα κάποιες στιγμές να κυκλοφορώ μέσα στο σπίτι με αέρα Καλάμιτι Τζέιν. Οι φιδίσιες μπότες μου, ακριβώς επειδή δεν είχαν καμία σχέση μ’ εμένα, με τροφοδότησαν επί μέρες με άπειρες φαντασιώσεις, στις οποίες εγώ δεν ήμουν εγώ, αλλά μια γυναίκα που φοράει φιδίσιες μπότες από τη μέρα που γεννήθηκε, που πάει στη δουλειά καβάλα στο άλογο, που φυσικά είναι σερίφης και όλη μέρα πατάσσει το άδικο. Με τόσο άδικο τριγύρω, οι συγκεκριμένες μπότες ήταν απολύτως decorous. Άρχισα να σκέφτομαι πως, αν είναι να με βρει κανένα κακό, ας με βρει έτσι: με φιδίσιες μπότες. Ήταν θέμα χρόνου να αρχίσω να τις φοράω και στη διαδρομή σαλόνι-κουζίνα-δωμάτιο.
Όταν τα πράγματα σοβάρεψαν και ο κίνδυνος μπήκε πια μέσα στο σπίτι μας, η σκέψη αυτή –το πώς θα με βρει το κακό– σιγά σιγά έγινε αυτόματη. Μέρα με τη μέρα περνούσα από το απλό «τι θα φορέσω» στο γκροτέσκο «τι θα ντυθώ». Ήτοι, τι θα παριστάνω σήμερα πως είμαι, προκειμένου να μην είμαι εγώ, σήμερα, εδώ. Προκειμένου να μπορέσω κάπως να διαχειριστώ αυτά που πρέπει να διαχειριστώ εγώ σήμερα εδώ, ει δυνατόν με ελαφρότητα και διάθεση κανιβαλισμού απέναντι στα γεγονότα. Με τη σκέψη πως, αν αποτύχω να επιβιώσω, τουλάχιστον το κακό να με βρει εντός κάποιου ρόλου και εκτός πραγματικότητας. Με τη σκέψη πως, αν πετύχω, ξέρω ακριβώς πώς θα με βρει το καλό. Και εφόσον το έχω κάνει εικόνα, το έχω ήδη φέρει πιο κοντά μου.
Κάθε μέρα, λοιπόν, χτίζω έναν ρόλο και σχεδιάζω το κοστούμι του. Δεν συμβαίνει συνειδητά – απλώς το πρώτο πράγμα που θέλω πια μόλις ανοίξω τα μάτια μου είναι να χαζέψω τσάντες, παπούτσια και φορέματα. Αυτό και μόνο. Εμμονικά. Σε βάρος άλλων –σημαντικότερων– πραγμάτων. Μόλις έρχομαι αντιμέτωπη με μια δυσάρεστη πληροφορία, η πρώτη μου αντίδραση είναι να καταφύγω στο app με τα used luxury items, στο οποίο αφιερώνω σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τον χρόνο του εγκλεισμού μου.