η-αγενής-μου-κόρη-264578
©Unsplash

Στο σπίτι μου, στο μέσα δωμάτιο, ζει μια έφηβη. Ξέρω ότι είναι κόρη μου – υπάρχουν χαρτιά που το πιστοποιούν και ομοιότητες αδιαμφισβήτητες. Και τόσα χρόνια θα έπρεπε να έχω συνηθίσει στην ιδέα πως έχω παιδί, αλλά, να, καμιά φορά μού ξεφεύγει και τη φωνάζω με το όνομα της μικρής μου αδερφής. Ξέρω από τώρα ότι αυτό το χαριτωμένο lapsus θα μου κοστίσει σε χρήμα όταν εκείνη αποφασίσει να αρχίσει ψυχοθεραπεία. Είναι ένα lapsus που δεν αναφέρω ποτέ στις δικές μου συνεδρίες, ακριβώς γιατί ξέρω πως, αν το αναλύσουμε σε βάθος, θα αποδειχτεί πως δεν είναι καθόλου χαριτωμένο. Προς υπεράσπισή μου, θα πω πως ήμουν μικρή όταν τη γέννησα, μικρή και όταν τη μεγάλωνα. Ακόμα και τώρα, μικρή είμαι για να ’χω μια κόρη στο ύψος μου, με μεγαλύτερο νούμερο παπούτσι από μένα και φεμινιστικές απόψεις πιο σκληροπυρηνικές από τις δικές μου. Συχνά πυκνά λέει πράγματα που δεν ήξερα ή που δεν είχα σκεφτεί, και τότε η έκπληξή μου για το ότι είναι κόρη μου μεγαλώνει. Αυτές τις στιγμές της περηφάνιας, μου σκάνε εικόνες της από το μαιευτήριο, τον μάρσιπο, την κούνια, τότε που ήταν ένα πλασματάκι που χωρούσε σε δυο παλάμες. Τώρα το άνοιγμα των χεριών μου δεν τη χωράει ολόκληρη.

Όσο με τρομάζει αυτό, άλλο τόσο με χαροποιεί. Ως παιδί η ίδια, άκουγα τις μητέρες γύρω μου να νοσταλγούν την περίοδο που τα παιδιά τους ήταν μικρά, σχεδόν να στενοχωριούνται που μεγάλωσαν. Πάντα μου ήταν ακατανόητη αυτή η νοσταλγία. Ως παιδί, ανυπομονούσα να μεγαλώσω – και είχα δίκιο, είναι απείρως πιο διασκεδαστική η ενήλικη ζωή. Ως μητέρα, ανυπομονούσα η κόρη μου να γίνει έφηβη – και πάλι δίκιο είχα, είναι πολύ πιο διασκεδαστικό να ανταλλάσσουμε βιβλία και ρούχα από το να αλλάζω πάνες και να πολτοποιώ βραστά λαχανικά. Ως μητέρα κοριτσιού όμως, η είσοδος της κόρης μου στην εφηβεία έφερε μαζί της –πέρα από την τεράστια χαρά που είχα, επιτέλους, μες στο σπίτι μου έναν άνθρωπο να κάνω μια συζήτηση της προκοπής– και ένα άγχος που έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κόρη μου αρχίζει να ζει μέσα στο σώμα μιας γυναίκας. Το συνειδητοποίησα όταν πήγε για πρώτη φορά μόνη της στην τουαλέτα ενός εστιατορίου. Από τη στιγμή που σηκώθηκε από το τραπέζι μέχρι που επέστρεψε, είχα τα μάτια μου καρφωμένα στην είσοδο της τουαλέτας για να δω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Έκτοτε άρχισα να ψάχνω το βλέμμα της όποτε επέστρεφε από ένα πάρτι, από μια βόλτα με τις φίλες της, από ένα sleepover σε σπίτι ανθρώπων που ξέρω χρόνια και εμπιστεύομαι ή ακόμα και από το σχολείο. Κι αν διακρίνω την παραμικρή σκιά στο βλέμμα της, πανικοβάλλομαι και τη ρωτάω ευθέως αν την ενόχλησε κανείς.

Η κόρη μου ξέρει πολύ καλά τι εννοώ λέγοντας «ενόχλησε». Η αρχή της εφηβείας της συνέπεσε με το ξέσπασμα του #ΜeΤoo στην Ελλάδα. Της τα εξήγησα όλα όσο πιο συγκεκριμένα μπορούσα, με όσο το δυνατόν λιγότερο πανικό στη φωνή μου. Αλλά –ευτυχώς ή δυστυχώς– τίποτα απ’ αυτά δεν της ήταν καινούργιο. Τα ήξερε ήδη. Η κόρη μου ανήκει σε μια γενιά –τη Generation Alpha– που έχει δει πολύ Netflix, που ακολουθεί καλλιτέχνιδες με ακτιβιστικό λόγο –forced or not, λίγο με νοιάζει–, που μπορεί να πάρει πληροφορία για τα πάντα ανά πάσα στιγμή και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, που βρίσκεται διαρκώς συνδεδεμένη με τις φίλες της, που κατακλύζεται από αστρογγύλευτα, απενοχοποιημένα και απενοχοποιητικά narratives για τα φύλα, στα οποία η δική μου γενιά δεν είχε πρόσβαση – τουλάχιστον όχι μέσω της ποπ κουλτούρας. Είναι η γενιά που, ακριβώς λόγω της έκθεσής της σε αυτά τα narratives, μπορεί να αναγνωρίσει τον κίνδυνο και έχει μάθει πως, όχι μόνο δεν είναι κακό να αντιδράσει, αλλά οφείλει να αντιδράσει για το καλό όλων. Είναι η γενιά στην οποία έχει κληροδοτηθεί το αίσθημα της «κοινότητας», το δίχτυ ασφαλείας που έπλεξε και εξακολουθεί να διαμορφώνει συστηματικά και με κόπο η Gen Z ως αντίδραση και πηγή δύναμης απέναντι στις παθογένειες των προηγούμενων γενεών.

