το-ταξίδι-είναι-ένα-νησί-228321
©Unsplash

Στο παιδικό μου δωμάτιο της Κέρκυρας, τότε που μέτραγα αντίστροφα τις μέρες για τη φυγή μου από το νησί, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης μού τραγουδούσε από το κασετόφωνο «Ταξίδι είναι μόνο η προσευχή…». Όπως συμβαίνει με πολλούς στίχους που τραγουδάμε με παράφωνο πάθος στην εφηβεία μας, το νόημά του μου ξεδιαλύθηκε χρόνια αργότερα, σε κλάσματα δευτερολέπτου, με μια σφοδρότητα που με έκανε να αναρωτηθώ αν κατείχα αυτό το νόημα από πάντα. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό που είχε ο καλλιτέχνης στο μυαλό του, αλλά αυτή είναι η μαγεία της τέχνης – και της προσευχής: καθένας τής δίνει το νόημα που τον βοηθάει.

Για μένα η προσευχή έχει σχέση με την ιερότητα, αλλά όχι με τη θρησκεία. Κατανοώ την ανάγκη πολλών να απευθυνθούν σε κάτι μεγαλύτερο από κείνους, σε κάποιον αόρατο, μη θνητό ρυθμιστή που θα βάλει σε τάξη αυτό το απρόβλεπτο χάος που είναι η ανθρώπινη ζωή. Η δική μου προσευχή απευθύνεται σε αυτό ακριβώς το χάος, που το θεωρώ δεδομένο αλλά -εννοείται- με τρομάζει. Υπάρχουν όμως κάποιες λειτουργίες τόσο στη φύση όσο και στην τέχνη -προϊόν του ανθρώπινου εγκεφάλου και σώματος- που αποτυπώνουν μια ελάχιστη φυσική τάξη. Όταν τις συναντώ, κάνω παύση και τις παρατηρώ, και νιώθω, πράγματι, σαν να προσεύχομαι. Είναι για μένα ένα ταξίδι προς τα μέσα, μια καταβύθιση. Στον κόσμο; Στον άνθρωπο; Στους νόμους που μας διέπουν; Εκείνη τη στιγμή συνδέομαι με αυτή την ελάχιστη τάξη, που είναι παρηγορητική, είναι ασφαλής κι ας φλερτάρει ακόμα κι αυτή με το απρόβλεπτο.

Μερικά παραδείγματα: Οι λέξεις -των άλλων- που εξηγούν τον κόσμο – γεια σου Clarice Lispector, θεά! Το σύρσιμο της θάλασσας μπρος πίσω. Ο κύκλος του φεγγαριού. Η καθημερινή σιωπή των νησιών τα μεσημέρια. Τα ίδια τα νησιά. Ή, μάλλον, η έννοια του νησιού ως χώρου οχυρωμένου, όχι απεριόριστου, δυνάμει ήσυχου, δυνάμει εκτός πραγματικότητας. Για μένα το νησί -κάθε νησί που θυμάται ότι είναι νησί- είναι μια προσευχή. Ένα ταξίδι.

Έζησα στην Κέρκυρα, που είναι νησί, από αυτά όμως που δεν ξέρεις πού τελειώνουν, που δεν ξεχωρίζεις τον τουρίστα από τον ντόπιο – κόσμος μπαινοβγαίνει όλο τον χρόνο, το Λιστόν δεν αδειάζει ποτέ. Τα καλοκαίρια μου τα περνούσα στους Παξούς, νησί που το βλέπαμε χρόνο τον χρόνο να ξεγλιστράει από τα χέρια μας, να εκχωρείται εξ ολοκλήρου στον τουρισμό και στο τέλος να μας διώχνει. Έζησα στο Μανχάταν, που είναι νησί, πράγμα που όλοι ξεχνούν. Εκεί δεν υπάρχουν ντόπιοι, μόνο περαστικοί. Οι γέφυρές του και οι υπόγειες σήραγγες που το ενώνουν με τις στεριές γύρω του καταργούν την έννοια του νησιού. Αγαπούσα πάντα, ως τουρίστρια κι εγώ, τα νησιά του Αιγαίου, που τα τελευταία χρόνια παραδίδονται σε έναν τουρισμό «άνεσης» -ιδέα αντίθετη με τη φύσει άγρια συνθήκη του Αιγαίου-, έναν τουρισμό που στραγγαλίζει το τοπικό και πασχίζει εις βάρος του να προσφέρει όση περισσότερη αστική άνεση μπορεί. Αν εξαιρέσουμε τους Παξούς της παιδικής μου ηλικίας, τα άλλα δεν μπορούσα να τα νοήσω ως ταξίδια – κι ας προσπαθούσα να με πείσω πως ήταν˙ η αστεακή μενταλιτέ ήταν παντού και πάντα παρούσα. Οι εσωτερικοί ρυθμοί μου δεν έπεσαν ποτέ. Η πραγματικότητά μου δεν διεκόπη. Και πάνω που νόμιζα ότι αυτό που προσδοκούσα από ένα νησί, από ένα ταξίδι, δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία μου, η ζωή με έριξε στην Κύθνο. Χειμώνα.

