Στο παιδικό μου δωμάτιο της Κέρκυρας, τότε που μέτραγα αντίστροφα τις μέρες για τη φυγή μου από το νησί, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης μού τραγουδούσε από το κασετόφωνο «Ταξίδι είναι μόνο η προσευχή…». Όπως συμβαίνει με πολλούς στίχους που τραγουδάμε με παράφωνο πάθος στην εφηβεία μας, το νόημά του μου ξεδιαλύθηκε χρόνια αργότερα, σε κλάσματα δευτερολέπτου, με μια σφοδρότητα που με έκανε να αναρωτηθώ αν κατείχα αυτό το νόημα από πάντα. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό που είχε ο καλλιτέχνης στο μυαλό του, αλλά αυτή είναι η μαγεία της τέχνης – και της προσευχής: καθένας τής δίνει το νόημα που τον βοηθάει.
Για μένα η προσευχή έχει σχέση με την ιερότητα, αλλά όχι με τη θρησκεία. Κατανοώ την ανάγκη πολλών να απευθυνθούν σε κάτι μεγαλύτερο από κείνους, σε κάποιον αόρατο, μη θνητό ρυθμιστή που θα βάλει σε τάξη αυτό το απρόβλεπτο χάος που είναι η ανθρώπινη ζωή. Η δική μου προσευχή απευθύνεται σε αυτό ακριβώς το χάος, που το θεωρώ δεδομένο αλλά -εννοείται- με τρομάζει. Υπάρχουν όμως κάποιες λειτουργίες τόσο στη φύση όσο και στην τέχνη -προϊόν του ανθρώπινου εγκεφάλου και σώματος- που αποτυπώνουν μια ελάχιστη φυσική τάξη. Όταν τις συναντώ, κάνω παύση και τις παρατηρώ, και νιώθω, πράγματι, σαν να προσεύχομαι. Είναι για μένα ένα ταξίδι προς τα μέσα, μια καταβύθιση. Στον κόσμο; Στον άνθρωπο; Στους νόμους που μας διέπουν; Εκείνη τη στιγμή συνδέομαι με αυτή την ελάχιστη τάξη, που είναι παρηγορητική, είναι ασφαλής κι ας φλερτάρει ακόμα κι αυτή με το απρόβλεπτο.
Μερικά παραδείγματα: Οι λέξεις -των άλλων- που εξηγούν τον κόσμο – γεια σου Clarice Lispector, θεά! Το σύρσιμο της θάλασσας μπρος πίσω. Ο κύκλος του φεγγαριού. Η καθημερινή σιωπή των νησιών τα μεσημέρια. Τα ίδια τα νησιά. Ή, μάλλον, η έννοια του νησιού ως χώρου οχυρωμένου, όχι απεριόριστου, δυνάμει ήσυχου, δυνάμει εκτός πραγματικότητας. Για μένα το νησί -κάθε νησί που θυμάται ότι είναι νησί- είναι μια προσευχή. Ένα ταξίδι.
Έζησα στην Κέρκυρα, που είναι νησί, από αυτά όμως που δεν ξέρεις πού τελειώνουν, που δεν ξεχωρίζεις τον τουρίστα από τον ντόπιο – κόσμος μπαινοβγαίνει όλο τον χρόνο, το Λιστόν δεν αδειάζει ποτέ. Τα καλοκαίρια μου τα περνούσα στους Παξούς, νησί που το βλέπαμε χρόνο τον χρόνο να ξεγλιστράει από τα χέρια μας, να εκχωρείται εξ ολοκλήρου στον τουρισμό και στο τέλος να μας διώχνει. Έζησα στο Μανχάταν, που είναι νησί, πράγμα που όλοι ξεχνούν. Εκεί δεν υπάρχουν ντόπιοι, μόνο περαστικοί. Οι γέφυρές του και οι υπόγειες σήραγγες που το ενώνουν με τις στεριές γύρω του καταργούν την έννοια του νησιού. Αγαπούσα πάντα, ως τουρίστρια κι εγώ, τα νησιά του Αιγαίου, που τα τελευταία χρόνια παραδίδονται σε έναν τουρισμό «άνεσης» -ιδέα αντίθετη με τη φύσει άγρια συνθήκη του Αιγαίου-, έναν τουρισμό που στραγγαλίζει το τοπικό και πασχίζει εις βάρος του να προσφέρει όση περισσότερη αστική άνεση μπορεί. Αν εξαιρέσουμε τους Παξούς της παιδικής μου ηλικίας, τα άλλα δεν μπορούσα να τα νοήσω ως ταξίδια – κι ας προσπαθούσα να με πείσω πως ήταν˙ η αστεακή μενταλιτέ ήταν παντού και πάντα παρούσα. Οι εσωτερικοί ρυθμοί μου δεν έπεσαν ποτέ. Η πραγματικότητά μου δεν διεκόπη. Και πάνω που νόμιζα ότι αυτό που προσδοκούσα από ένα νησί, από ένα ταξίδι, δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία μου, η ζωή με έριξε στην Κύθνο. Χειμώνα.