Έχοντας ρωτήσει την κόρη μου χιλιάδες φορές «Μήπως ο Χ καθηγητής /συμμαθητής /συγγενής σού φάνηκε καθόλου weirdo;», μια μέρα μού απάντησε με eyeroll: «Ρε μαμά, νομίζεις ότι δεν ξέρω να κλοτσήσω αν χρειαστεί; Να φωνάξω βοήθεια; Να τον κάνω τον άλλο ρεζίλι;». Θυμήθηκα τότε ένα περιστατικό δικό μου, που συνέβη όταν ήμουν ακριβώς στην ηλικία της. Μας είχαν πάει με το σχολείο στην εκκλησία. Είχαμε σταθεί με τις φίλες μου πίσω πίσω, στη σειρά η μία δίπλα στην άλλη, όρθιες, νυστάζαμε και βαριόμασταν και ο καθηγητής μάς είχε απαγορεύσει να μιλάμε μεταξύ μας. Κάποιος ήρθε και στάθηκε πίσω μας, αλλά δεν δώσαμε σημασία. Μέχρι που αρχίσαμε να νιώθουμε η μία μετά την άλλη κάτι να τρίβεται πάνω μας. Χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε, το σώμα μας καταλάβαινε πολύ καλά τι γινόταν. Κοκκινίσαμε, κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, δακρύσαμε χωρίς να ξέρουμε γιατί. Αισθανθήκαμε ντροπή. Δεν ξέραμε ότι είχαμε δικαίωμα να θυμώσουμε. Ήμασταν τέσσερις. Τέσσερις έφηβες. Αν ενώναμε τις δυνάμεις μας, θα μπορούσαμε να τον είχαμε κάνει μπλε μαρέν στο ξύλο. Μία από μας πλησίασε τον καθηγητή μας, ο οποίος δεν είχε αντιληφθεί το συμβάν. Πριν προλάβει να του ζητήσει βοήθεια, εκείνος της έκανε επιτακτικά «σσσς!», γιατί βρισκόμασταν μέσα σε εκκλησία. Η φίλη μας γύρισε άπραγη πίσω, ακόμα πιο ντροπιασμένη. Ο άγνωστος είχε ήδη εξαφανιστεί. Η ντροπή μας ήταν τέτοια, που δεν συζητήσαμε ποτέ το περιστατικό μεταξύ μας. Δεν ξέραμε καν τις λέξεις να το περιγράψουμε. Δεν είχαμε καμία αναφορά για το τι είναι η παρενόχληση. Είμαστε η γενιά που έμαθε να κρατάει την ανάσα της για να δώσει φιλάκια σε βρομερούς συγγενείς, να σέβεται a priori τους μεγαλύτερους, να είναι ευγενική. Ακόμα και σήμερα, εγώ η millennial δυσκολεύομαι να διακρίνω τις κακοποιητικές συμπεριφορές. Οι εικοσάχρονες φίλες μου μου είπαν κάποτε για κάποιον που οι συνομήλικες φίλες μου έβρισκαν υπέροχο: «Ρε, αυτός είναι ψυχάκι. Θα σε ταράξει στο gaslighting και όταν δεν θα τον πιστεύεις πια, θα σηκώσει χέρι». Όταν σήκωσε τελικά χέρι, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «πού διάολο το ξέρατε, ρε κορίτσια;». Είμαι πολύ σίγουρη –και ανακουφισμένη– για το πώς θα αντιδρούσαν σήμερα η κόρη μου και οι φίλες της στα παραπάνω. Και δίνω μάχη να μην τους κάνω παρατήρηση όταν δεν είναι ευγενικές, ομιλητικές, προσηνείς με ενήλικες που συνάντησαν πριν από πέντε λεπτά.

Μία από τις φορές που πήρα την κόρη μου μαζί μου σε επαγγελματικό ραντεβού, εκείνη είχε πλήρη άρνηση να μιλήσει στον –εκνευριστικό– συνεργάτη μου. Αδυνατώντας αυτός να πιάσει σύνδεση, της λέει: «Δεν μιλάς ποτέ εσύ, όμορφη;». Πήγε να βγει από μέσα μου η μάνα μου και να της πει: «Μίλα, καλέ, στον κύριο, τι σου ’κανε;». Κρατήθηκα. Η κόρη μου του απάντησε ένα ξερό «όχι». Και αυτό το «όχι» το ένιωσα σαν να έβγαινε ξαφνικά από τη σειρά των τεσσάρων σιωπηλών κοριτσιών και να ’ριχνε ένα γερό χαστούκι σ’ έναν άνδρα, μέσα σε μια εκκλησία, είκοσι πέντε χρόνια πριν.