Στην Κύθνο θυμήθηκα αυτό που έχασα παιδί στους Παξούς: την αίσθηση του νησιού.

Σιωπή, αέρας, άγονη γη, εκτάσεις δίχως ανθρώπινο ίχνος. Περπάτησα σε μια Χώρα έρημη αλλά γλυκιά, μικρή, στα μέτρα του ανθρώπου, χωρίς καμία προσπάθεια να μοιάσει σε κάτι άλλο, μεγαλύτερο, λιγότερο ταπεινό και ανθρώπινο. Περπάτησα σε μια ακτογραμμή δίχως χαραγμένα μονοπάτια, αδιάκοπη, δίχως οικοδομήματα. Έφτασα σε παραλίες που έμοιαζαν σαν να μην είχε πατήσει ποτέ άνθρωπος. Απέδωσα αυτό το διαφορετικό στον χειμώνα. Όταν πήγα Αύγουστο σε κάποιες από τις ίδιες παραλίες και μπορούσα να νιώσω ξανά το ίδιο αίσθημα ερημιάς, το αίσθημα της παράλληλης πραγματικότητας, κατάλαβα ότι αυτό είναι το νησί που έψαχνα, ότι αυτό θα είναι το νησί μου. Για όσο προλάβω, πριν ξεχάσει κι αυτό ότι είναι νησί.

Στην Κύθνο έγιναν μέσα μου πιο συμπαγή τα χαρακτηριστικά ενός νησιού. Παρά την «ανοιχτωσιά» του, παρά το ότι είναι εκτεθειμένο από παντού σε όλα τα στοιχεία της φύσης, το σωστό νησί μού δίνει την αίσθηση ενός οχυρού που κρατά απέξω την πολλή πραγματικότητα. Εννοώ την αστεακή πραγματικότητα, τη φορτωμένη με μάταιες αγωνίες για κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας: την αγωνία της δουλειάς, των εξόδων, της αναγκαστικής και ψυχαναγκαστικής κοινωνικότητας, των αποστάσεων, την αγωνία να είσαι λειτουργικός εντός του κοινωνικού συνόλου, την υποχρέωση να είσαι διαρκώς διαθέσιμος και προσβάσιμος στους άλλους, ακόμα κι από το άβατο του σπιτιού σου. Η δικαιολογία «είμαι εκτός» πάντα πιάνει σε ένα βαθμό. Η δικαιολογία «έχει μποφόρ, δεν πιάνει καλά το wifi, δεν σηκώνει πολλές αντιρρήσεις, it is what it is. Τα μποφόρ γενικότερα δημιουργούν ωραία προβλήματα – στους υγιείς: ένα απαγορευτικό απόπλου σημαίνει μια έξτρα ημέρα ακινησίας μακριά από την τρέλα.

