Τελευταία βαριέμαι τους ανθρώπους. Το καταλαβαίνω, γιατί διαβάζω πολύ. Όταν το ρίχνω στα βιβλία, καταλαβαίνω ότι έχω βαρεθεί τους ανθρώπους. Δεν μου αρέσει αυτό. Δεν μου αρέσει να βρίσκω τα βιβλία πιο ενδιαφέροντα από τους ανθρώπους. Το θεωρώ σημάδι αναχωρητισμού ή ελιτισμού, μάλλον αποχώρησης από τα της ζωής, δεν μου αρέσει.
Τελευταία όμως βρίσκω τους ανθρώπους δισδιάστατους. Κακογραμμένους. Τους ακούω να μου μιλούν και νιώθω σαν να βλέπω σειρά στο Netflix. Μιλούν με ατάκες που θα άκουγε κανείς σε sitcom. Μιλούν με νεύρο πρωταγωνίστριας των οχτώ σεζόν και πόζες ηθοποιού σε τρικάμερο. Η φωνή τους έχει ανέβει στην κορυφή του λαιμού τους, μιλούν και φωνάζουν. Ακόμα και όταν είναι χαρούμενοι, ακούγονται εκνευρισμένοι. Έχουν γίνει πολύ έξυπνοι, πολύ κυνικοί, πολύ «οριοθετημένοι». Αλλά με έναν τρόπο τηλεοπτικό. Νιώθω σαν έχουν γίνει, περισσότερο παρά ποτέ, ο ρόλος τους ή -ακόμα χειρότερα- το ινσταγκραμικό τους προφίλ.
Βλέπω καλά curated, αδιαπέραστα τείχη. Βλέπω χάρτινους πύργους που κινούνται στον χώρο και, μόλις εφάπτονται μεταξύ τους, τρέχουν μακριά. Κερκόπορτες, πορτοπαράθυρα, αυτιά και μάτια όλα κλειστά και τα κανόνια φορτωμένα μολύβι. Όταν συμμαχούν, δεν είναι για να χτίσουν κάτι μαζί, αλλά για να γκρεμίσουν άλλους πύργους. Πλήττω. Και θέλω να φωνάξω όπως η Δημητρούλα στους Απαράδεκτους: «Δεν υπάρχει δράση, δεν υπάρχει δημιουργία». Γιατί έτσι αρματωμένοι που είναι όλοι, ασύνδετοι ουσιαστικά με τους γύρω τους, σε μόνιμη άμυνα, δεν μπορεί να υπάρξει.
Δεν ήταν πάντα έτσι εκεί έξω. Όχι, δεν ήταν, το θυμάμαι καλά. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν ήταν ποτέ το μεγαλύτερο ταλέντο του είδους μας, και το πράγμα πήγαινε σαφώς κατά διαόλου τα τελευταία χρόνια, αλλά τώρα τελευταία νιώθω πως κοντεύουμε να το τερματίσουμε. Διάφοροι χαρωποί κοινωνιολόγοι μάς είχαν τάξει πως μετά την πανδημία θα χορεύαμε γυμνοί χέρι χέρι στους δρόμους και, τελικά, τι πήραμε;