Σημαίνει συχνά εγκλεισμό στο σπίτι – και τζάκι και πατάτα στο αλουμινόχαρτο. Ή άλλη μια μέρα πάνω στην άμμο. Σημαίνει πράγματι κακό wifi – δεν μπορείς να ακολουθήσεις την εξωφρενική ροή ειδήσεων, απόψεων, επιδειξιομανίας, ξεκατινιάσματος όσο κι αν το θες. Είτε με μποφόρ είτε χωρίς, νησί σημαίνει πως δεν μπορείς να φύγεις όποτε γουστάρεις, η επικοινωνία με τη στεριά δεν είναι δεδομένη. Θέλεις να την κάνεις σήμερα; Περίμενε μέχρι μεθαύριο που θα έχει καράβι. Ένα σωστό νησί σε αναγκάζει με χίλιους τρόπους να αποβάλεις την ένταση που δεν ξέρεις καν πως κουβαλάς. Δοκίμασε να απευθυνθείς στους ντόπιους με την ταχύτητα και το ύφος της πόλης. Ή θα σε κοιτάξουν σαν να μην τους μίλησες ποτέ ή θα σε πάρουν στο ψιλό. Προσπάθησε να επιδείξεις την πνευματική σου περιπλοκότητα, το βάθος της σκέψης σου, τους καλούς σου -πλάγιους- τρόπους. Θα σε ξεμπροστιάσουν στο λεπτό με κάτι τόσο ευθύ όσο η λάμα τους στον λαιμό του κόκορα – προς θεού, δεν πιστεύω στη σοφία του απλού ανθρώπου κι όλα αυτά τα καρτ-ποσταλικά του Αιγαίου, η ελληνική επαρχία βρίθει τοξικότητας και συντηρητισμού. Η αστική σου ένταση δεν περνάει εδώ. Το να ανεβάσει το μυαλό σου στροφές για να κερδίσεις ένα debate, εδώ δεν είναι απλώς περιττό, είναι irritating στην ηρεμία των γύρω σου.

Το σωστό νησί σε κάνει να νιώθεις ηλίθιος για τη busy περσόνα που έχεις χτίσει για τον εαυτό σου προκειμένου να αντεπεξέλθεις στα στάνταρ της πόλης. Αυτήν που αποπνέει δύναμη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά άμυνα απέναντι στους αστεακούς κινδύνους. Πέρα από τους ανθρώπους, σου προκαλεί και η φύση το ίδιο συναίσθημα. Εδώ, το πιο κοντινό σε φανάρι κυκλοφορίας είναι ένα κοπάδι κατσίκες. Δεν μπορείς παρά να σεβαστείς την άργητά τους, ακόμα κι αν το καράβι σου φεύγει. Όσο κι αν θες να τρέξεις στο νησί, ο χωματόδρομος δεν θα σε αφήσει. Αν θες να φτάσεις στην παραλία, θα σε αναγκάσει μάλιστα να αφήσεις το αμάξι σου μακριά και να επιδοθείς σε πεζοπορία. Όταν φτάσεις, τα ευαίσθητα κρινάκια της άμμου απαιτούν από σένα να κοιτάς πού πατάς. Το νησί σού επιβάλλει τον δικό του ρυθμό. Κι αν επιχειρήσεις να τον παραβιάσεις, γρήγορα θα νιώσεις -και όχι άδικα- τέρας.

Όταν εγκλιματιστείς στην ιδέα του νησιού, αρχίζεις να βλέπεις κι εκείνες τις μικρές μικρές νησίδες μέσα του. Μια πέτρα όση μια αγκαλιά, σπίτι και νησί μιας οικογένειας σαλιγκαριών. Μια αυλή με ένα αυτοσχέδιο σπιτάκι σε μέγεθος δύο παιδιών. Ένα περιφραγμένο χωράφι για φρέσκο χορτάρι και μαργαρίτες. Έναν κολπίσκο με άμμο όλο δικό σου. Νησάκια που δεν τα φτάνει η πραγματικότητα, νησίδες ασφαλείας. Μικρά, προσωπικά φρούρια που δίχως αυτά η φυγή δεν έχει καμία αξία. Το σωστό νησί έχει τη δύναμη να σου επιβάλλει μια άλλη θεώρηση της ζωής, στα μέτρα της φύσης, όχι του ανθρώπου. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι είναι για μένα το μόνο ταξίδι.